Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης: ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - ΤΑ ΠΑΘΗ Β,α — Στον αιθέρα ερίζοντας * ανέβηκαν κι ένιωσα / Πως για σένα τα αίματα * για σένα τα δάκρυα



Στον πηλό το στόμα

*

μου ακόμη και σε ονόμαζε

Ρόδινο νεογνό

*

στικτή πρώτη δροσιά

.Κι από τότε σου πλάθε

*

βαθιά στα χαράματα

Τη γραμμή των χειλιών

*

και τον καπνό της κόμης

Την άρθρωση σου 'δινε

*

και το λάμδα το έψιλον

Την αέρινη άσφαλτη

*

περπατηξιά

Κι απ' την ίδια εκείνη

*

στιγμή μέσα μου ανοίγοντας

Άγνωστη φυλακή

*

φαιά κι άσπρα πουλιά

Στον αιθέρα ερίζοντας

*

ανέβηκαν κι ένιωσα

Πως για σένα τα αίματα

*

για σένα τα δάκρυα

Στους αιώνες το πάλεμα

*

το φριχτό και το υπέροχο

Η σαγήνη για σένα και

*

η ομορφιά

Στα πνευστά των δέντρων

*

και κρούοντας ο πυρρίχιος

Δόρατα και σπαθιά

*

να λες άκουσα Εσύ

Μυστικά προστάγματα

*

και παρθενοβίωτα

Με την έκλαμψη πράσινων

*

αστέρων λόγια

Και πάνω απ' την άβυσσο

*

αιωρούμενη γνώρισα

ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ

*

ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης — ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - ΤΑ ΠΑΘΗ Α'
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! ...
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

Ιδού εγώ λοιπόν
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου·
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς·
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.

J. M. W. Turner - The Slave Ship 1840
Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης — ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959) - Η ΓΕΝΕΣΙΣ «Εκεί μόνος αντίκρισα/τον κόσμο/κλαίγοντας γοερά / Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα»

Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι
ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'

Η ΓΕΝΕΣΙΣ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου

Eye of the Univerce
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Είδα τότε θυμάμαι
τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή
Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν
λίγο λίγο σβήνοντας
δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και
αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη
και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
οι Εφτά Μπαλτάδες
καταπώς η Καταιγίδα
στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απαρχής πάλι ένα πουλί
καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο εύλογο το Ακατανόητο
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν
τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες
και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί
οστρακόδερμοι γενειοφόροι
Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι
στα τέσσερα
και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν
στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας
Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητος
με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές
γραμμές
ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα
και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές
μία μέσα στην άλλη
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση
Τόσο ήταν αλήθεια
που πιστά μ' ακολούθησε το χώμα
έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο
και άλλου με πολλές μικρές πευκοβελόνες
Ύστερα πιο νωχελικά
οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
τα λαγκάδια οι κάμποι
κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί
δυνατές πολύ παρορμήσεις
Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί
κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος
«Κάτι που να σου σταθεί βοηθός
και αφού πεθάνεις» είπε
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε
σκαλοπάτια
Εκεί μόνος απίθωσε
κρήνες λευκές μαρμάρινες
μύλους ανέμων
τρούλους ρόδινους μικρούς
και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες
Αρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες
Κι επειδή συλλογίστηκεν
ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου
γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες
αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες
σαν να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμη τα μαχαίρια
«Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις» είπε
και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες
έσπειρε
φλόμους κρόκους καμπανούλες
όλων των ειδών της γης τ' αστέρια
τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής
και υπεροχή και δύναμη

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η μουσική
που κινούσα σε ξάγναντο να βγω
(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα
με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)
πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα
και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας
και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα
και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
«Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη»

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

«ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΟΝ ανάγκη να τον βλέπεις και να τον
λαβαίνεις»
είπε: «Κοίταξε!» Και τα μάτια μου έριξαν τη σπορά
γρηγορότερα τρέχοντας κι από βροχή
τα χιλιάδες απάτητα στρέμματα
Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες
Η σιγή που εκχέρσωνα για ν' αποθέσω
γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά
Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου
τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το πρόσωπο
άλλα υλακώντας άλλα βγάζοντας τη γλώσσα:
Να το σπαράγγι να ο ριθιός
να το σγουρό περσέμολο
το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι
ο στύφνος και το μάραθο
Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν' αρθρώσω
«Εύγε» μου είπε «και ανάγνωση γνωρίζεις
και πολλά μέλλει να μάθεις
αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις
Και μια μέρα θα 'ρθει βοηθούς ν' αποκτήσεις
Θυμήσου:
τον αγχέμαχο Ζέφυρο
το ερεβοκτόνο ρόδι
τα φλεγόμενα ωκύποδα φιλιά»
Και ο λόγος του χάθηκε σαν ευωδιά
Η ώρα εννιά χτύπησε πέρδικα τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας
αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια
και μικρά και τετράγωνα
με καμάρα λευκή και λουλακί πορτόφυλλο
Κάτω απ' την κληματαριά
ώρες εκεί ρέμβασα
με μικρά μικρά τιτιβίσματα
κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα:
Να το πιπίνι να το λελέκι
να το γυφτοπούλι
ο νυχτοπάτης και η νερόκοτα
ήταν και ο μπόμπιρας εκεί
και το αλογάκι που λεν της Παναγίας
Η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο
και πάλι δύο οι θάλασσες
και η τρίτη ανάμεσα -λεμονιές κιτριές μανταρινιές-
και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζι
αλλοιώνοντας τ' οζόνιο τ' ουρανού
Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα
η τριβίδα η λεία
τ' αυτάκια των ανθών
κι ο θαλλός ο αδημονώντας και είναι

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

ΥΣΤΕΡΑ και τον φλοίσβο ενόησα και τον μακρύ ατελείωτο
ψίθυρο των δέντρων
Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά
και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι
λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς
Και είδα
Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο
με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών
και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες
να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα
και άλλες γράφοντας με κιμωλία
λόγια παράξενα, αινιγματικά:
ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ
ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ
μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων
ή άλλα λόγια του Ιουλίου
Σημαίνοντας οι έντεκα
πέντε οργιές του βάθους
πέρκες γοβιοί σπάροι
με πελώρια σβάραχνα και κοντές πρυμναίες ουρές
Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους
και σταυρούς θαλάσσης
και λιγνές αμίλητες ανεμώνες
και πιο ψηλά στα χείλη του νερού
πεταλίδες τριανταφυλλιές
και μισάνοιχτες πίνες και αρμυρήθρες
«Ακριβά λόγια» μου είπε «όρκοι παλαιοί
που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή των μακρινών ανέμων»
Και σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι
δυνατά στο στήθος μου έσφιξα το μαξιλάρι
και τα μάτια μου δάκρυα γιομάτα
Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων
και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις
το δικό σου νόημα» είπε
«Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή
και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει
Τούτο μόνο να ξέρεις:
Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
Και ψηλά πολύ πάνω απ' τα κύματα
έστησε τα χωριά των βράχων
Εκεί σκόνη έφτανε ο αφρός
άπλερη γίδα είδα να γλείφει τις ρωγμές
με το μάτι λοξό και το λίγο κορμί σκληρό σαν χαλαζίας
Έζησα τις ακρίδες και τη δίψα
και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλα
χρόνους τακτούς όσους η Γνώση ορίζει
Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ' απύθμενα
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση
Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή
και ο κλήρος έπεσε στις βροχές
κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια
έτρεξα σαν τρελός
στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα
να δαγκάσουνε οι πνοές
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή
στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου»
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη
Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές
αλλ' αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε
μέντα λεβάντα λουίζα
και μικρές πατημασιές αρνιών
ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας
οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα
και που επόθησα
Υπαρκτή γυναίκα
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή»
και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο
Τρικύμισα
όπως κάβος πάτησα βαθιά
που αέρα πήρανε οι σπηλιές
Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή
γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα
και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο
ν'ανεβαίνει Αβάδιστος είδα Ο Μέγας Κριός
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
ψιθύρισε όταν ρώτησα:
- Τι το καλό; Τι το κακό;
-Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
-Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια
Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε
να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες
με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου
Δείχτης ήμουν εγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος
Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη
καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών
Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -
«Όλα τούτα καιρός της αθωότητας
ο καιρός του σκύμνου και του ροδαμού
ο πολύ πριν την Ανάγκη» μου είπε
Και τον κίνδυνο έσπρωξε με το 'να δάχτυλο
Στην κορφή του κάβου φόρεσε μελανό φρύδι
Από μέρος άγνωστο φώσφορο έχυσε
«Για να βλέπεις» είπε «από μέσα
στο κορμί σου
φλέβες κάλιο, μαγγάνιο
και τ' αποτιτανωμένα
παλαιά κατάλοιπα του έρωτα»
Και πολύ τότε σφίχθηκε η καρδιά μου
ήταν το πρώτο τρίξιμο του ξύλου μέσα μου
μιας νυχτός που εσίμωνε ίσως
η φωνή του γκιόνη
κάποιου που είχε σκοτωθεί
το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο
Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μου
μυστικά να διαβαίνουνε
φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα
Τ' άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά
Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ' τα κύματα
στο Νησί με τους κόλπους των ελαιώνων
Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον
που το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ
τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν' ανεβαίνει
μια φοράν ακόμη
Μια φοράν ακόμη
στα νερά της Γέρας ν' ακουμπά τα δάχτυλα
και τα πέντε ν' ανάβουνε χωριά
ο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος
ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός
εξουσία και κλήρος της γενιάς μου.
«Αλλά τώρα» είπε «η άλλη σου όψη
ανάγκη ν' ανεβεί στο φως»
και πολύ πριν με το νου μου βάλω
ή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφου
Κατά κει που δεν έσωνε κανείς να δει
με τα χέρια εμπρός του
σκύβοντας
τα μεγάλα ετοίμασε Κενά στη γη
και στο σώμα του ανθρώπου:
το κενό του Θανάτου για το Βρέφος το Ερχόμενο
το κενό του Φονικού για τη Δικαία Κρίση
το κενό της Θυσίας για την Ίση Ανταπόδοση
το κενό της Ψυχής για την Ευθύνη του Άλλου
Και η Νύχτα πανσές
παλιάς
πριονισμένης από νοσταλγία Σελήνης
με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά τής κόπρου
πήρε μέρος μέσα μου
Διαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα· μοίρασε αλλιώς τα βάρη
Το σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα κατεβασμένη
μέσα στους ανθρώπους
όπου ήχος άλλος κανείς
μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί
και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη
Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο γόνος να 'μουν
τότε μόνο ενόησα
που η σκέψη του Άλλου
διαγώνια σαν ακμή γυαλιού
και Ορθόν ως πέρα με χάραζε
Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σαν να μην ήταν τοίχοι
με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες
τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι
και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν άρματα στη μέση τους
αμίλητοι
δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή
εδώ κι αιώνες.
«Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις
η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι
και να μείνει αυτή.
Επειδή πολλοί φορούν το μελανό πουκάμισο
και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων
και είναι οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού
οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες
ορμαθός και αριθμός των άκρων του σταυρού
της Τετρακτίδος.
Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις» είπε
«η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Πέρασε μέσα μου Έγινε
αυτός που είμαι
Η ώρα τρεις της νύχτας
λάλησε μακριά πάνω απ' τα παραπήγματα
ο πρώτος πετεινός
Είδα για μια στιγμή τους Όρθιους Κίονες τη Μετόπη με Ζώα Δυνατά
και Ανθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία
Πήρε όψη ο Ήλιος Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου

ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν
και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!





Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Γιῶργος Σεφέρης — Αστυάναξ
Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.
Johann Heinrich Wilhelm Tischbein - Hector and Andromache

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας

τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.


Μυθιστόρημα, 1935
Ανάλυση του ποιήματος εδώ

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Βασιλική Δεδούση — Τα "Θρασύμια"

Ποίημα για το Πολυτεχνείο

Για σένα τα λόγια τούτα
για σένα που, αν κανένας δε θα σ’ έπαιρνε χαμπάρι,
λοβοτόμος της ψυχής τους θα γινόσουν
εύκολα θα ‘μπαινες στο είναι τους, τη σκέψη, την καρδιά τους
και τα "σάπια" κομμάτια θα ‘κοβες
και στα σκυλιά θα τα πέταγες.
Τα "Θρασύμια" του 1973
«Έξω, θρασύμια, έξω απ’ το χώρο μου,
έξω απ’ τα δικά μου, έξω από τον κόσμο μου.
Θέλεις να σκέφτεσαι;
"Θρασύμι" ανάγωγο…. Πώς τολμάς;
Αν κανένας το σεβασμό στην καρέκλα μου δε σου ‘μαθε,
θες δε θες, θα σου τον μάθει το τεντωμένο μου δάχτυλο,
"θρασύμι", αλήτη φοιτητή, καταστροφέα, εμπρηστή.

Εγώ είμαι ο διαχειριστής των πάντων
Εγώ ορίζω, Εγώ καθορίζω, Εγώ σχεδιάζω, Εγώ εκτελώ
με τα δικά μου όργανα, με το δικό μου, σωστό τρόπο.
Εσύ υπακούς με το κεφάλι κάτω, «θρασύμι», αληταρά….

Τι είπες;;
Η Αντιγόνη;; ποια είναι αυτή;;
Κάποιο "θρασύμι" θα ‘τανε, σαν και σένα
Τι είπες;; ο Τσε;; ποιος είναι αυτός;
Κάποιο "θρασύμι" θα ‘τανε, σαν και σένα….

Τι είπες;;;;
ΨΩΜΙ!! Σιγά μη δεν έχεις ….
ΠΑΙΔΕΙΑ!! Σιγά μη σου λείπει ….
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!! Γιατί;; Δεμένο σ’ έχω;;

Εγώ φταίω που δε σας μάντρωσα όλους, ΟΛΟΥΣ….
Τσακίσου από μπροστά μου, "θρασύμι"….
Καλά, να μη μπορείς να καταλάβεις το πόσο σε αγαπάω,
ότι για το καλό σου φροντίζω, ότι σε νοιάζομαι….
Τσακίσου από μπροστά μου, αχάριστο "θρασύμι"….»

Εσύ που έτσι σκέφτεσαι και πράττεις,
μάθε πως με των "Θρασυμιών" το αίμα η Ιστορία γράφεται,
μάθε ότι η μνήμη η συλλογική
τους αγώνες τους με σεβασμό τιμάει,
μάθε ότι η Ιστορία τους αλαζόνες ξερνάει,
μάθε πως κάτι σαν και σένα της ιστορίας
γένηκαν, γίνονται και ες αεί θα γίνονται
οι μαύρες της σελίδες, οι απόβλητοι παρίες της
και ο περίγελός της.
Βασιλική Π. Δεδούση

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης — Ο Κήπος με τις Αυταπάτες (δοκίμιο)
Elytis The garden of illusions
Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος· κι αν είδες, είδες!

Αχ αγάπη, πως καταφέρνεις ν’αποχωρίζεσαι απ' το στοιχείο του έρωτα! Πως τ’αφήνεις να φτάνει σε μιαν ύστατη έκρηξη και να εξαντλείται, τη στιγμή που εσύ ατάραχη συντηρείσαι και ανεβαίνεις όπως το λάδι πάνω απ' το νερό, για να κρατήσεις αναμμένη την φλόγα μιας ατελεύτητης ημέρας. 

Με την κάθε μέρα που ζούμε γινόμαστε άθελά μας εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες που γεννάει το μέσα μας ασήμαντον. 
Salvador Dali
Όποιος δεν έτυχε να δει ποτέ του με πόση γρηγοράδα και χάρη ανεβοκατεβαίνει μέρα νύχτα και συναποκομίζει από το έδαφος άπειρα μικροπραγματάκια, σποράκια, πετρίτσες, φυλλαράκια, πευκοβελόνες, άχυρα και πούπουλα, μια μητέρα νεοσσών ώστε να μπορέσει να στεγάσει τα παιδιά της....


όποιος δεν ξύπνησε τ' άλλο πρωί να βρει μια φωλιά στο γείσο της ταράτσας του και να σαστίσει απ’αυτό το στιγμιαίο μήνυμα ζωής και μαγικής μαστοριάς, δεν θα μπορέσει να καταλάβει πως με το ίδιο τιποτένιο υλικό, αποκόμματα εικονογραφημένων περιοδικών, κάποτε και βιβλίων, μπορεί να φτάσει κανείς, με μιαν ανάλογη μαγική μαστοριά, στην τεχνική της συνεικόνας... και κατ’αναλογίαν να δώσει το όραμα ενός κόσμου όπου το γραφικό σήμα παίρνει τη θέση απλού ψηφίου και να μεταδώσει άλλου είδους ποιητικά μηνύματα, όσο κι αν η γραφή πάντοτε βγαίνει πρώτη στην τελική αναμέτρηση. 

Υπήρξαν μερικές περίοδοι που τις χαρήκαμε όπως ο τρελός την ελευθερία του . Το γραφείο μου – κείνο της αφανούς γεωμετρίας- κόντευε σχεδόν να μεταβληθεί σε προξενείο εμμόνων ιδεών και υπερβατικών σχημάτων. Κόρες του Αγίου Βορρά με υελώδη ωμοφόρια και άλλες με άλω χρυσή και προκαθορισμένη μέσα στο θερινό κατά τ' άλλα εορτολόγιο θέση... βάρκες πρηνείς μέσα στα πρίνα ή μόλις ξεμυτίζοντας απ’την κρυψώνα τους... κομμάτια θάλασσας όπως κανείς ποτέ δε τα “δε, ιππάρια κυματοειδή, αύλακες αφρού περιουσίου. Μιλώ για κάτι που είναι και όχι. Κείνο το καίριο κι ένα, που το βρίσκεις σε μια πρώτη σελίδα κοριτσιού κι ώσπου να το εξηγήσεις, χάνεται. 
Έχουμε τόσο πολύ τριφτεί πάνω στην κοινωνία και το κοινωνικό ψεύδος που και η ασήμαντη αλήθεια, ευθέως διατυπωμένη, μοιάζει παραδοξολογία. 
Στην διάρκεια ενός σιγαρέττου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε και αυτοκαταστρεφόμαστε όπως άλλωστε και στους έρωτες, τις απόπειρες δημιουργίες, και οπουδήποτε αλλού, το μόνο φωτάκι που δεν σβήνει ακόμη κι αν ο χρόνος μας το πατά χάμω είναι το κάλλος. 
Η απειροελάχιστη στιγμή όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα μες στην ιδιωτική μας αιωνιότητα. 
Ανέκαθεν στον κόσμο αυτόν βασιλεύει μια κάποια όπως θα λέγαμε άνισος ισομετρία. Το ίδιο δυναμικό και για το καλό και για το κακό απαιτείται να καταβληθεί, αφού το φαρμάκι επενεργεί αρνητικά, όπως ακριβώς το αγαθόν θετικά, πάνω στους άλλους, που ξέρουν να κρατούν σωστά το κάτοπτρο της καθαρής αντίληψης στη σχέση τους με τους τρίτους. Είναι όμως διαφορετικό το μήκος των πεπρωμένων. Θεέ μου, πόσα πολλά πράγματα, και ν΄ αντιστοιχούν μόνο σ’ ένα σκέτο σπίρτο, που το τραβάς επάνω τους· και να! 
Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος· κι αν είδες, είδες! 
1995

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Κώστας Καρυωτάκης
Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο
Liberty, Liberty, your crown rips up and bites the sky

χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.

---------------
Liberty, Liberty, your crown rips up and bites the sky
Your light, without burning, makes your people blind.
Gold butterflies, the Americans,
estimate how much your divine metal costs.


Liberty, Liberty, you will be bought by merchants,
By consortia and Jewish people.
The upcoming generations will read about
This century's enormous debts and sins,
As they compare you to the portrait of Dorian Gray...

Liberty, Liberty, you are missed
by Distant forests, tattered gardens,

By those who welcome sadness
As an award of struggle and strain,
And continue their life, Dead,
who are deprived of acknowledgment.

Kostas Karyotakis Greek poet (30 Οct. 1896 – 21 July 1928)

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Νίκος Καρούζος — Θάλασσα: η αρχαιότητα της γεωγραφίας
Βλέπεις τη φύση και τη λες Αγνούλα μες στη θάλασσα
την ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη

Μια μεγάλη θάλασσα στο τετράγωνο είναι μάλλον ένα πέλαγος
μια μεγάλη θάλασσα στον κύβο είναι ο βαθυστέναχτος ωκεανός…
Ο μετάλλινος λυρισμός του γηραλέου αιώνα μας
του μυτερού καιρού μας του ουρανοξύστη
που νυχτερεύει σε ακατέργαστο έρωτα διδάσκοντας
ερημία στην έναστρη γλαφυρότητα της καμπύλης
κι ανεχόρταγα φιλιέται στα νυχτιάτικα κοιμητήρια
με τη ψηλόφλογη κι απαρομοίαστη άλγεβρα
τη στιλπνότατη αραπίνα του Μεσαίωνα –
ο μετάλλινος λυρισμός που διαφεντεύει τα πλήθη και συνταράζει
το γαλαζοπράσινο ροχάλισμα των κυμάτων
εκείνος όπου ποτέ δεν την έμαθε
την αθάμπωτη φωταψία της ακατάκριτης τίγρης
κάνει χιλιάδες την οργή κι αμέτρητη τη θλίψη
βρωμίζοντας τη μεγάλη μας αρχαιότητα: τη θάλασσα
τη λάμπουσα μητέρα της βιολογίας.
.
.
Τι σύνολα συνωστίζονται στα ευλύγιστα του Νηρέα τα βάραθρα
τι σύνολα διαπρέπουν έρημα κι αλάλητα
στη μονοκόμματη σιγή στ’ αξήλωτα τα βάθια…
Βλέπεις τον εύοσμο ρυθμό φιλότητας και έριδας
τον άρρητο ρυθμό που δεν αλλάζει
μα όμως ούτε που μεινέσκει μια κατάφορτη στιγμή
στα βρόχια της ασάλευτης ταυτότητας
έσω κι ένα κοιμισμένο δευτερόλεπτο
στην ίδια λάμψη την αλαφρογέννητη
στου γερο-φόβου το χιλιοσκότεινο κάτεργο
μη στέργοντας το ίδιο στασίδι –
μακρόσυρτο κι άναυδο μυστήριο
που ρέπει μ’ άφαντους χορούς απ’ αναρίθμητα
τραγουδιστά κι αμάντευτα ηλεκτρόνια
στη μανιώδη κίνηση τη σκλάβα του νερού με τόσα χρώματα.

Βλέπεις τη φύση και τη λες Αγνούλα μες στη θάλασσα
την ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη
τα ερεβώδη γεγονότα δίχως
του προπάτορα πόνου την αλλόφρονη κραυγή
το άπειρο κοντινότερο στην οικουμένη.
Βλέπεις τη μάνα τρικυμία σαν αρχόντισσα
να συναδράχνει τα δρακόντεια παιδιά της
τα γαλανόστηθα κύματα στον πόλεμο
τον αναμάρτητο με τ’ άστρα.

Βλέπεις την άσπιλη κι ατρέμιστη σιγή
σε γάμο στυγερό με τα ουρλιάσματα
κραδαίνεις ύψη γοερά, την άσωτη χαρά την καταιγιδα
να τους κερνά τους κεραυνούς ωσάν
ξεστήθωτες νεράιδες κι όπως
ο μέγας υετός απ’ του νερού το βάρβαρο φτεράκισμα,
το λάγνο βροντοκόπι, ξεθυμαίνει
ηδονικά ραγίσματα στα λιπόσαρκα σύγνεφα τα ξεθεωμένα
χαρίζουν ένα λιγοστό γαλάζιο βλαστερής ουρανοφάνειας
προβάλλει σώος ο μουγγός ο ήλιος ο μαχαιροβγάλτης
και τη μαυρίλα γύρωθε την κρεουργεί και την πεθαίνει
γιατί είναι αυτός που και τη νύχτα τη γενέτειρα
την έχει στη δική του τυραννίδα
την έχει και του τραγουδά στο βάραθρο
με μια μεγάλη φεγγαρόχαρη κιθάρα.

Στομώνει ο ύπνος τη ζωή και την υψώνει ως το θάνατο
τη στεφανώνει μ’ ένα έρημο στραφτάλισμα του Άδη
κι αν είναι δόξασμα θωριάς η πικροθάλασσα
κι αν είν’ το πιο ζωγραφιστό και θείο χασομέρι
καθώς απλώνει τον αφρόπλαστο χιτώνα της το τίποτα
στα σεμνόχρωμα βράχια τα ορυχτόζωα
κι αλλάζοντας αμέσως αθωότητα
πισωδρομίζει στα δικά της τρυφερά σκοτάδια
σημάδι της αλήθειας τούτης ας υπάρχει
του ποιήματος ο ήχος.

Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης «Το άξιον εστί» [Ψαλμός ΙΕ΄] - Ανάλυση / «Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα / στεριώνω στον άνεμo / κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού, / που συ τη θέλησες!»

ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα,
την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;
Beyond, 24″ x 30″ acrylic on canvas, copyright © Kathryn Beals

Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου
κι η Αυγή, πριν προλάβω,
στα δίχτυα της τα ‘χει μακριά παρασύρει,
που συ τη θέλησες!
Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού,
που συ τη θέλησες!
Υψώνω χόρτα σα να φωνάζω μ’ όλα τα φρένα μου
και να τα που πάλι καταπέφτουν
από το κάμα του Ιουλίου,
που συ το θέλησες!
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;
Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.
Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω μου.
Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι.
Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους χάνομαι.
Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που είσαι,
ημέρες και νύχτες,
ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη,
ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω
του δικού μου θανάτου
που συ τον θέλησες!

Ανάλυση
Στον 15ο Ψαλμό ο Οδυσσέας Ελύτης καταγράφει σε α΄ πρόσωπο τη δοκιμασία που βιώνει ο ίδιος ως ποιητής και ως άνθρωπος, καθώς στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το έργο του έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με την επίγνωση της προσωρινότητας που διακρίνει καθετί το ανθρώπινο. 
Πασχίζει με όλες τους τις δυνάμεις να αντιπαλέψει τις πλείστες δυσκολίες του ανθρώπινου βίου, μόνο και μόνο για να δει το μόχθο του να εξανεμίζεται απέναντι σ’ ένα νέο εμπόδιο∙ απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα. Το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης και υπόστασης καθιστά επί της ουσίας ανίσχυρο τον ποιητή -μα και κάθε άνθρωπο-, απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις του χρόνου και του θανάτου.
Το ποίημα λαμβάνει τη μορφή ενός παραπόνου που διατυπώνεται από τον ποιητή προς τον Θεό, προς τον δημιουργό της φύσης και του κόσμου, ο οποίος εν γνώσει του υποβάλλει τους ανθρώπους σε μια συνεχή διαδικασία δοκιμασίας. 
Η αίσθηση ματαιότητας που διατρέχει τη σκέψη του ποιητή προκύπτει ακριβώς λόγω των πλείστων δυσκολιών που ο ίδιος ο Θεός θέτει καθημερινά στο δρόμο των ανθρώπων, κι υπ’ αυτή την έννοια τα λόγια του ποιητή, αν και δοσμένα σε α΄ πρόσωπο, εκφράζουν την πολλαπλώς απαιτητική πορεία κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να αγωνιστεί και να παραμείνει δημιουργικός, έστω κι αν έχει πλήρη επίγνωση του επερχόμενου τέλους του.

ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα,
την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;

Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος, υπάρχει διότι αυτή ήταν η θέληση του Θεού. 
Δημιουργήματα όλοι μιας ανώτερης βούλησης που ελέγχει κάθε πτυχή του βίου, χωρίς να επιτρέπει, ωστόσο, στους ανθρώπους να γνωρίζουν το τι επέρχεται. Η ζωή είναι ένα θείο δώρο, μα δεν παύει να είναι γεμάτη δυσκολίες και δοκιμασίες, όλες γεννήματα ενός απρόσιτου στους ανθρώπους θεϊκού σχεδίου.
Διαρκής προσπάθεια του ποιητή είναι να ανταποδώσει στον Θεό την ευγνωμοσύνη του για το δώρο της ύπαρξης, διατηρώντας πάντοτε και, μάλιστα, απέναντι σε ισχυρότατες πιέσεις, την ακεραιότητά του.
 Δεν παραχώρησε ποτέ τη συγχώρεσή του σ’ εκείνους που με τις πράξεις τους έβλαψαν τους άλλους, μήτε καταδέχτηκε να ικετεύσει εκείνους που βρίσκονταν σε θέση ισχύος απέναντί του. 
Στάθηκε εντελώς μόνος στην πορεία της ζωής του, μα κατάφερε ν’ αντέξει την οδύνη της ερημιάς σαν το χαλίκι που αντιστέκεται σθεναρά απέναντι στα στοιχεία της φύσης.
Ο ποιητής υπέμεινε τις προσωπικές, μα και τις εθνικές δοκιμασίες, χωρίς να κάνει καμία παραχώρηση στις αρχές του προκειμένου να διευκολύνει τη θέση του και να γλιτώσει κάποιες τουλάχιστον απ’ τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Ωστόσο, τώρα στέκει απέναντι στον Θεό και ρωτά με εμφατική αγωνία, τι άλλο του είναι γραφτό να ζήσει. Πόσες ακόμη δυσχέρειες θα κληθεί ν’ αντιπαλέψει;

Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου
κι η Αυγή, πριν προλάβω,
στα δίχτυα της τα ‘χει μακριά παρασύρει,
που συ τη θέλησες!

Ο ποιητής δεν αγωνίστηκε μόνο να διατηρήσει την ακεραιότητα του, προσπάθησε κιόλας να αποδώσει με την ποίησή του το θαυμασμό που του ενέπνευσε η ωραιότητα του θεϊκού δημιουργήματος. 
Θέλησε με την ποίησή του να εξυμνήσει το κάλλος της ουράνιας φύσης -τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου-, μα πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε πως το έργο του αυτό, η ποιητική του προσπάθεια, δεν είναι εφικτό να ολοκληρωθεί, μιας κι η πραγματικότητα λειτουργεί κατά τρόπο πλήρως ανασταλτικό σε κάθε ανάλογη απόπειρα∙ η Αυγή παρασύρει μακριά τ’ αστέρια προτού προλάβει ο ποιητής να αντικρίσει και να αποτυπώσει σ’ όλη της την έκταση την ομορφιά τους. 
Η πραγματικότητα, βέβαια, που έρχεται και αναιρεί την προσπάθεια του δημιουργού, που έρχεται σαν την αυγή και σκορπίζει τα όνειρα της νύχτας, υπηρετεί κι αυτή τη θέληση του Θεού. Είναι κι αυτή μέρος των δυσκολιών που θέτει ο Θεός στον ποιητή.

Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού,
που συ τη θέλησες!

Ο ποιητής προσπάθησε, συνάμα, να αποδώσει στην ποίησή του, όχι μόνο το στοιχείο της φυσικής ομορφιάς, μα και τη ...
.........
η συνέχεια εδώ: tovivlio