Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης - Το φευγαλέο καμπαναριό

«κι αυτή η αλλόκοτη ευδαιμονία που νιώθεις καμιά φορά,
         ακόμα κι όταν όλα γύρω σου έχουν γίνει στάχτη – ίσως
         αυτό είναι ο Θεός»
Jacques Callot, Beggar with Rosary (ca. 1622)
Κάθε πρωί ξυπνώντας κρατάω τα κλειδιά ενός κόσμου που
         βασίλεψα μέσα στ’ όνειρο,
οι μύγες τρέχουν ταραγμένες σαν κάτι πολύ σπουδαίο να έχουν
          μόλις πληροφορηθεί
οι φτωχοί όταν τους ταπεινώνουν κοιτάζουν στο βάθος του
         καπέλου τους σα να ’ναι εκεί προφυλαγμένη η αληθινή
         τους ζωή
πρόσωπα λησμονημένα που δε θέλουν να πεθάνουν
τοπία εντελώς αδιάφορα σαν εκείνους που λένε πολλά
θυμάμαι, παιδί, τα τζιτζίκια ή τις μέλισσες κι ύστερα τους
           χαμένους συντρόφους εδώ κι εκεί
κάποτε πιάναμε φιλίες με το άγνωστο πίσω απ’ τον καναπέ
αργότερα έφτασε μια νύχτα να τραβήξεις την κουρτίνα για ν’
         αντικρίσεις όλο το ανεπίστρεπτο
κι αυτή η αλλόκοτη ευδαιμονία που νιώθεις καμιά φορά,
         ακόμα κι όταν όλα γύρω σου έχουν γίνει στάχτη – ίσως
         αυτό είναι ο Θεός
οι αναμνήσεις δεν έχουν οίκτο, η σιωπή είναι η μόνη ελευθερία
η ματαιότητα είναι ένας κήπος όπου παίζουμε τους αθάνατους
μαντίλια αποχαιρετισμού ανεμίζουν στο βάθος – ποιός φεύγει;
         τι σημασία έχει,
η μητέρα κι ο πατέρας πέθαναν, τ’ αδέρφια πέθαναν, περάσαν
         τα χρόνια – ούτε τα φαντάσματά τους δεν εμφανίζονται
         πια,
λοιπόν, γιατί απορείτε που βιάζομαι; είναι μια γνωριμία από
         μιαν άλλη ζωή και τρέχω να την ξαναβρώ,
στον καθένα μας υπάρχει ένα έγκλημα που το ’χουμε ξεχάσει –
         αλλά φοβόμαστε τον ύπνο
ο νέος που υπήρξα πεθαίνει ακόμα μες στους καθρέφτες
κι άλλοτε «θα χιονίζει στη Σιβηρία» σκέφτομαι, αλλά θα μου
          πείτε τι μ’ ένοιαζε – λάθος, γιατί εγώ είμαι διεθνιστής και
          κρυώνω
η ζωή μας στη διάθεση των άλλων σαν την επιγραφή ενός
          τάφου
αλλά όταν εν’ αστέρι πέφτει το βράδυ, φέρνει ειδήσεις στα
          παιδιά
ή όταν φεύγουν τα πουλιά το φθινόπωρο, ποιος θα χτυπήσει
          φιλικά στον ώμο το φυλακισμένο
και συχνά τις νύχτες οι νεκροί σύντροφοι παραμερίζουν με
          κόπο τη λήθη για να μου στείλουν λίγα δάκρυα,
κόσμος μικρόψυχος που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω
          απ’ το δέντρο που βρέχεται –
ο ήχος ενός σφυριού την ώρα που βραδιάζει, η μυρουδιά ενός
          μουσκεμένου κήπου, κάποιος περαστικός – πράγματα
          απόμακρα ή ξένα που κάποτε θα τα θυμηθείς με πόνο
κι αυτή η μυστική εύνοια που σου χαρίζεται όταν σ’ έχουν όλοι
          εγκαταλείψει
λοιπόν, ποιος είμαι; ποιος είσαι; καιρός να γνωριστούμε
          καλύτερα – ένα καμπαναριό φεύγει μες στα σύννεφα
ω, ας μην τελειώσει αυτή η νύχτα που διαβαίνω – που
          διαβαίνω ανυπεράσπιστος κι ωραίος...

Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», (1985)

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Λάμπρος Πορφύρας — Πεῦκα
«μαζί τους νὰ τὸ λέω τὸ τραγούδι τους,
μαζί τους τ᾿ αὐγινὸ τὸ σφύριγμά τους.»

Νά ῾ταν τὰ πεῦκα τῆς πλαγιᾶς, νὰ μοῦ ῾διναν
ἀπ᾿ τὰ κλαδιά τους τ᾿ ἄμετρα μία στοῖβα,
νά ῾φτιανα σὲ μίαν ἄκρη δίπλα τους
τὴ φτωχική μου κι ἔρημη καλύβα.
Salvador Dali "The Three Pines"
Νά ῾ταν τὸ καλοκαίρι νὰ μοῦ δίνανε
τὰ φύλλα νὰ πλαγιάσω τὰ ξερά τους,
μαζί τους νὰ τὸ λέω τὸ τραγούδι τους,
μαζί τους τ᾿ αὐγινὸ τὸ σφύριγμά τους.

Κι ὕστερα τίποτ᾿ ἄλλο. Κι ὅταν θά ῾σβηνε
ἔτσι ἡ ζωή μου ἀπὸ χαρὰ γεμάτη,
λίγα κλαδιά τους πάλι νὰ μοῦ δίνανε,
νὰ γίνουν τὸ στερνό μου τὸ κρεββάτι...

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης — «Όταν η ποίηση αναιρεί τη ματαιότητα της ζωής»

«…Τόσα φθινόπωρα και δε γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας
κι ω συντριβή του ονείρου μας:
μας έκλεισες όλους τους δρόμους
για να μας ανοίξεις ένα μονοπάτι στο άγνωστο.»

"After The Storm" by Holly Anderson
Άρθρο της Σόνιας Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου 

Η μετα-ουτοπική εποχή που βιώνουμε, παρ’ όλα τα ξαφνιάσματα που ζήσαμε στην πρώτη φάση της, δεν ξέσπασε απροειδοποίητα – τουλάχιστον (ας θυμηθούμε τον Καβάφη) για τους σοφούς που εκ των μελλόντων… τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται. 

Ασκημένη στον ήχο της ιστορίας, η ακοή του ποιητή συλλαμβάνει τη μυστική βοή… των πλησιαζόντων γεγονότων, διεισδύει στις πηγές τους, στη λογική τους. 
Οι εσωτερικές διεργασίες, σε σχετικά ανύποπτο χρόνο, αρχίζουν να εξοστρακίζουν τις μονοδιάστατες, μανιχαϊκές αντιλήψεις με ανοίγματα προς το πολυσήμαντο, το περίπλοκο και αντιθετικό. 

Σε αρκετά ποιήματα του Λειβαδίτη της ενότητας 1958 – 1964 η αίσθηση και το αίτημα της πολλαπλότητας προβάλλει ως κυρίαρχο στίγμα του ανανεωμένου ποιητικού κόσμου του – αρχίζοντας από το πρώτο, το «Υπόγειο», και κλείνοντας με το καταληκτήριο, προγραμματικό «Τέχνη», ενώ το ενδιάμεσο παίρνει τον δηλωτικό τίτλο «Και αιώνας πολλαπλότητας». 
Στην παράλληλη «Καντάτα» δίπλα στους χώρους παρουσιάζεται η πολυφωνία ατομικών περιπτώσεων με το πολυπρόσωπο ανθρώπινο δράμα – αναζητήσεων, διαψεύσεων, πολύμορφων διλημμάτων, δοκιμασίας δίχως τέλος. 
Στους μεταιχμιακούς «Τελευταίους» η πάντοτε έντονη στον Λειβαδίτη αίσθηση του τραγικού μετατοπίζεται από το πεδίο των καταστάσεων στο μόνιμο τραγικό στοιχείο της ανθρώπινης μοίρας.

Οι απώλειες δίνουν τον τόνο

Παρακολουθώντας, μέσα από την ποίηση του Λειβαδίτη, τη ροή από καταστάσεις και απώλειες που συνθέτουν τον ανθρώπινο βίο, διαπιστώνουμε πως στην ώριμη δημιουργία του τον κυρίαρχο τόνο δίνουν οι απώλειες με το πιο μόνιμο, το πιο επίμονο μοτίβο – την περιπέτεια του οράματος, την τύχη που είχαν τα «όνειρα της νεότητας».

«…Τόσα φθινόπωρα και δε γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας
κι ω συντριβή του ονείρου μας:
μας έκλεισες όλους τους δρόμους
για να μας ανοίξεις ένα μονοπάτι στο άγνωστο.»

«Το ακαθόριστο πρόσωπο»

Είναι μια εξομολόγηση. Με την ύστερη, τέλεια ειλικρίνεια. Ωστόσο η πολυφωνία των καταθέσεων δημιουργεί ατμόσφαιρα διαλόγου· η κατάργηση της όποιας κατηγορηματικότητας λειτουργεί ως μια απαράβατη ηθική αρχή· η ενιαία εικόνα συντίθεται από πολλές και συχνά συγκρουόμενες – την αποκομίζουμε από το σύνολο ενός κύκλου, μιας συλλογής. Και ακόμη καλύτερα – από opera omnia. Επιλέγω ένα παράδειγμα όπου η σύγκρουση, αν και απαλή (υπάρχουν άλλες πιο δραματικές), είναι ωστόσο ενδεικτική χάρη στις ταυτόσημες αρχικές διατυπώσεις και τη φανερή διακλάδωση της συνέχειας. 

Πρόκειται για τα ποιήματα «Το άστρο του ταξιδιώτη» και «Θύελλες» της συλλογής Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, που στέκονται άλλωστε πολύ κοντά, παραλλαγές στο ίδιο θέμα του θυελλώδους ταξιδιού της ζωής.

Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου.
Εμείς συνεχίσαμε
και να που φτάσαμε απόψε εδώ,
σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, χωρίς αποσκευές,
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

«Το άστρο του ταξιδιώτη»

Και:

Όνειρα της νεότητάς μου που δεν πραγματοποιηθήκατε
και με συντροφεύετε ακόμα
κι οι φίλοι μας δεν πέθαναν, απλώς
τώρα κατοικούν στο φθινόπωρο…

«Θύελλες»

Τελικά η βίωση του απραγματοποίητου, κάποιες στιγμές τραγική, φθάνει σε μια κάθαρση, όπου η εμπνευσμένη προσπάθεια κρίνεται και δικαιωμένη και νομοτελειακή της ίδιας της ζωής. 

Προσέξετε πώς τελειώνει το ποίημα «Θύελλες»:

κι ω παιδικά βλέφαρα που πεταρίζετε
άξαφνα στον ύπνο σας σα να σας άγγιξαν
οι θύελλες που έρχονται απ’ το μέλλον βιαστικά.


Η ίδια κίνηση και στο ποίημα «Δειλινό». Ας επισημάνουμε όμως παράλληλα και μια χαρακτηριστική διαφοροποίηση: η εικόνα του παιδιού που προαισθάνεται τις μελλοντικές θύελλες μάς δίνεται εδώ όχι με προσωπική πια αναφορά, αλλά με μια μορφή καθολικής εμβέλειας.

ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες
ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό,
είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.


Απαισιοδοξία ή επίγνωση;
Μπορεί να πει κανείς: απαισιοδοξία. Θα αντιπρότεινα: επίγνωση. Του αναπόφευκτου πόνου (άλλων «τόσων τόμων δυστυχίας»), της αδυναμίας να επιτευχθεί το απόλυτο, όμως και της αστείρευτης δύναμης που κινεί την ανθρώπινη προσπάθεια όχι μόνο από μια θεωρία, μια ιδέα, αλλά και από την αθάνατη αγάπη για τον άνθρωπο, για την ομορφιά, τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη.

… Ω αιώνα μου, είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες,
μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω ένα γράμμα τρυφερό
γι’ αυτούς που θα’ ρθουν…


Ο ελεγειακός τόνος που δεσπόζει στην τελευταία δουλειά του Λειβαδίτη (έχει αντικαταστήσει την απαρηγόρητη κραυγή όσων δεν εκπληρώθηκαν ποτέ στον κόσμο που ακούσαμε στους Τελευταίους) συνοδεύει τη μετάβαση σε ένα άλλο πεδίο ενόρασης με μεταφυσικές προεκτάσεις. 

Μέσα από το στρώμα του παρόντος, που διατηρεί την παλλόμενη ζωντάνια του, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές το μόνιμο, το διαχρονικό, το αιώνιο. Η καθολικότερη διάσταση του «εγώ» κατορθώνεται τώρα όχι μόνο μέσω του «εμείς» (που και αυτό δεν εγκαταλείπεται και εξακολουθεί να κρατά το νήμα της συνέχειας) αλλά και με γενικότερες παραπομπές στον άνθρωπο, με εξόδους πέρα από τον συγκεκριμένο χρονότοπο, στο πεδίο του Μεγάλου Χρόνου. Το μερικό, τυχαίο, ασήμαντο αποκαλύπτεται ως νομοτελειακό – στα πιο κοινά, απλά, πρωταρχικά, στην οντολογική υπόστασή του.

Κατανόηση των ορίων
Στη συγκινημένη οικειότητα με τον κόσμο των πραγμάτων διαφαίνεται η διάθεση κατανόησης που απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ατμόσφαιρα του λυκόφωτος, η συναίσθηση του κοντινού πια ορίου δίνει ιδιαίτερη προσοχή στα πιο ταπεινά, που συνθέτουν, παρ’ όλα τα ναυάγια, το θαύμα της ζωής.

Ω λυκόφως, δίκαιη ώρα, που και στα πιο ταπεινά πράγματα
δίνεις μια σημασία πριν έρθει η νύχτα.


Τα σεμνά αυτά πράγματα «αισθηματοποιούνται» (όπως έλεγε ο Καβάφης για το «οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας») αποπνέουν πόνο και αγάπη, ζουν ταυτόχρονα και στη χειροπιαστή διάστασή τους και στη μεταφορική, υψωμένη πάνω από το εφήμερο, απεριόριστη σε χώρο και χρόνο. Ο διάλογος με το σημερινό αγγίζει το αιώνιο με την

… ωραία απάντηση που δίνει σε όλα
με τη σιωπή του ο έναστρος ουρανός.

«Ελεγείο για μια μικρή υπηρέτρια που μεγάλωσε»

Με «μια παράξενη μουσική»:

σα να’ θελε να μας πείσει
ότι όλα είναι δυνατά
κι ότι δεν τελειώνειπουθενά ο κόσμος.

«Ο μουσικός με το φαρδύ καπέλο»

Ξαναδιαβάζοντας τώρα Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου σταμάτησα στο πρώτο ποίημα, «Τραγούδι στο δρόμο». Με σταμάτησε ο παραλληλισμός με το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» του Καβάφη. 

Η στάση μπροστά στο παράθυρο, το μαγεμένο άκουσμα, όταν

… η νοσταλγία όλων όσων ονειρεύτηκες
τρέμει μες στο τραγούδι…
… Κι έξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου
το τραγούδι σβήνει. Όλα χάνονται. Ησυχία.


Πρόκειται για τον ίδιο σεβασμό στη χαρά, στην αξία της ζωής και για την ίδια στωική ετοιμότητα απέναντι στο αναπότρεπτο, που είναι επίσης μέσα στη φύση της ζωής, στον νομοτελειακό της κύκλο ανανέωσης και αθανασίας. Η συναίσθηση της απεραντοσύνης, το θρόισμα της αιωνιότητας, που ενυπάρχει σε κάθε θνητή στιγμή, κατορθώνουν να αναιρούν τη ματαιότητα. Της ζωής και της τέχνης. Κι η ποίηση είναι σαν να ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό. Έτσι, παρ’ όλες τις απώλειες, δεν παραλύει η εμπιστοσύνη στη δημιουργία, και είναι μια στέρεη μορφή αντίστασης στον χρόνο και στις απώλειες του.

Προσπάθεια για το ανεκπλήρωτο
Όταν ο κόσμος κόβεται στα δύο, η ρωγμή περνά μέσα από την καρδιά του ποιητή. Η φράση ανήκει στον Heine. Κάτι ήξεραν από αυτά και σε προγενέστερες εποχές, αλλά καθένα τέτοιο γεγονός είναι γραφτό να φαντάζει ανεπανάληπτο, κοσμογονικό. Και να βιώνεται – ιδιαίτερα από τους ποιητές – με τη μέγιστη ψυχική ένταση. Στους κατακερματισμένους μας καιρούς ο Λειβαδίτης πρόλαβε να ολοκληρώσει την πονεμένη πορεία του με την αποδοχή και της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της αστείρευτης πληρότητας της ζωής, που θα παραμείνει πάντοτε μια πρόκληση, ένα κάλεσμα:

… ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο
συνηγορούν για όλη την ανθρωπότητα…

«Τραγούδι στο δρόμο»

Κάλεσμα για μια συνεχή προσπάθεια – έστω για το «ανεκπλήρωτο»: Αν υπήρξαμε, είναι μόνο από τη νοσταλγία για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ.

katiousa

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης — Από μέρα σε μέρα
«Τα όνειρα, α, τα όνει-/ρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι/τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα...»

Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα ίδια λάθη, οι συμβι-
   βασμοί,
το δουλικό χαμόγελο, μπροστά σε κείνον που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου κι αυτόν και το χα-
   μόγελό σου,
η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου ανάγκη για μεγάλες
   πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου τακούνια,
το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου αξίας, μιας δύνα-
   μης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη μεγάλη ώρα, και μαζί η
   πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα δε
   θαρθεί ποτέ,
ή ακόμα πιο φριχτό πως πέρασε χωρίς να την αναγνωρίσεις,
η κοπέλλα του αντικρινού σπιτιού που τρέχει βιαστική στο
   ραντεβού της
χωρίς να σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Τα όνειρα, α, τα όνει-
 ρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι
τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα, οι αμαρτίες που φο-
  βάσαι, οι αγνότητες που δεν μπορείς,
η σκέψη, πως, εκεί, να, πίσω από τη γωνιά του δρόμου σε
   προσμένουν
όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά το ίδιο γαλακτο-
   πωλείο–
την έμαθες της ζωή σου, χρόνια τώρα.

Έτσι κάθε μέρα ξυπνάς με την πικρή αόριστη απόφαση:
   αν έπεφτα απ’ το παράθυρο;
Και κάθε βράδι κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτή την πολυ-
   σήμαντη αυριανή σου μέρα.

Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», Τόμος Πρώτος, Εκδόσεις Κέδρος


Ανάλυση
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη διακρίνεται για την αίσθηση πικρίας που τη διατρέχει, μιας και ο ποιητής τείνει να σφυροκοπά τον αναγνώστη με τη γύμνια της ζωής του, αφαιρώντας όλους εκείνους τους εφήμερους περισπασμούς της καθημερινότητας που ενδεχομένως ξεγελούν τον άνθρωπο και τον κάνουν να πιστεύει πως υπάρχει ομορφιά, ίσως και ελπίδα στη ζωή του. 

Ο ποιητής καταγράφει τα μόνιμα εκείνα στοιχεία του βίου των απλών ανθρώπων που φανερώνουν, αν όχι τη ματαιότητά του, σίγουρα πάντως τις πλείστες δυσκολίες που καθηλώνουν τους ανθρώπους του μόχθου σε μια αέναα επαναλαμβανόμενη κατάσταση απογοήτευσης και διάψευσης των όποιων προσδοκιών τους. 
Ποίηση δομημένη με τα πλέον λιτά υλικά μιας αφήγησης ή ενός εσωτερικού μονολόγου, που έχει τη γεύση των δακρύων ή και του αίματος∙ με το θύμα να είναι πάντοτε ο ίδιος ο ποιητής -και μέσω αυτού κάθε άλλος άνθρωπος της βιοπάλης-, που βλέπει τη ζωή του να συνθλίβεται υπό την πίεση όλων εκείνων των αναγκών που μόλις και μετά βίας καλύπτονται -όταν και αν καλύπτονται- με τα πενιχρά μέσα του εργάτη, του ανέργου, και κάθε άλλου φτωχού ανθρώπου προορισμένου να αποτελεί εσαεί το εξαθλιωμένο υπόστρωμα μιας κοινωνίας αφιερωμένης στην ευημερία των λίγων προνομιούχων.

«
Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα ίδια λάθη, οι συμβι-
   βασμοί,
το δουλικό χαμόγελο, μπροστά σε κείνον που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου κι αυτόν και το χα-
   μόγελό σου»

Με αμείλικτη αυτοκριτική διάθεση ο ποιητής απογυμνώνει τον εαυτό του, έστω κι αν η χρήση του β΄ προσώπου δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σε κάποιον άλλον. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο, που επιτρέπει ωστόσο στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τις διαπιστώσεις και τις παραδοχές του ποιητή.
Οι καθημερινές ταπεινώσεις αποτελούν σταθερό μοτίβο στη ζωή των ανθρώπων που μη έχοντας επαρκείς οικονομικές δυνατότητες νιώθουν αναγκασμένοι να υπομένουν και να ανέχονται την αλαζονεία των ισχυρών και των εξασφαλισμένων. 
Καταπιέζουν τον εαυτό τους και δεν υψώνουν τη φωνή τους απέναντι στην προφανή αδικία, επαναλαμβάνοντας έτσι μοιραία το ίδιο λάθος, αφού αποδέχονται τη θέση του κατώτερου πολίτη που τους έχει ατύπως αποδοθεί, και μένουν σταθερά σιωπηλοί απέναντι στην έπαρση και το θράσος των άλλων. 
Οι υποχωρήσεις διαδέχονται αδιάκοπα η μία την άλλη κι οι συμβιβασμοί γίνονται κατ’ ανάγκη τρόπος ζωής για τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν μήτε τη δύναμη, μα μήτε και τη δυνατότητα να θέσουν τέρμα στη διαρκή αυτή υποτίμησή τους.
Η επώδυνη αίσθηση πως η ζωή τους εξαρτάται ουσιαστικά από τις διαθέσεις του άλλου, αφού ο «άλλος» μπορεί να τους στερήσει την εργασία τους ή να τους δημιουργήσει όποια άλλη πιθανή δυσκολία, μιας και βρίσκεται σε θέση ισχύος, οδηγεί πολλούς ανθρώπους καθημερινά -όπως και τον ποιητή άλλωστε-, στο να καταφεύγουν στη δουλοπρέπεια. 
Υποτάσσονται στην υπερέχουσα θέση του άλλου μ’ ένα δουλικό χαμόγελο, έστω κι αν τον περιφρονούν βαθιά, έστω κι αν γνωρίζουν πως εκείνος δεν έχει στην πραγματικότητα καμία άλλη αξία πέραν από το γεγονός ότι κατέχει κάποια θέση που του επιτρέπει να ασκεί εξουσία.
Μια εξαναγκαστική δουλοπρέπεια που γεννά μίσος στην ψυχή του ανθρώπου τόσο για τον άλλο, που αν και πιθανώς είναι ασήμαντος και μικροπρεπής, διαθέτει ωστόσο τη δύναμη που του επιτρέπει να λειτουργεί εκφοβιστικά για τους γύρω του, όσο και για τον ίδιο του τον εαυτό που καταδέχεται να καταφεύγει σε μια τόσο ταπεινωτική και ανειλικρινή συμπεριφορά. 
Μίσος τέτοιας έντασης, μάλιστα, που τον ωθεί να σκέφτεται πως θα ήθελε ακόμη και να σφάξει κι εκείνον που τον φέρνει σ’ αυτή την εξευτελιστική θέση, μα και το ίδιο του το δουλικό χαμόγελο, που σηματοδοτεί τη συναίνεση στην καθημερινή του ταπείνωση.

«
η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου ανάγκη για μεγάλες
   πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου τακούνια»

Ο άνθρωπος του μόχθου -σωματικού και πνευματικού- που δεν έχει κατορθώσει να βρει τη δικαίωση των προσπαθειών του αισθάνεται μόνος, αισθάνεται πως δεν υπάρχουν γύρω του εκείνοι που θα αντιληφθούν πραγματικά πώς βιώνει και πόσο τον εξαθλιώνει η διαρκής αποτυχία που συνοδεύει τη ζωή του. 
Ο άνθρωπος αυτός μετανιώνει για κάθε πράξη, μα και για κάθε παράλειψη που θεωρεί εκ των υστέρων πως του στέρησαν τη δυνατότητα να πετύχει κάτι το ουσιαστικό. 
Κι είναι, άλλωστε, αυτή η βαθιά του ανάγκη να κάνει κάτι το σπουδαίο στη ζωή του, που του προκαλεί την πιο επώδυνη απογοήτευση, αφού όσο κι αν προσπάθησε, όσο κι αν έχει ταλαιπωρηθεί, δεν έχει κατορθώσει εντούτοις να φτάσει έστω και σε μία επιθυμητή επίτευξη. Ένα αίσθημα διαρκούς απογοήτευσης που φθείρει την ψυχή του, αφού βλέπει τον εαυτό του καθηλωμένο στο τίποτα και στην αφάνεια.

«
το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου αξίας, μιας δύνα-
   μης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη μεγάλη ώρα, και μαζί η
   πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα δε
   θαρθεί ποτέ»

Ο άνθρωπος αυτός μέσα του νιώθει πως όχι μόνο δεν είναι ασήμαντος -έστω κι αν έτσι τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι-, αλλά πως έχει πολύ μεγάλη αξία, κι ακόμη περισσότερο πως έχει τη δύναμη να επιτύχει πολύ σημαντικά πράγματα, αρκεί να του δοθεί η ευκαιρία∙ αρκεί να έρθει εκείνη η μεγάλη ώρα που θα του επιτρέψει να αναδείξει πλήρως όλες εκείνες τις πτυχές της προσωπικότητάς του, που μέχρι τώρα αναγκάζεται να κρύβει επιμελώς, προκειμένου να μη δώσει την εντύπωση ανθρώπου φαντασμένου και αιθεροβάμονος, βιώνει μια μεγάλη αντίφαση. 
Την ώρα ακριβώς που.....
..................
η συνέχεια εδώ

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Μανόλης Ἀναγνωστάκης — Μιλῶ / «Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους»

Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Frank Brangwyn: For the relief of women and children in Spain (1936-7), detail
Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.

Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει

Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.


Από τη συλλογή «Η Συνέχεια 2» (1956)

«Μανόλης Αναγνωστάκης: Ο ποιητής και η εποχή του» 

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης — Οι πόρτες - «... όποια πόρτα κι αν άνοιγα βρισκόμουν μες στα παιδικά μου χρόνια...»

Συχνά σκεφτόμουν να ξαναρχίσω, αλλά πώς, που χρειαζόμουν
ένα ήσυχο απόγευμα, ή έστω ένα τραίνο στην ώρα του – προτιμούσα,
λοιπόν, να λησμονώ ή συνομιλούσα με τον κουρέα, αγαπούσε με
πάθος τις παλιές παρόδους, ώσπου τελικά η γυναίκα του έφυγε.
«Όχι», τον βεβαίωνα, «ψάξε καλά στο σπίτι – δεν έφυγε». Γιατί
κι εγώ όποια πόρτα κι αν άνοιγα
   βρισκόμουν μες στα παιδικά μου χρόνια...


Συλλογή: «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 59