Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Τάσος Λειβαδίτης — Κιτρινισμένα χαρτιά | «Κλείσε την πόρτα και ξεφύλλισε αυτά τα κιτρινισμένα χειρόγραφα/εκεί μέσα είναι όλος ο πόνος μας... »

«Ω νεανικά βράδια/όταν ο Θεός τίναζε όλα του τ' άστρα πάνω απ' την αγρύπνια μας »
Έζησα αιχμάλωτος ενός μυστικού που ήθελα αλλά φοβόμουν να το
   ανακαλύψω
ερωτευμένος με τα μακρινά φώτα και τους γέρους που αποκοιμήθη-
   καν στις καρέκλες
και συχνά κατέβηκα στο υπόγειο κι αγκάλιασα το χαλασμένο εκ-
   κρεμές που ‘χε σημάνει τόσα γενέθλια
ή στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη «ποιος είσαι; δε σε γνωρίζω»,
   ψιθύριζα (αχ, και ποιος μας γνώρισε;)
ή ερημιά τριγύριζε σα φάντασμα τις άδειες κάμαρες - και να που
   ήρθε και το φθινόπωρο, καιρός για εξομολογήσεις, λέγαμε
   κάποτε.
Κλείσε την πόρτα και ξεφύλλισε αυτά τα κιτρινισμένα χειρόγραφα
   — εκεί μέσα είναι όλος ό πόνος μας
που τελικά κανείς δεν τον κατάλαβε —σχεδόν ούτε εμείς. Ω νεανι-
   κά βράδια
όταν ο Θεός τίναζε όλα του τ' άστρα πάνω απ' την αγρύπνια μας
κι εσύ, αρχαία λυπημένη σελήνη, καμιά φορά θαρρούμε πως ακούμε
   τη φωνή σου
σάν τή φωνή εκείνων που δε θα ξανακούσουμε ποτέ.

Συλλογή: «ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ - Α», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 426

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Τάσος Λειβαδίτης — Φωτισμένο Παράθυρο
«... ύστερα αποχαιρετίσαμε την αιωνιότητα και μεγαλώσαμε... »

Ακόμα κι οι πιο μεγάλες περιπέτειες πεθαίνουν κι εκείνες άδοξα:
  σ’ ένα βιβλίο,
στο θλιβερό προάστιο το μικρό κοιμητήρι αχνίζει τα πρωινά
  σαν ένα τσαγερό,
τα πουλιά διασχίζουν δίχως οίκτο τα γεγονότα
στις απόμερες συνοικίες ξενοδοχεία φθηνά όπου φτωχά ζευγάρια
  ανεβαίνουν, από μια ετοιμόρροπη σκάλα, στα Ηλύσια πεδία
στο σταθμό οι ατμομηχανές ανασαίνοντας βαριά σαν τους εραστές
κ’ ύστερα στιγμές σιωπηλές που μέσα τους κλαίνε όλα τα λόγια
κι άλλοτε μια αίσθηση  ότι κέρδισες το χρόνο σαν μια λέξη ή μια
  ταπείνωση-
λοιπόν, τι απόμεινε; ένας άλλος έζησε τη ζωή μας τώρα πρέπει
  εμείς να πεθάνουμε στη θέση του
τραίνα περνάνε το βράδυ μακριά σαν μέσα σε όνειρο και το πρωί
  είσαι εξουθενωμένος  από τόσους αποχωρισμούς
θυμάμαι, αλήθεια, παιδιά, τότε που τα παιχνίδια μας εξαφανίζονταν
  μυστηριωδώς, ξεχασμένα σε εκείνα τα απαγορευμένα βασιλεία
  που τριγυρίζαμε, χωρίς κανείς να το ξέρει,
ύστερα αποχαιρετίσαμε την αιωνιότητα και μεγαλώσαμε
κάπου αλλού φταίξαμε κι εδώ κάθε χειρονομία μας είναι και μια
  τιμωρία-
γνώρισα πολλούς ανθρώπους, τους έβγαλα το καπέλο μου, άνθρωποι
  κυριακάτικα θλιμμένοι κάθε Δευτέρα
οι λυπημένοι στρατιώτες έχουν ένα δικό τους τρόπο να συνομιλούν
  με το άπειρο
όπως οι τυφλοί που περπατάνε πιο καλά το βράδυ
κι η νιότη μου που φεύγει, όλο φεύγει χωρίς να μ’ εγκαταλείπει
  ποτέ
σκέφτομαι κάποτε να φτιάξω μια γέφυρα που θα περνάει πάνω
  απ’ τη λησμονιά ή να μιλήσω με τόση αθωότητα που να
  ξαναβρώ τους γονείς μου   κι αφού ο χρόνος είναι τόσο πολύτιμος
  να μπορώ να κοιμάμαι όρθιος σαν τους κρεμασμένους
πράγματα ανύπαρκτα ή φανταστικά, όμως όταν κλαίω νοιώθω οτι
  όλα υπάρχουν
και κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή ένα γιασεμί
είμαι μελαγχολικός από ευδαιμονίες απερίγραπτες
είμαι λησμονημένος για να μπορώ να θυμάμαι
ένα μόνο φωτισμένο παράθυρο τη νύχτα κάνει τον κόσμο πιο βαθύ -
έχω έναν απέραντο οίκτο για μας, Άννα, οι πιο καλές μας μέρες
τέλειωσαν, δε θα ξαναγίνουμε ποτέ νέοι-αλήθεια, γιατί
  δεν ξαναγίνονται νέοι οι άνθρωποι
γεράσαμε, σε λίγο θα χωριστούμε για πάντα - και δε μας
  ειδοποίησε κανείς,
αλλά και τι θα ‘βγαινε; ίσως βέβαια κάτι κάναμε, ίσως
  βιαζόμασταν πιο πολύ, ίσως δε δίναμε τόση σημασία σε
  πράγματα που μας πέθαναν γρηγορότερα
ανοησίες! – έπρεπε κι εμείς να πληρώσουμε και ήρθε η ώρα
κι ούτε θα μάθει ποτέ κανείς με πόση εγκατάλειψη έγινε αυτό το
  ημίφως που όλα τα συγχωρεί ή με πόση λίγη αθανασία γράφεται
  ένα αθάνατο ποίημα.

Από τη συλλογή «ΒΙΟΛΕΤΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ» (1985). 
Ενότητα «Κάτω απ' τον ίδιο αστερισμό»
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 241-242