Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Ναζὶμ Χικμέτ — Νανούρισμα στο γιο μου

William Rothenstein - 1872 – 1945
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου· νάνι...
Στον ύπνο σου έρχεται μια θάλασσα απέραντη. Βουνά
τα κύματά της, φουσκώνουν αφρισμένα, λυσσομανάνε...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου· νάνι...
Στον ύπνο σου έρχεται ένα καράβι, κι εσύ στη γέφυρα
του καπετάνιου. Στα δεξιά σου, το κύμα που χτυπιέται,
και στα ζερβά σου... Για δες το που σε πολεμάει...
Μα μη σε νοιάζει, γιε μου, μη φοβάσαι! Οι μηχανές δουλεύουνε
σαν την καρδιά σου. Το σκαρί γερό και το τιμόνι στα χέρια σου...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου· νάνι...
Πελώρια αέρινη γέφυρα δένει τα περιγιάλια.
Στ' αστραφτερό δοκάρι της εσύ αγναντεύεις.
Κοίτα κάτω, μη ζαλιστείς. Κοίτα πάνω,
το κεφάλι σου λες κι ακουμπάει στον ουρανό...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου· νάνι...
Τι πολλά βιβλία είν' αυτά;  Όλα τα έχεις διαβάσει;
Ρυτίδες στο μέτωπό σου, τα μαλλιά σου κατάλευκα.
Τα μάτια σου είναι τα μόνα στη γη που έχουν καταλάβει.
Το πρόσωπό σου όμορφο σαν την αιωνιότητα.
Μην αμφιβάλλεις, μη φοβάσαι μη και δεν βρήκες ό,τι έψαχνες.
Διάβαζε πολεμώντας, διάβαζε αυτό που διαβάζεις
χωρίς να το ξεχωρίζεις από τη μάχη...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου· νάνι...
Άκου· φωνές ακούς. Κοίτα τι όμορφα χρώματα που βλέπεις...
Τα χέρια σου χαϊδεύουν το μάρμαρο, και να, του δίνουν το πιο σταθερό,
το πιο ζωντανό σχήμα...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου· νάνι...
Άφοβος σαν θαλασσινός, μάστορας δημιουργός,
φιλόσοφος γνώστης και καλλιτέχνης τολμηρός·  έτσι να γίνεις...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου· νάνι...

Ν. Χικμέτ "Το ερωτευμένο σύννεφο"

μτφρ. Έρα Σαββαΐδου, Ύψιλον


ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
Νανούρισμα στο γιο μου


O πατέρας-ποιητής παραστέκεται στο άρρωστο παιδί του και υπαγορεύει στη μητέρα το παρακάτω ασυνήθιστο νανούρισμα.
Ο γιος μου κρυολόγησε. Καίει στον πυρετό, ύπνος δεν τον παίρνει. Τα μάτια του βγάζουνε φωτιές. 

Κι η μάνα του: «Να νανουρίσω το μωρό μου», λέει. «Τι να του τραγουδήσω; "Νάνι νάνι το παιδί μου" ή το "Ας κοιμηθεί να μεγαλώσει κι ύστερα πασάς να γένει";» 
Μα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η μάνα του γιου μου έτσι θα 'θελα να τον νανουρίσει
πρώτη ανάρτηση: hamomilaki

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ἕνας καθημερινός ἄνθρωπος

Τοῦτος ὁ καθημερινός ἄνθρωπος (ὁ κοντός
κι ἀπεριποίητος) πού τοὔδωσα νερό
καί τοὔδειξα τό δρόμο, πού δέν ἔχει
στή γῆς οὔτε ἕνα δωμάτιο δύο ἐπί δύο,
μπορεῖ καί νά μή χωράει στό σύμπαν.


Συλλογή: «Ο διακεκριμένος πλανήτης»

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης — Το άστρο του ταξιδιώτη

Από ένα χαμένο όνειρο εμείς έπρεπε να φτιάξουμε έναν δρόμο για
   να συναντηθούμε
κι όταν μας τέλειωσαν τα δάκρυα στείλαμε τα πουλιά στους 
   πεθαμένους φίλους μας
χιόνιζε, φυσούσε αγέρας και χτίσαμε το σπίτι μας με λίγη λησμονιά
κι απ’ όλες τις τύχες προτιμήσαμε εκείνη του ταξιδιώτη που δεν
  ξέρει το άστρο του πού τον οδηγεί
ώσπου εξαγνιστήκαμε όπως αυτοί που έχουν πεθάνει εδώ και 
   χρόνια.

Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου. Εμείς
   συνεχίσαμε
και να που φτάσαμε απόψε εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, 
   χωρίς αποσκευές, μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος Γ' , σελ. 481

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Φώτης Αγγουλές – Πρωτοχρονιά 1957

Ειρήνη σ’ ό,τι ζει κι ανθεί, σ’ ό,τι πονεί και φθίνει,
στο χωρισμό, στον έρωτα, στα πάθη. Ερήνη. Ειρήνη.

«Χρόνε καινούργιε, φέρε μας μαζί σου την Ειρήνη.
Φέρε στην Κόλαση ένα φως, στην έρημο μια κρήνη.
Φέρε της γονιμότητας το σπόρο μέσ’ στη μήτρα
της γης, που οι σπόροι καίγουνται χωρίς να βγάλουν φύτρα.
Κοίτα, στον πόλεμο η ζωή κάψαλο μαύρο εγίνη,
κι άλλο από σένα δεν ζητά, παρά μονάχα Ειρήνη.
Ειρήνη σ’ ό,τι ζει κι ανθεί, σ’ ό,τι πονεί και φθίνει,
στο χωρισμό, στον έρωτα, στα πάθη. Ερήνη. Ειρήνη.
Στη μάνα πάνω απ’ τ’ άρρωστο παιδί της που αγρυπνά,
στη μοναξιά του εξόριστου, στου σκλάβου το βραχνά,
στ’ αγνά στηθάκια του παιδιού που νηστικό έχει μείνει,
στα μαύρα τα γεράματα, στ’ άχαρα νιάτα. Ειρήνη.
Στου στρατοκόπου το ραβδί, στου ανήμπορου την κλίνη,
στις νύχτες του κατάδικου, Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη,
για να βρει, χρόνε, κι η χαρά, σαν θα θελήσει να ’ρτει,
να ’ναι ανοιχτό το σπίτι μας κι ο κήπος δίχως φράχτη.»


Ο ποιητής που ψαρεύει ακόμα τ' άπιαστο και τ' άφταστο, όπως ανέφερε ο Γιάννης Ρίτσος σε ένα ποίημά του.

Ενας εργάτης, ένας αυτοδίδακτος ποιητής, που με το έργο του μας χάρισε απλόχερα μια ποίηση ξεχωριστή, λυρική και πονεμένη, στιχουργικά εξαιρετική. Τις περισσότερες φορές με ρυθμό και μέτρα, με ρεαλισμό, λεκτικά ευρήματα. Αν και το περιεχόμενο της ποίησής του αγγίζει ζητήματα όπως βάσανα, στερήσεις, κακουχίες κ.λπ., εντούτοις πάντα «φαίνεται» η διέξοδος, ένα καλύτερο και πιο φωτεινό αύριο, στο οποίο νικητές θα είναι οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι του κόσμου τούτου.
.........
περισσότερα εδώ