Ποιὸς ἦταν ποὺ κρέμασε (καὶ πότε;) πάνω ἀκριβῶς ἀπ᾿ τὸ τραπέζι
καταμεσὶς στὸ ταβάνι, αὐτὴ τὴ μαύρη καμπάνα; - πρὶν μῆνες; πρὶν χρόνια;
The Potato Eaters, 1885 Vincent van Gogh |
τὸ ξέρουμε· εἶναι ἐκεῖ, ἀμετάθετη. Ποιὸς τάχα τὴν πρωτό ῾δε; ποιὸς μᾶς τό ῾πε
ἀφοῦ κανείς μας δὲ μιλάει; Ἴσως, μιὰ νύχτα, ἀκολουθώντας τὸ ποτήρι,
στραγγίζοντας τὴν τελευταία σταγόνα τοῦ κρασιοῦ, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ ἄδειο
θαμπωμένο ποτήρι, νὰ τὴν πῆρε τὸ μάτι μας. Σκύψαμε ἀμέσως
ἀκόμη πιὸ πολύ. Πεινᾶμε, δὲν πεινᾶμε, τρῶμε· περιμένοντας πάντα,
ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, ἕνα μεγάλο ἀόρατο χέρι νὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα
ἐννέα ἢ δώδεκα φορὲς ἢ μία καὶ μόνη, ἀπέραντα μόνη, ἀπειθάρχητα μόνη,
ἐνῷ, ἀπὸ μέσα μας, μετρᾶμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στοὺς χτύπους.