Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XXIV. Κυρά των Αμπελιών που η κάπνα της φωτιάς σου άχνισε τα
γαλάζια μάτια και τα μαύρα φρύδια

Set Fire To The Rain – Painting
Κυρά των Αμπελιών που η κάπνα της φωτιάς σού άχνισε τα
.... γαλάζια μάτια και τα μαύρα φρύδια
τί σιγανό το βήμα σου κάτου απ' τα κυπαρίσσια
τί σιγανή μιλιά της δόξας στα τετράγωνα της πυρκαϊάς
να λέει με πόσο «γάλα ανδρείας και ελευθεριάς» βύζαξες τα ορ-
.... φανά σου
να λέει με πόσον αίμα πότισες τα φυλλοκάρδια του αμπελιού να
.... δώσει το βαθύ κρασί του δισκοπότηρου.

Κι όπως περνάει απ' την Ωραία Πύλη ο Δέσποτας κρατώντας
.... τ' άγια των αγίων
έτσι περνάς κάτου απ' την πύλη των σταυρών κρατώντας στ'
.... ανοιχτά σου χέρια τη φαρδιά σπάθα του Αγώνα
σα να κρατάς μια πλάκα φως με της Ειρήνης το δεκάλογο
σα να κρατάς τον ήλιο τον νιοβάφτιστο που στάζει απ' τ' ουρανού
.... την κολυμπήθρα.

Τώρα η αυγή κ' η νύχτα σμίγουν όπως δένονται τα δέκα δάχτυλα
.... γύρω στο γόνα της γαλήνης
και μόνη εσύ, Κυρά των Αμπελιών, μέσα στο χάραμα,
να σκίζει ο μέγας ίσκιος σου τον κάμπο σαν καράβι
και πάνου από τα λιόδεντρα τα δυο σου χέρια ασάλευτα δεμένα
σάμπως ένα άγιο περιστέρι που κρατάει στο ράμφος του
μια δέσμη φως ισοζυγιάζοντας τη ζυγαριά του κόσμου.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Βασιλική Δεδούση — Στον Πευκιά μου

(Το Πουκάμισο του Τεμπέλη) 
Μέσα σε κείνα τα κουτάκια,
είν' η  Χρυσή μας Μύγα,
ακόμα ολοζώντανη,
με των ονείρων μας ιριδίζοντα
τ’ ανεξίτηλα τα χρώματα,
The cicada art print
«Θα σκάσουμε σήμερα, σαν τα τζιτζίκια», ακούγαμε τη μάνα μας να λέει
και χανόμασταν μες στον Πευκιά με μια γερή κλωστή στο χέρι,
απ’ το καλάθι της γιαγιάς το καλαμένιο,
μη βρούμε καμιά Ζίνα, κάτου απ’ της συκιάς τα πλατόφυλλα,
να τηνε γυρίσουμε ανάποδα,
να τηνε κάνουμε χρυσοπράσινο ελικόπτερο, να ζουζουνίζει
πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Αφήναμε τα τσίτινα φορέματα στην πέτρα
μη και κολλήσουν πάνω τους τα δάκρυα των πεύκων
και γυμνά, μ’ ένα βρακί μονάχα,
στολισμένα στα μαλλιά, τη μέση και τα χέρια με καραμελωτές γιρλάντες,
σαν άλλα νεραϊδόπουλα, κατάμαυρα απ’ τον ήλιο,
ψηλαφούσαμε με τα μάτια το χώμα και τις ρίζες
να βρούμε τα πουκάμισα των τεμπέληδων.

Μες σε σπιρτόκουτα, απ’ αυτά που ‘χε η μάνα μας δίπλα στη γκαζιέρα,
 χωνιάζαμε τους θησαυρούς μας

Αφουγκραζότανε η μάνα τη σιωπηλή μας πείνα, έβαζε φωνή
και μάνι-μάνι μας μπούκωνε με προσφάι
-ψωμί, ντομάτα και τυράκι και αυγό βραστό σφιχτό,
απ’ αλανιάρα κότα -
και πάλι πίσω τρέχαμε με τη μπουκιά στο στόμα
τόπο να βρούμε να χτίσουμε φωλιές για τα  τσιρόπουλα,
με κλωναράκια και πούσια ξερά, πάνω στο χώμα,
με μιαν αθώα σιγουριά, πως σ’ αυτές και μόνο τις φωλιές
τη νύχτα τους περνάνε.

Όλη τη νύχτα ανακούκουρδα τζιτζικίζαμε,
σκασμένα από τη ζέστη,
και το πρωί μάς έβρισκε και μας μεγαλωμένα
με το σεντόνι τυλιγμένο στο λαιμό ή στα ποδάρια,
τσαλακωμένο απ’ τον ιδρώ κι από το στριφογύρισμα,
ίδιο με το πουκάμισο του τεμπέλη, που τ’ άφησε
μιας και παραμεγάλωσε και πια δε τον χωρούσε.

Τι κι αν μας έμαθαν πώς κλίνεται ο τέττιξ,
«ως τριτόκλιτον, ουρανικόληκτον, καταληκτικόν, μονόθεμον», 
τι κι αν μάθαμε ότι η χρυσόμυγα είναι «κολεόπτερον, ουδόλως επιβλαβές»,
τι κι αν το μυαλό γεμίσαμε με τα «περί των ουσιαστικών και τα περί εντόμων»,
τι κι αν μάθαμε ν’ απαξιώνουμε τα «αδειανά πουκάμισα»;

Μέσα σε κείνα τα κουτάκια, είν' η  Χρυσή μας Μύγα,
ακόμα ολοζώντανη,
με των ονείρων μας ιριδίζοντα τ’ ανεξίτηλα τα χρώματα,
είν’ ο τεμπέλης τζίτζικας π’ άφησε πίσω του το διάφανο πουκάμισο,
- όπως εμείς τα τσίτινα ρουχαλάκια πάνω στην πέτρα,
ή τ’ ολάσπρο σεντονάκι μας -,
που τελικά δεν σκάει – ποτέ δεν έσκασε- αλλά το ‘σκασε,
για να ‘βρει κάπου αλλού δροσιά,
από του Κυνός τα καύματα, που ξαποστέλνει ο Σείριος
καταμεσίς του Ιούλη.
Βασιλική Π. Δεδούση