Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Κωστής Παλαμάς — Χριστούγεννα

Α΄

Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ’βλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
κι από τη ζήλια θα ’τρεμαν… Αστέρι, σε ποιά χώρα
του απεράντου σ’ ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη Φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ’ άστρ’ αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θά μπουν,
θαρρώ πως οι ακτίνες σου μες στην ψυχή μου λάμπουν.

Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι,
οπού στην κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει!

Β΄

Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!
Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,
και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.
Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδελφές, κοπέλες
με κουβεντούλες άσωστες γλυκιές γλυκιές, δυο τρέλες,
ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου
δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου.
και να σ’ αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,
των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία…

Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Γ΄

Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του,
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία,
να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της
πώς εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο,
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο…

Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ἐρωταπόκριση

Ἡ ὀμορφιά δέν εἶναι σιωπή.
Γι’ αὐτό κ’ ἡ φωνή μου
δέν εἶναι μονόλογος.
Pomegranate Blooms Floral Painting
Τῆς ροδιᾶς τό λουλούδι,
παραδείγματος χάρη,
εἶναι ἕνα ἀριστούργημα
πού
τό ἀπαγγέλλει ἡ μέρα.

Βλέπω, ἀκούω
φῶτα φωνῶν.

Γι’ αὐτό καί μέ βλέπετε
περπατώντας (ἀκόμη
καί μέσα στήν ἔρημο)
συχνά, νά ὑποκλίνομαι.

Από τη συλλογή «Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ», 1990

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Νικηφόρος Βρεττάκος — Πρόσωπο μὲ Πρόσωπο

«Κάθε ποὺ ἀγκαλιάζω ἕναν 
ἄνθρωπο, Κύριε, θαρρῶ
πὼς κρεμιέμαι ἀπὸ τὸ λαιμό σου.»

Βλεπόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο,
Κύριε· τόσο εἶσαι κοντά μου.
Ὅταν ἀνοίγω τὸ παράθυρο ὅποια
ὥρα κι ἂν εἶναι, βλεπόμαστε.
Ἔχω τὰ μάτια μου κι ἔχεις κι ἐσὺ
ὅλου τοῦ γύρω μας κόσμου
τὰ μάτια. Τὰ λουλούδια μὲ βλέπουν.
Κάθε ποὺ ἀγκαλιάζω ἕναν
ἄνθρωπο, Κύριε, θαρρῶ
πὼς κρεμιέμαι ἀπὸ τὸ λαιμό σου.

Συλλογὴ «Ἡλιακὸς Λύχνος», 1984

ανάλυση του ποιήματος στη Βασιλεία των Ουρανών

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Νικηφόρος Βρεττάκος — Βραδινή ἐξομολόγηση

Κάθισε δίπλα μου, ἀντίκρυ στή δύση.
Ὁ ἥλιος χαμήλωσε κ’ ἔχω
πολλά νά σοῦ εἰπῶ.
Τόση ομορφιά καθώς δύει ο ήλιος στη Λακωνική Μάνη
Λοιπόν,
ὁ Ταΰγετος δέν ἦταν βουνό.
Δέν σέ ὑποψίασε τό ἀπίθανο ὕψος
καί τό ἀπίθανο φῶς πού τόν κάνουν
νά μοιάζει ὅπως ἕνα, πότε χρυσό
καί πότε γαλάζιο, πολυπτέρυγο
στόν ὁρίζοντα; Κι αὐτή του ἡ ἔξαρση
πού ἀνελίσσεται κάποτε καί χωρίζει
τ’ αστέρια σέ ἀπό κεῖ κι ἀπό δῶ;

Δέν ἦταν βουνό. Ἠταν τό πρῶτο ποίημα
πού ἀνοίγοντας τά μάτια μου
διάβασα, ὁ πρῶτος μου φίλος
πού συνόριαζε μέ τό φῶς.
Καί γι’ αὐτό:
μετονόμασα σέ Ταΰγετο τό ὅρος Ἀγάπη.

Συλλογή, ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ, 1984