Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Νικηφόρος Βρεττάκος — Διάλογος με την ποίηση του,
κάποια Μεγάλη Παρασκευή

«Κύριε, περισσεύουν τα πολλά σου αστέρια. 
Γνοιάστηκες για πολλά λουλούδια 
κ’ έφτιαξες τον ήλιο και το φεγγάρι. 
Και μες στο νερό έβαλες, Κύριε, πολύ φως. 
Δεν χρειάζονταν όλα. 
Σκέφτηκες ίσως πως ο κόσμος σου, 
δε θα φωτίζονταν απ’ αλλού και σκόρπισες 
και ασώτεψες. Δεν υπολόγισες την αγάπη»
Ν. Βρεττάκου, «Από το Παράθυρο»

Δεν λογάριασε ο Θεός την αγάπη, δεν θέλησε να την μετρήσει ανάλογα με το πόση θα του ανταπέδιδε ο άνθρωπος. Δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, μας έδωσε με ξέχειλη διάθεση, πάντα περίσσευε από το προζύμι Του. Μόνο ένας πλανήτης με ζωή και πρόσωπα που μπορούν να φτάσουν σ’ Εκείνον. Με τον ήλιο και το φεγγάρι να φωτίζουν τις μέρες και τις νύχτες. Και λουλούδια και φως, ακόμη και μέσα στο νερό, ώστε να μην λείπει τίποτα της ζωής. Κι όλα σινιάλα της αγάπης για μας. Από πού αλλού άλλωστε να φωτιστεί ο κόσμος μας, πλην από Εκείνον; Κι εμείς; Η ανταπόδοσή μας στην αγάπη; Δώσαμε για βρώση τη χολή και για πόση το όξος. Ποτέ τόση απουσία αγάπης. Μετρήσαμε την αξία του Θεού σε ένα φτωχό ποσό, ικανό να σπρώξει τον εγωισμό μας, αλλά αταίριαστο ακόμη και υλικά στο σκόρπισμα της αγάπης Του. Κι Εκείνος; Άφες αυτοίς, πάτερ άγιε. Ου γαρ οίδασι τι εποίησαν. Δεν του στερήσαμε το ξεχείλισμα της αγάπης. Δεν θα μπορούσαμε άλλωστε. Μόνο που ενίοτε επιμένουμε ακόμη στη ζωή μας, αμετανόητα φτωχοί, να ποτίζουμε τόσο Εκείνον όσο και την εικόνα Του, τον πλησίον, με αργύρια, χολή και όξος, αδύναμοι να ζήσουμε το ψιχίον της αγάπης. Ξεκίνημα νέο μας χρειάζεται. Αγάπης φως. Άμετρο και ανοιχτό. Άμποτε. 

«Ήμουν το σύμβολο της χαράς 
η διαμαρτυρία των φτωχών 
ο συνοδός των παραπλανημένων. 
Μα όλο και μ’ έδιωχναν απ’ το φως της ημέρας 
οι άνθρωποι. Ο απέραντος χώρος 
που κλείνει τα άστρα θα φρουρεί την σιωπή. 
Θάρχεται η Άνοιξη... 
Μα εγώ Πού πηγαίνω;»

Ν. Βρεττάκου, «Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου»

Ήρθε ο Θεός στον κόσμο για να δώσει αυτό που έλειπε στον άνθρωπο. Μα ο άνθρωπος ήθελε άλλα. Ήθελε να κρατήσει τον εαυτό του για Θεό. Και ζητούσε από Εκείνον απλώς να διορθώσει ό,τι ο άνθρωπος δεν μπορούσε από μόνος του, παραδομένος στα πάθη και το συμφέρον, να διορθώσει. Να δώσει ο Χριστός τη χαρά, να κάνει τους πλούσιους και τους ισχυρούς να ακούσουν τους φτωχούς, να βοηθήσει όλους εκείνους που ένιωθαν ότι δεν είχαν νόημα και σκοπό στη ζωή τους. Μα όλα αυτά τα ήθελαν οι άνθρωποι για το σήμερά τους, για το εδώ και τώρα τους. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν ότι η ιστορία τους δεν έχει νόημα χωρίς την άνοδο προς τα επάνω, χωρίς την σχέση με τον Χριστό η οποία δεν κρατά τον άνθρωπο στο σήμερα, αλλά τον οδηγεί στο αιώνιο, ότι δεν είναι η εγκόσμια ευτυχία ο σκοπός μας, αλλά η κατοικία στον Παράδεισο. Γι’ αυτό και Τον έδιωξαν από το φως της ημέρας. Γι’ αυτό και συνεχίζουν να Τον διώχνουν. Γιατί δεν έμαθαν να ακούνε και να υπακούνε. Δεν έμαθαν να κοπιάζουν, δηλαδή να αγαπούνε Αυτόν που τους καλεί να Τον συναντήσουν. Κι Εκείνος θα συνεχίσει να τους μιλά με την σιωπή του θανάτου Του επάνω στο Σταυρό. Θα συνεχίσει να τους δείχνει λίγο τόπο κάτω από το στήθος, όπου χωρά η Άνοιξη. Της καρδιάς και της Ανάστασης. Κι ας πηγαίνει στον Άδη. Δια του θανάτου η Ζωή. Δια της καρδιάς ο Παράδεισος. Δια της θυσίας το αιώνιο. Αλλιώτικη ποίηση η όντως Αγάπη. Μνήσθητι και ημών Σωτήρ.
«Κύριε! Γείτονα! Άνοιξε γείτονα! 
Αν τυχόν και παραπονέθηκα 
σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις! 
Η ψυχή μου φουρτούνιαζε 
και τότες δεν όριζα το χέρι μου, Κύριε! 
Κι αν τυχόν και δεν κράτησα τον πόνο σου 
όμορφα πάνω στον ώμο μου, 
αν τρέκλισα κάτω απ’ το βάρος του, 
αν λύγισα, αν έφυγα, γείτονα, 
σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις» 
Ν. Βρεττάκου, « Παράκληση για συγγνώμη»

Μας φαίνεται δύσκολο να συγχωρέσουμε. Ίσως γιατί δεν μάθαμε να μας συγχωρούνε. Δεν το ζητήσαμε, δε νιώσαμε την ταπεινοσύνη να παρακαλέσουμε να σβηστούν τα σφάλματά μας. Μάθαμε ότι δεν έχουμε σφάλματα. Μάθαμε ότι δεν κάνουμε λάθη. Μάθαμε να έχουμε καλές προθέσεις. Μάθαμε να κρίνουμε τους άλλους με τις δικές μας σκέψεις. Και είναι δύσκολο η καρδιά μας να καταλάβει ότι έγινε «φρέαρ συντετριμμένον». Γιατί εκεί πέφτει ο εαυτός μας, βουλιάζει στην μοναξιά του και κανείς δεν μπορεί να ακούσει την φωνή της απόγνωσής μας. Θέλει γενναιότητα για να καταλάβουμε ότι δεν γινόμαστε Κυρηναίοι στο σταυρό των άλλων, γιατί δεν θέλουμε να τον δούμε. Θέλει γενναιότητα να παραδεχθούμε ότι δεν έχουμε τόση αγάπη ώστε να τους βοηθήσουμε να συντρίψουν τους αιώνιους μοχλούς. Και το εύκολο είναι να τους βάζουμε τα καρφιά. Ενίοτε χωρίς ντροπή. Μόνο όμως Εκείνος, ο Κύριός μας, ο γείτονάς μας, δηλαδή ο πλησίον μας Θεός, γνωρίζει να συγχωρεί. Και γιατί υπήρξε και υπάρχει άδολος. Αλλά και γιατί η αγάπη Του ουδέποτε εκπίπτει. Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν.

«Μητέρα του Χριστού, Μαρία! 
Πόσο είναι η νύχτα τούτη κρύα 
δε μπορεί ο Θεός να καταλάβει. 
Χίλιες φορές απόψε εκλήθη, μα δεν ακούει! 
Κάπου κοιμήθη κι αυτός στα βάθη παγωμένος... 
Ρόδα κανείς να τον στολίσεις 
μύρα κανείς να τον ραντίσεις 
μήπως σου ζήτησε, Μαρία; 
Πάρ’ την ψυχούλα μας γυμνή 
προς τη γαλάζια σου σκηνή 
από τη νύχτα αυτή την κρύα» 
Ν. Βρεττάκου, «De profundis clamavit»

Ο πόνος του θανάτου. Η παγωνιά του θανάτου. Η μοναξιά του θανάτου. Πώς να νιώσει ο νεκρός τον πόνο αυτών που άφησε πίσω; Η ψυχή του βαδίζει προς τον Άδη των κεκοιμημένων. Μα έχει οικείους, έχει μάνα, έχει ανθρώπους που Τον αγαπούνε και δεν θέλουν να Τον αφήσουν να πορευθεί το ταξίδι. Ρόδα και μύρα είναι τα δώρα τους και δάκρυα. Γιατί; Από Αγάπη και μόνο από Αγάπη. Γιατί αν δεν γευόταν τον θάνατο, δεν θα ήταν όμοιος με μας κατά πάντα. Γιατί αν οι δικοί Του και ιδίως η Μάνα Του δεν ζούσαν τον πόνο του χωρισμού, δεν ζούσαν το ξόδι Του τότε δεν θα μπορούσε να μας καταλάβει. Θα ήταν μια σωτηρία η Ανάσταση δωρεά από Κάποιον που δεν πέρασε το καμίνι της ζωής μας, δεν γεύτηκε στο κορμί Του όλα τα ανθρώπινα, ίσαμε τον θάνατο. Και ο Θεός δεν είναι ο αφ’ υψηλού. Είναι η ταπεινοσύνη Του το σημείο της αγάπης Του. Και γι’ αυτό, ακόμη κι αν η Μάνα πονά, έχει κοντά της τις ψυχές μας. Στη γαλάζια σκηνή της παρθενίας της, στη γαλάζια σκηνή της μητρότητας. Και θα της κάμει δώρο την Ανάσταση. Την δική Του και την δική μας, γιατί εκτός από δική Του μάνα είναι και δική μας. Και πονά και πάντοτε θα πονά για όλους μας. Ρόδα, μύρα και δάκρυα. Ας τα προσφέρουμε στον Υιό της Παρθένου, μαζί με την απόφασή μας να μην Τον εγκαταλείψουμε, αλλά να μείνουμε κοντά στον Ίδιο και την Μητέρα Του. Για να ξαναβρούμε με τη σειρά μας το σβησμένο κάλλος της κατά Θεόν μορφής μας.
«Ξαναγυρίστε όσοι με φτύσατε στο στόμα. 
Θεία Μετάληψη έχω κάμει στις φτυσιές σας, 
και ψαλμούς θείους έχω κάμει τις βρισιές σας... 
Ξαναγυρίστε όσοι με φτύσατε στο στόμα. 
Θείες αχτίδες έχω κάμει τις βιτσιές σας, 
κι όπου περνώ βαθιά φωτίζεται το χώμα... 
ξαναγυρίστε όσοι με φτύσατε στο στόμα 
μες στη διαφάνειά μου να πνίχτε τις σκιές σας. 
Κι όπου περνώ, βαθιά φωτίζεται το χώμα. 
Δεν είμαι αχτίδα εγώ απ’ τ’ άστρα αυτού του κόσμου. 
Τ’ άστρα του κόσμου αυτού είν’ αχτίδες απ’ το φως μου. 
Κι όπου περνώ βαθιά φωτίζεται το χώμα... 
Δεν παίρνω μύρο από τα κρίνα. Απ’ τον ανθό μου 
την ευωδιά τα κρίνα παίρνουν και το χρώμα.
Κι όπου περνώ, βαθιά φωτίζεται το χώμα, 
στο σκοτεινό δρόμο διαβαίνοντας του κόσμου...» 
Ν. Βρεττάκου, «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων»

Λάθεψαν όλοι όσοι θέλησαν να ταπεινώσουν το Θεό. Λαθεύουν και θα συνεχίσουν να λαθεύουν όσοι θέλουν και θα θελήσουν και πάλι να τον ταπεινώνουν, να τον ειρωνεύονται, να τον απορρίπτουν. Γιατί Εκείνος δεν θα αντιδράσει όπως πιστεύουν ότι θα ταίριαζε σε έναν Παντοδύναμο Εξουσιαστή. Δεν είναι η Βασιλεία Του εκ του κόσμου τούτου. Δεν έχει υπηρέτες ο Θεός. Η Βασιλεία Του είναι της αγάπης, της αιωνιότητας, της συγχωρητικότητας. Η Βασιλεία Του είναι της αλήθειας, της ανάστασης, της ζωής. Η Βασιλεία Του δεν συντρίβει ως σκεύη κεραμέως όλους εκείνους που νομίζουν ότι Τον έχουν νικήσει. Γιατί περιμένει την μετάνοια. Περιμένει την ταπεινοσύνη. Περιμένει την επισυναγωγή των παιδιών της όπως επισυνάγει η όρνις τα νοσσία εαυτής. Και με παράπονο λέει το «ουκ ηθελήσατε». Ακόμη κι έτσι όμως δεν θα πάψει να φωτίζει, να κάνει να ευωδιάζουν οι αισθήσεις, το πρόσωπο, η καρδιά. Όλων όσων ξέρουν πού μπορούν να βρούνε αυτή τη Βασιλεία. Στην Εκκλησία και στον πλησίον.

Μεγάλη Παρασκευή (Σχόλια πάνω στους ύμνους « Έστησαν τα τριάκοντα αργύρια», «Δια ξύλου ο Αδάμ», «Δύο και πονηρά», «Επί ξύλου βλέπουσα», «Εξέδυσάν με»)
Κέρκυρα, 13 Απριλίου 2012

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Νίκος Γκάτσος — 5. «Μεγάλη Πέμπτη»

Τα έργα του αληθινά και αι οδοί του ευθείαι.
Αυτός που κρέμασε τον ήλιο

στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
Κρέμεται σήμερα σε ξύλο
-ίλεως Κύριε γενού!

Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου 
μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!

Διά ξύλου τα τέκνα του Αδάμ 
Παραδείσου γεγόνασιν άποικοι.

Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.

Κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.

Ελήλυθε εις την γην ίνα μαρτυρήση τη αληθεία.

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.

Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.

Ούτος εστιν η ζωή και το φως και η ειρήνη του κόσμου.

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Κασσιανή η Υμνογράφος - «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...»

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου: 
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Μεταγραφή του Κωστή Παλαμά
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας ... Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε ... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Γ. Βερίτης - Ο Γυρισμός

Κι είπε ο Χριστός στο πλάσμα του: 
«Τι θες, παιδί τ’ ανθρώπου;
Φως και χαρά; Γλυκούς καρπούς ευλογημένου κόπου;
Έλα κοντά μου. 
Τι ποθείς; Ψυχής γλυκιά γαλήνη;
Δύναμη θες; Ανάπαυση; Παρηγοριά; Να γίνει
παραδεισένια σου η ζωή, χερουβική υμνωδία;
Έλα κοντά μου. 
Το φτερό ξολοθρευτή θανάτου, το σκοτεινό, το μαύρο,
δε θα σ’ αγγίξει της ζωής τη θεϊκή αρμονία,
στου ματωμένου μου Σταυρού τον ίσκιο αποκάτου».

Κι είπεν αυτός: «Όσα ποθώ μακριά από σε θα τάβρω».
Και τράβηξε κάποιο στρατί και κάποιο μονοπάτι,
που διάλεξε μεσ’ στης τρελής χαράς του το μεθύσι,
και του φαινόταν πως εκεί λουλούδιαζαν και οι βάτοι
και πως για αυτόν ανοίχτη πια της ευτυχίας η βρύση.

Για ιδές ανθοί που στρώσανε την γη στο πέρασμά του.
Για ιδές! και το στραβό στρατί που διάλεξε γιορτάζει,
θαρρείς, κι αυτό με λούλουδα χαράς την λευτεριά του.
Κι αυτός χορεύει και σκιρτά και τραγουδά και κράζει:

«Όλα καλά κι όλα γλυκά κι όλα όμορφα δω πέρα».
Κι αμέριμνα κι αφρόντιστα και δίχως συλλογή
γυρίζει ολούθε ξέγνοιαστα σ’ αυτή την ξένη γη.

… Μα μέρα με την μέρα
γιατί μαραίνονται οι ανθοί και πέφτουν τα λουλούδια;
Γιατί λιγόστεψε η χαρά και παύουν τα τραγούδια;

Γιατί στο μονοπάτι δε βλέπει πια να ανθοβολούν,
καθώς περνά, κι οι βάτοι;
Πως έπαψε έτσι ξαφνικά να λουλουδίζ’ η γη του
και τα αγριοβόρια μάραναν τα στερνολούλουδά της;
Μέσα στα στήθια του γιατί θρηνολογά η ψυχή του,
κι είναι πικρό, σπαραχτικό, το θρηνολόγημά της;
Μαύρο σκοτάδι πλάκωσε και τούφραξε το δρόμο.
Μέσα του, ολόγυρά του,
όλα γεμάτα απελπισία και παγωνιά θανάτου,
κι όλα γεμάτα τρόμο.
Κι αυτός ορμά ξανά μπροστά και τρέχει στα σκοτάδια.
Γυρίζει εδώ, γυρίζει εκεί κάμπους, βουνά, λαγκάδια,
χτυπιέται και ματώνεται
και πέφτει και σηκώνεται
και δος του τρέχει πάλι.
Θολή η ψυχή, θολός ο νους…. αχ ! που θε να τον βγάλει
τούτος ο δρόμος ο τραχύς; 

Μέσ’ στο φριχτό σκοτάδι
ανατριχιάζει νιώθοντας κρύο θανάτου χάδι.
Μα μέσα στο στροβίλισμα και στην ανεμοζάλη,
σα μακρινός αντίλαλος απ’ της ψυχής τα βάθη
αναδευτήκαν του Χριστού κείνα τα λόγια πάλι,
αρμονικά, γλυκά, απαλά. Και τάκουσε και εστάθει.
Κι είπε: «στον ίσκιο του Σταυρού δεν κάθισα ποτέ.
Να δοκιμάσω τώρα;
Μην τύχη κι είν’ αληθινά τα λόγια σου, ω Χριστέ;
Μην είν’ τα λόγια που οδηγούν στην μαγεμένη χώρα,
στη χώρα εκείνη που αντηχούν τα αγγελικά ωσαννά;»
και ξαναγύρισε δειλά….

Κι έλεγε μέσα του: «άραγε θα με δεχτεί ξανά:…»
Μα ως έφτασε και στύλωσε προς το Σταυρό το βλέμμα,
Τον βλέπει - απίστευτη χαρά – να του χαμογελά,
και με ανοιχτά τα χέρια, χέρια σκαμμένα από καρφιά, 
χέρια που στάζαν αίμα,
και με στοργή που θαύμαζαν τα αγγελοπεριστέρια,
τον προσκαλούσε στην θερμή και στοργική του αγκάλη
και του ξανάλεγε γλύκα: 

«Έλα κοντά μου, πάλι.
Μείνε κοντά μου. Μια φορά παιδί παρακοής
και γιός της πλάνης ήσουν
σαν γύριζες στις αγκαθιές τριβολιασμένης γης.
Τώρα, στολή βασιλική οι άγγελοι θα σε ντύσουν,
κι αγαπημένο μου παιδί θα γίνεις,
γιος της ειρήνης».

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Γιώργος Σκούρτης - Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί

Βενετούλιας Λουκάς, Οι Ανώτατοι 1970

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές
την πρώτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
αδέρφια πήραν οι οχτροί
κι εμείς κοιτούσαμε τις κοπελιές
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε στα σκοτεινά
την τρίτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί
κι εμείς τα πήραμε για φυλαχτά
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
μοιράσαν δώρα οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε σαν τα παιδιά
την πέμπτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
κρατούσαν δίκιο οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια
σαν κάθε μέρα

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Τάσος Λειβαδίτης - «Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα»
Πολεμώντας - Πατρίδα - Σημαίες - Επιτάφιο
Σε περιμένω παντού - Κάτω απ’ την παλάμη μας

Στις 20 Απριλίου του 1922 έρχεται στη ζωή ο μεγάλος ποιητής, Τάσος Λειβαδίτης
"The defenders of the Brest Fortress"
(22–29 June 1941) by Petr Krivonogov, 1951
Πολεμώντας


Ναι, υπερασπίζαμε τη λευτεριά πολεμώντας
μα ακόμα
υπερασπίζαμε το δρόμο που παίζαμε παιδιά
τον τάφο που κοιμόταν η μητέρα μας
και κείνο το μικρό δεντράκι που κάτω απ’ τα κλαδιά του
δώσαμε το πρώτο μας φιλί!
---------------
Πατρίδα

Πατρίδα
είσαι γεννημένη από χωριάτες
από φαρδειές σκληρές κοιλιές γυναικών
από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.
Είσαι γεννημένη μες από φωτιές, από κραυγές κ’ αίματα
απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν για πάντα κάτω απ’ το χώμα σου.

Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει
δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.

Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.
---------------
Σημαίες

Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
εμείς καθόμασταν τα βράδια
και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.
Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.
---------------
Επιτάφιο

Εσείς
αδέρφια που πέσατε.
Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τ’ όνομά σας.
Μα η πατρίδα θα κρατάει το αίμα σας στις ρίζες της
για ν’ ανθίζει.
---------------
Σε περιμένω παντού

[…] Μη χάσεις το θάρρος σου. Εμείς πάντα το ξέραμε
πως δεν χωράει μέσα σε τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο.
Γιατί δική μας πατρίδα είναι όλοι οι δρόμοι που στα πλάγια τους κοιμούνται
οι σκοτωμένοι του αγώνα μας.
---------------
Κάτω απ’ την παλάμη μας

Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων!
Όταν καμμιά φορά λιποψυχάμε
νοιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας
η ανάμνηση του χεριού τους.
Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας
νοιώθουμε κάτω απ’ την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο
σα να κρατάμε μες στα χέρια μας
ολάκαιρο τον κόσμο.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Jorge Luis Borges - Ύμνος στη θάλασσα

Natural scenery fullmoon night light near sea waves
beach landscape digital painting
(απόσπασμα)

Έναν ύμνο λαχτάρησα στη θάλασσα σε ρυθμούς απλωμένους σαν τις κραυγές των κυμάτων˙
στη θάλασσα όταν ο Ήλιος στα νερά της σαν κατακόκκινη σημαία κυματίζει˙
στη θάλασσα όταν φιλά τα χρυσαφένια στήθη των παρθένων ακτών που καρτερούν διψασμένες˙
στη θάλασσα καθώς ουρλιάζουν οι ορδές της κι εξακοντίζουν οι άνεμοι τις βλαστήμιες τους˙
όταν αστράφτει μέσα στ’ ατσάλινο νερό η λαμπερή και αιμόφυρτη σελήνη˙
στη θάλασσα όταν πάνω της διαχέει την απροσμέτρητη πίκρα του το Κύπελλο των Άστρων.
Σήμερα κατηφόρισα απ’ το βουνό στην κοιλάδα
κι απ’ την κοιλάδα στη θάλασσα.
Ο δρόμος τράβαγε μακρύς όσο κρατάει ένα φιλί.
Οι μυγδαλιές σκορπούσαν τις γαλανές σκιές των κορυφών τους πάνω στο μονοπάτι
και στην κορφή της κοιλάδας, ο ήλιος
τινάζει τις ολόχρυσες Γολκόνδες του στο γλαυκό σου δάσος: Θάλασσα!
Μητέρα, Αδελφή, Ερωμένη…!
Μπαίνω μες στους απέραντους κήπους των νερών σου και κολυμπώ μακριά από τη στεριά.
Τα κύματα έρχονται, με τους εύθραυστους θυσάνους των αφρών και χάνονται μες στη βουή.
Προς την ακτή.
Με τις κοκκινωπές βουνοκορφές της
με τα γεωμετρικά της σπίτια
με τις φοινικιές της, έρμαια του ανέμου
που τώρα έχουν γίνει πελιδνά και παράλογα σαν αποκρυσταλλωμένες
μνήμες!

Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Νίκος Καρούζος - Οι άνθρωποι των επιρρημάτων

Edward Hopper Nighthawks (1942)
Όταν αγγίζω τη χειρότερη σιγή
που δεν μπορώ με τίποτα
να τη συνδέσω
καθώς απλώνει γύρω η αβεβαιότητα
σαν το νερό στο πάτωμα
τρέχοντας απ’ τη ραγισμένη στάμνα
σκέφτομαι πόσο αδικήσαμε
τους ήχους όλων των πρωτογόνων.
Όμως
είναι καλύτερη κ’ η πιο νωθρή σιγή
κ’ η πιο τυφλή μας γεύση
χαρούμενη σελέστα.
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των λεωφορείων
η αγάπη των διαβάσεων
από πράσινο σε πράσινο –
μικρό μυθιστόρημα των βημάτων –
ανάμεσα σε ολόιδιες εξελίξεις
όπως ο ήλιος γίνεται
λαμπρή μεγάλη αδιαφορία
ή θα ’λεγα συναχωμένος κούρος,
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των αυτοκινήτων
από κάθε
θλιβερή βλάστηση
στο αυτάρεσκο τοπίο της γλώσσας
μ’ ένα φρικώδη χείμαρρο συντακτικού
μ’ ένα αιματωμένο ξύρισμα
για ν’ αγοράζουμε μισοτιμής
το σεβασμό των άλλων
με τα «σαφώς»,
«εντέλει»
και «σαφέστατα»
των πάσης φύσεως δικηγόρων.
Αν δεν πεθαίνει κάτι – ειν’ η μοναξιά μας.


Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης - Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη

Έλα τώρα χέρι μου δεξί
κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του

Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου

ΤΕΤΑΡΤΗ, 1
Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν
θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.
Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς
καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα
έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το
έχει δει κανένας.
Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε
άξαφνα - κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.


ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 β
Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αερο-
δρόμιο.
Πιο δω το μαύρο κενό.
Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της
και αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια.
Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν
από τη Μητέρα.
Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.

ΠΕΜΠΤΗ, 2
«Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα τι γένους είναι λοιπόν ο
τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω
πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι.
Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας
ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.

Προσοχή! Παρουσιάστε αρμ!

ΠΕΜΠΤΗ. 2 β
Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.

Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο
νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.
Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε.
Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη
αυγό του Κύκνου.

ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ
Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγ-
γελική.
Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο.

Έτσι θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα
κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παρα-
δείσου.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3
Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό με-
γάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.

Έγειρα με το πλάι - σχεδόν μπατάρισα - μες στους ψαλμούς των
Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.
Έτοιμος για τα χείριστα.

ΣΑΒΒΑΤΟ, 4
Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι - πάνε κάπου τρα-
κόσια τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού
Φίλου, και πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με
τις δύο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρα-
νούς του
τη φορά τούτη γιομάτους
πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 5
Ξάφνου, με το που άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα, με-
γάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το 'βλεπε άλλος
κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι
παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρί-
χνανε μπαλωθιές στον αέρα.
Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προι-
κοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι
καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22.
Ύστερα φάνηκαν από μακριά να 'ρχονται ο ενωμοτάρχης με τον το-
πογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της
διαστάσεις.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 5 β
Το τέλος του Αλέξανδρου

Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώ-
θηκε ο αέρας.
Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.
Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο
ριπές γαλάζιες
Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρ-
δαμύσανε.
Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.

ΤΡΙΤΗ. 7
Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα
στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δά-
χτυλά μου όταν γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλα-
βαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω
στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.

ΤΡΙΤΗ. 7 β
Από μακριά την είδα να 'ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια
πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος
πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.

Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.
Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχω-
ρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντη-
θούμε ποτέ.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8
Ποιος είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;
Τι να 'ναι αυτό που λέει και ξαναλέει - τη μια κοντά, την άλλη μα-
κριά - ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;
Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου ζω-
γραφίστηκε στο τζάμι;
Τι είδους μοναξιά να είναι αυτή που παίζει ο μακρινός ο στρατιώ-
της στην τρομπέτα του;
Ξημερώματα είναι ή σκοτεινιάζει;

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 β
Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση, σ' ένα παρατεταμένο κενό, άρχι-
σε ν' αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.
Έλειπε απ' τη θέση της η γιαγιά και οι δείχτες από το ρολόι του
τοίχου.
Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή τη Μητέρα μου) μύ-
ριζε καμένο πεύκο και συχώρεση.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 γ
Μάνα που'σαι να με δεις: όπως γεννήθηκα, έφυγα. Παραήμουνα λί-
γος - άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνόμενα τέρατα με
τα πλάγια, λιπαρά πόδια.
Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχου-
νε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγά-
λες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέ-
ρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.

ΠΕΜΠΤΗ, 9
Θα 'ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό
τα κλειστά κι ακατοίκητα που 'λυσε το λουρί
από τ' αποτρόπαια γεγονότα μέσα του
Και νιώθεις τώρα ν' αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα
κείνες τις πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Αδάμ
τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμη ν' αγαπάει
και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του
κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.
Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν
πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10
Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε κι ολοένα έφτανε η
μακρινή φωνή στ' αυτιά μου: «μια ζωή ολόκληρη...» «μια ζωή ολό-
κληρη...»
Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζανε κινηματογράφο.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10 β
Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν
μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι
ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά
Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ' αποκαΐδια
την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Παρθένο...
Άραγες να 'ναι η μοναξιά σ' όλους τους κόσμους
η ίδια;

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 10 γ
Περασμένα μεσάνυχτα μετακινείται το δωμάτιο μου σ' όλη τη γει-
τονιά και φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει - κι η
αλήθεια ολοένα του ξεφεύγει. Που να το φανταστεί ότι αυτή βρί-
σκεται πιο χαμηλά
Πολύ πιο χαμηλά
Ότι έχει ο θάνατος την δικιά του Ερυθρά θάλασσα.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 11

Βγήκα για νέες πληγές
πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα

(Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που εγνώριζα
Τώρα θα 'χει βουλιάξει ο κόσμος
με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ' το νερό
Κι εγώ, σαν να 'μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη).

ΣΑΒΒΑΤΟ, 11 β
Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνο
σαν παλαιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώτα
έλαχε μες στα σκοτεινά πάλι να πιάσω
κινήσεις των ανθρώπων τόσο ακατανόητες
όσο κι εκείνες που 'βλεπα γύρω μου
χρόνους και χρόνους μιαν ολόκληρη ζωή:
«Το μυστήριο της μαυροφόρας» αίφνης ή
«Τον βουβό με την κερένια κούκλα»
«Τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας» εάν όχι
και - σε πρώτη προβολή - «Το φιλί του θανάτου».

ΚΥΡΙΑΚΗ, 12
Μνήμη του Μεμά

Κατέβηκα στον περίβολο με τις τριανταφυλλιές πλάκες, τ' αγριό-
χορτα και την πυροστιά στη μέση αναμμένη σαν σε θυσία.
Εντελώς άξαφνα φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλι-
στη, που πάλι, μεμιάς, εχάθη.
Θα 'κανε λάθος αιώνα.
Ύστερα φάνηκε το φορτηγό με τα χρειώδη της Μονής κι ο πάτερ
Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 15
Προχωρώ μέσ' από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισο-
φέγγαρα, Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς
δεν ξέρει τι τον περιμένει.

Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι υστέρα σβήνει και
χάνεται.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 β
Άνοιγε τον αέρα του κήπου κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν
αριστερά. Ύστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο, λυπημένη,
κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές άσπρες φλόγες.

Ήταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θα
'λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από
μακριά.
Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 γ
Ανεβαίνω το μαλακό χώμα της, φτάνω στην κορυφή και δένω τα
μαλλιά της πίσω με κλώνους.
Ύστερα κάνω το σταυρό μου.
Τότε χτυπά η καμπάνα και στα βλέφαρα της εμφανίζεται το πρώτο
εφετινό δάκρυ.
Θα μπορούσε να 'ναι κάτι υπέροχο.

ΠΕΜΠΤΗ, 16
Σ' όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει. Σ' εμένα τίποτα. Σφάλισα τα τζά-
μια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπάλαιας·
τη Βρισηίδα· τα Γαυγάμηλα· τον δούλο του Κριναγόρα· τον Ελλή-
σποντο· τα Ζαγόρια· τον Ηλία τον Προφήτη· τον Θεόδωρο νεομάρ-
τυρα Μυτιλήνης· την Ισσό· τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· τη
Λαΐδα· τον μαστρ'- Αντώνη· τον Νικία· την ξέρα της Αγίας Πελα-
γίας· τον Όμηρο (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)· τους Πελα-
σγούς· τη Ρωξάννη· τη Σθενελαΐδα· τα Ταταύλα· τον Ίβυκο (ερωτο-
μανέστατο)· τη Φαιστό· τις Χοηφόρες· τα Ψαρά· και τον Ωριγένη.
Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστο-
ρίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν
είναι λογοπαίγνιο).

ΣΑΒΒΑΤΟ, 18
Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλο-
φορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη
ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 β

Βάρος της τρυφεράδας τ' ουρανού
μετά που εβρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος.
Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά
το κοντάρι τους, ο αέρας.
Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται
φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές
κι εκείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες
ερημιές) απελπισία.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 γ
Κάθομαι ώρες και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνε-
ται πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ' όλη την περασμένη
μου ζωή.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 19
Γαλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι
σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.
Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Βοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 19 β

Φτάνοντας το βαπόρι μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση
στα καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα,
συμπαγή και συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν
καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου.
Όπως και να 'ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να
βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος
που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά
σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή -
τη στιγμή ακριβώς που, μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται.

ΚΥΡΙΑΚΗ. 19 γ

Άσπρα σπασμένα τ' ουρανού μέσα στη νύχτα
πάω μ' από κοντά τον σκύλο της σελήνης μου.
Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα
-Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· άλλα προς τι;

Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο
που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ' αναμμένο φως.
Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια
ύπτιοι, με το πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό.
Πάω μ' από κοντά τις μετρημένες μέρες μου
-Σύμφωνοι, ναι· αλλ' η ζωή αυτή δεν έχει τέλος...

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ, 20
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες
να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα
του Ήλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ, 21
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέ-
ρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα
μου, μ' ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της
κρεμασμένο στο στήθος.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται
σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φα-
γωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο
μαύρος όγκος που σαλεύει

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23
Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β
Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.

Ίσως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής

Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ' αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β

Αντίς για όνειρο

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

Σαν να 'μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ'
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου
-της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια-
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο
που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ' Άπιαστα

Όπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.
Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την
ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
θέση στον τάφο που σου ανήκει.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β


Ασμάτιον

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδιά

Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά
θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 29
Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες,
θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές
και δυνατές σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδα» «τίντελο» «δε-
λεάνα»... Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυ-
μνός μπρος στον καθρέφτη.

Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριχμένα προς τα εμ-
πρός και τα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληρά. Στο μεσαίο
μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του
δωματίου μου έστεκαν δύο άλλοι νέοι γενειοφόροι, σοβαροί.

Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα.

Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιό-
φωνο ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπα-
σών, η «Ραμόνα».

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ

Η Πρωτομαγιά

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να παν
στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.

ΣΑΒΒΑΤΟ, 2 Μ
Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω
στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο δι-
ηνεκές μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται
απ' αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 3 Μ
Κάποια καταπακτή θ' άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων
με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.
Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ' εγώ δεν μιλώ): ε σεις ωραίες
μου Ρωμαίες la luce onde s' infiora vostra sustanza rimarà con voi
etternalmente sì com' ell' è ora?

Κι ύστερ' από κάμποση ώρα, σαν ηχώ, η απόκριση: tu non se' in
terra, sì come tu credi...tu non se' in terra...tu non se' in terra...
Οπόταν άρχισαν από πέρα ν' ακούγονται στροφές αλυσίδας, κι οι
αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με
περισφίγγουν.

Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά σιγά να διαλύονται και ν' ανεβαί-
νουν σαν αναμνήσεις.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 4 Μ

Δυο πόντους πάνω από το έδαφος
έβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σαν διαμαντικό
Πιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ

Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο
και πάρα πίσω «η Χώρα» που λεν «των Λωτοφάγων».

Έχω κάνει εργάτης εδώ σ' αυτά τα μέρη
χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα
πάνω στην ώρα που ήθελα λιγάκι ακόμη
να δω από πέρα πως ανθίζουν τα νερά
και πως ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.

ΔΕΥΤΕΡΑ. 4 Μ β
Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες στη ζωή μου.

Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η
λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι,
τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω τόσο
πολύ αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτε-
ρικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.

ΠΕΜΠΤΗ 7 Μ

Από το πολύ να μη σκέπτομαι τίποτα και να μη συγκινούμαι από τι-
ποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ' απόλυσε καταμεσής του Κρητι-
κού πελάγους.
Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη μινωική γραφή με
τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.

Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει.
-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.
-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.