Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Γιάννης Ρίτσος - Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου

Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών
και των γρύλων – έλεγε, –
το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς 
αγκυροβολημένο στο
παλιό τζάκι της καλύβας,
η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
Wheatfield with Crows, 1890 by Vincent Van Gogh
οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της
θερινής νύχτας,
τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,
οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,
τα κορίτσια ξύπνια,
η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,
το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.

Ο μικρός ακούρευτος βοσκός
ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,
το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,
τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,
έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο
και ξάπλωσε μόνος,
σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,
(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),
κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –
Άγνωστη γνώση
γνώση του σώματος,
άγνωστο σώμα.

Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, ΙΙΙ, εκδ. Κέδρος

Τάσος Λειβαδίτης — Πανάρχαιη αντιδικία

     Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω όλα, και 
μάλιστα χωρίς να ’ναι κανείς στην άλλη πλευρά του τραπεζι-
ού - κανείς; αστείοι που είμαστε – αντίκρυ μου εκεί, κάθε νύ-
χτα, στέκεται ο Θεός, εγώ προσπαθώ να του ξεφύγω, εφευρίσκω
πανουργίες, θανάσιμα αμαρτήματα, κάνω αποτρόπαιες σκέψεις, 
αλλά Εκείνος με διεκδικεί ολόκληρο, λυσσάω που δεν μπορώ να 
βρω μια υπεκφυγή, μια διέξοδο...
    Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το παράθυρο και 
άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για μια ακόμα φορά, με κέρδιζε 
με την καινούργια μέρα του.

Από την ενότητα «ΔΑΦΝΕΣ ΓΙΑ ΝΙΚΗΜΕΝΟΥΣ» 
της ποιητικής σύνθεσης «Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983)