Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Ομήρου Οδύσσεια (ε 258-443) - Το ναυάγιο του Οδυσσέα

Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, λινό του κουβαλούσε
για τα πανιά· κι αυτός περίτεχνα μαστόρεψε και τούτα·
ξάρτια κι απλές και σκότες έδεσε τελεύοντας, και τότε
με τα φαλάγγια στ΄ άγια κύματα την έσπρωξε να πέσει.
ITACA - Shipwreck of Ulysses

Είχαν περάσει μέρες τέσσερεις, σα βρέθη τελειωμένος·
στις πέντε η Καλυψώ τον άφηνε πια απ΄ το νησί να φύγει,
με ρούχα ευωδιαστά απ΄ το χέρι της ντυμένο και λουσμένο.
Δυο ασκιά πιο πρώτα του κουβάλησε· μαύρο κρασί είχε το ΄να,
το άλλο νερό — το μεγαλύτερο — κι ακόμα το δισάκι με τις θροφές,
και μέσα νόστιμα προσφάγια του ΄χε βάλει· τέλος αγέρα πρίμο,
απείραγο, γλυκόπνογο του στέλνει. Τότε ο Οδυσσέας ο θείος,
χαρούμενος από τον πρίμο αγέρα,
σηκώνει τα πανιά, και κάθισε, με τέχνη το τιμόνι
να κυβερνά, κι ουδέ που βάραινε τα βλέφαρα του ο γύπνος,
την Πούλια, το Βουκόλο ως κοίταζε, που αργεί να βασιλέψει,
και το Χορό τον εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του·
τι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, του το ΄χε πει,
το Αμάξι να το ΄χει, ως αρμενίζει, αδιάκοπα στο χέρι το ζερβί του.
Διάβηκαν δεκαεφτά μερόνυχτα που αρμένιζε ο Οδυσσέας·
στις δεκοχτώ τα βαθιογίσκιωτα βουνά πρόβαλαν τέλος,
απ΄ τη μεριά που εκείνος βρίσκουνταν, της χώρας των Φαιάκων,
και του φάνταζαν στο αχνογάλαζο πέλαο σα σκουτάρι.
Ωστόσο απ΄ τους Αιθίοπες διάγερνεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
και ξάφνου απ΄ τα βουνά των Σόλυμων μακριά τον είδε ομπρός του
που αρμένιζε, κι ευτύς εφούντωσε πιο ακόμα η μάνητά του,
και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Ωχού μου, δες, αλλαξογνώμησαν οι αθάνατοι οι άλλοι κι είπαν,
την ώρα στους Αιθίοπες που ΄λειπα, να στρέψει πια ο Οδυσσέας!
Στη γη των Φαιάκων κιόλας ζύγωσε της συφοράς το δίχτυ τον
δαμάζει εκεί του γράφεται για πάντα να ξεφύγει.
Μα εγώ πιο πρώτα κι άλλα βάσανα να τον χορτάσω θέλω!»
Σαν είπε αυτά, μαζώνει σύγνεφα, το πέλαο συνταράζει
κρατώντας το τρικράνι κι άσκωσε τρανό μπουρίνι, κι όλους
ολούθε αμόλησε τους ανέμους, και σκέπασε με νέφη
στεριές μαζί και πέλαα, κι άπλωσε θολή απ΄ τα ουράνια νύχτα.
Μαζί νοτιάς, λεβάντες χίμιξαν κι ανήμερος πονέντης,
μαζί βοριάς αιθερογέννητος, τρανό κυλώντας κύμα·
και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
και με βαρύ καημό στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
«Αλί σε μένα τον τρισάμοιρο, τι θ΄ απογίνω τώρα;
Τρέμω, η θεά τα που προφήτεψε μη βγουν σωστά ως την άκρη,
που μου ΄λεγε πως πλήθος βάσανα θα σύρω στα πελάγη,
πριχού διαγείρω στην πατρίδα μου τώρα τελεύουν όλα.
Ο Δίας, για δες, με πόσα σύγνεφα τα ουράνια πλάτη ζώνει
και πως συντάραξε τη θάλασσα! Μανιάζει το μπουρίνι
κι ολούθε οι ανέμοι ξαμολήθηκαν πια γλιτωμό δεν έχω.
Μακαρισμένοι τρεις και τέσσερεις φορές οι Αργίτες, όσοι
στην Τροία χάθηκαν την απλόχωρη για τους υγιούς του Ατρέα
Να ΄ταν και μένα να με σκότωναν, να μ΄ είχε πάρει ο Χάρος
τη μέρα αρίφνητοι που μου ΄ριχναν οι Τρώες, στον Αχιλλέα,
τον σκοτωμένο γύρα ως πάλευα, με τα χαλκά κοντάρια!
Καν τάφο θα ΄χα και θα δόξαζαν οι Αργίτες τ΄ όνομά μου·
μα τώρα με τρισάθλιο θάνατο να σβήσω μου μελλόταν!».
Καθώς μιλούσε, πέφτει απάνω του χιμώντας άγριο κύμα,
γιγάντιο, κι η πλωτή τραντάχτηκε και στρουφογύρισε όλη·
κι ατός του απ΄ την πλωτή τινάχτηκε μακριά, και το τιμόνι
του ξέφυγε απ΄ τα χέρια τ΄ άρμπουρο τσακίστηκε στη μέση
απ΄ το μπουρίνι το άγριο που άσκωναν οι μπερδεμένοι ανέμοι,
κι αλάργα το πανί στη θάλασσα κι η αντένα εσφεντονίστη·
κι εκείνον στα βαθιά τον βούλιαξε νερά πολληώρα, κι ούτε
μπορούσε να ξαναβγεί απ΄ την ορμή του φοβερού κυμάτου·
τα ρούχα η Καλυψώ που του ΄δωκε πολύ μαθές βαραίναν.
Πρόβαλε τέλος έξω κι έφτυσε την άρμη από το στόμα,
που σαν ποτάμι απ΄ το κεφάλι του πικρή χυνόταν κάτω.
Μα κι έτσι την πλωτή δεν ξέχασε, κι ας είχε πια αποκάμει,
μονάχα εχύθη μες στα κύματα κι απάνω της επιάστη,
και κάθισε στη μέση, θέλοντας του Χάρου να ξεφύγει.
Κι αυτήν την έσερνε θεόρατο το κύμα πέρα δώθε.
Πώς ο βοριάς χινοπωριάτικα σαρώνει μες στον κάμπο
τ΄ αγκάθια, κι όλα κουβαριάζουνται μαζί σφιχτά· παρόμοια
κι αυτήν οι ανέμοι μες στο πέλαγο τη σέρναν δώθε κείθε·
μια στο βοριά ο νοτιάς την έριχνε, μαζί του να τη σύρει,
και μια ο λεβάντες την παράδινε να τη χτυπά ο πονέντης.
Ωστόσο η κόρη η λιγναστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε,
η Λευκοθέα, που ήταν πρωτύτερα θνητή ανθρωπολαλούσα,
μα τώρα απ΄ τους θεούς στα πέλαγα θεϊκές τιμές της λάχαν
κι όπως τον είδε που παράδερνε, τον πόνεσε η καρδιά της,
κι ως φτερωτό νεροχελίδονο ξεπρόβαλε απ΄ το κύμα,
κι έκατσε απάνω στην ξυλόδετη πλωτή και του μιλούσε:
«Ο Ποσειδώνας, κακορίζικε, γιατί σου οχτρεύτη τόσο,
ο κοσμοσείστης, και με βάσανα σε τυραννάει περίσσια;
Δε θα σου δώσει ωστόσο θάνατο, τρανή κι ας ειν᾿ η οργή του.
Μα ό,τι σου πω να κάνεις· άμυαλος δε μοιάζεις να ΄σαι αλήθεια·
γδύσου τα ρούχα αυτά, στους ανέμους παράτα την πλωτή σου
και κολυμπώντας με τα χέρια σου πολέμησε να φτάσεις
στη γη των Φαίακων, όπου σου ΄γραψεν η μοίρα να γλιτώσεις.
Να, πάρε τώρα το μαγνάδι μου, κάτω απ΄ τα στήθια ζώσ᾿ το,
κι είναι ακατάλυτο· πια θάνατο δεν έχεις να φοβάσαι.
Μα σαν αγγίξεις με το χέρι σου στεριά, το λύνεις πάλε
απ΄ το κορμί σου, και στο πέλαγο το ρίχνεις το κρασάτο
μακριά από τη στεριά, τα μάτια σου γυρνώντας απ΄ την άλλη.»
Είπε η θεά, και το μαγνάδι της ως του ΄βαλε στο χέρι,
στην κυματούσα μέσα θάλασσα βουτάει ξανά, παρόμοια
νεροχελίδονο, και χώθηκε στο μαύρο κύμα μέσα.
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυβάσανος να συλλογιέται πήρε,
και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
« Ωχού, κανείς απ΄ τους αθάνατους καινούργιο δόλο τρέμω
μπας και μου πλέκει εδώ, ζητώντας μου ν΄ αφήσω την πλωτή μου.
Μα δε θ΄ ακούσω ευτύς· αγνάντεψαν τα μάτια μου τη χώρα
αλάργα ακόμα, εκεί που, ως έλεγε, θα βρω το γλιτωμό μου.
Αυτό θα κάνω, και μου εικάζεται το πιο καλό ως είναι:
όσο αρμοδένουν στα δεσίματα σφιγμένα τα μαδέρια,
εδώ θα κρατηθώ απαντέχοντας, βαριά κι ας τυραννιέμαι·
μονάχα αν την πλωτή τα κύματα χτυπώντας ξεστελιώσουν,
θα πέσω στο νερό· καλύτερο να σοφιστώ δεν έχω.»
Αυτά ως ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
ο Ποσειδώνας κύμα εσήκωσε γιγάντιο, ο κοσμοσείστης,
φριχτό, αγριεμένο, αψηλοθόλωτο, κι απάνω του το ρίχνει.
Πώς δυνατός αγέρας τ΄ άχερα της θημωνιάς τινάζει,
ξερά όπως είναι, διασκορπώντας τα μιαν άκρη ως άλλη ολούθε,
παρόμοια τα μακριά της σκόρπισε μαδέρια κι ο Οδυσσέας
ένα μαδέρι καβαλίκεψε, λες κι άλογο λαλούσε.
Βγάζει από πάνω του της έμνοστης της Καλυψώς τα ρούχα,
και κάτω από τα στήθια του άπλωσε το θείο κεφαλοπάνι,
κι ανοίγοντας τα χέρια, μπρούμυτα στο κύμα μέσα ερίχτη,
να κολυμπήσει. Κι ως τον κοίταξεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
την κεφαλή του σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Έτσι, τραβώντας πάθη αρίφνητα, μες στα πελάγη δέρνου,
η ώρα ως να ΄ρθει, που θεογέννητους ανθρώπους πια θα σμίξεις.
Μα κι έτσι λέω για τα τυράννια σου παράπονο δε θα ΄χεις.»
Είπε, και τ΄ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι,
και στις Αιγές, στο πολυξάκουστο παλάτι του διαγέρνει.
Ωστόσο κι η Αθηνά στοχάζουνταν άλλες δουλειές να κάνει·
τις στράτες των ανέμων έδεσε των άλλων, και να κόψουν
του γιου του Κρόνου η κόρη πρόσταξε και να πλαγιάσουν όλοι·
και το βοριά τρανό ξεσήκωσε, κι ομπρός το κύμα στρώνει,
ως που τους Φαίακες τους περίλαμπρους να σμίξει κουπολάτες
ο θείος Οδυσσέας, ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου.
Δυο νύχτες και δυο μέρες δέρνουνταν στο φουσκωμένο κύμα,
και το χαμό η καρδιά του αντίκριζε κάθε στιγμή μπροστά του·
μα η τρίτη ως ήρθε κι η ωριοπλέξουδη πια είχεν Αυγή προβάλει,
πήρε ο βοριάς και καταλάγιασε, και χύθηκε γαλήνη
απάνεμη· κι εκείνος ξέκρινε με κοφτερό το μάτι,
κύμα τρανό καθώς τον σήκωσε, στεριά πιο μπρος του λίγο.
Πόση χαρά τα τέκνα νιώθουνε τον κύρη τους θωρώντας,
που σε βαριάν αρρώστια κείτεται και λιώνει χρόνια τώρα
μέσα στους πόνους, τι τον χτύπησε κάποιος θεός που οργίστη,
και τέλος οι θεοί τον γλίτωσαν, κι είναι τρανή η χαρά τους —
παρόμοια κι ο Οδυσσέας εχάρηκε, τη γη, τα δάση ως είδε·
κι έπλεκε γρήγορα, τα πόδια του πια χώμα να πατήσουν.
Μα σύντας τόσο κοντοζύγωσεν, όσο η φωνή γρικιέται,
το βρούχος άκουσε της θάλασσας βαρύ στα βράχια απάνω·
τρανό το κύμα εβόγγα πέφτοντας στις ξέρες και πηδούσε
ψηλά ξεσπάζοντας, και κρύβουνταν τα πάντα σε αλισάχνη:
Δεν είχε εκεί λιμάνια γι΄ άρμενα κι ουδ᾿ είχε αραξοβόλια,
ήταν μονάχα κάβοι απόγκρεμοι, με ξέρες και με βράχια.
Και τότε και καρδιά και γόνατα λυθήκαν του Οδυσσέα,
κι αυτά βαρυγκομώντας μίλησε στην πέρφανη ψυχή του:
«Αλί μου, τώρα ο Δίας που μου ΄δωκε στεριά να ιδώ μπροστά μου,
ανέλπιστα, και τόσο πέλαγο περνώντας έχω σκίσει,
δε βλέπω τρόπο από τη θάλασσα να βγω την αφρισμένη·
τι απόξω στέκουν αγκυλόβραχοι, και γύρα τους το κύμα
μουγκρίζει βογκώντας, κι υψώνεται κοφτός του βράχου ο τοίχος,
κι είναι βαθιά από κάτω η θάλασσα· στα δυο μου πόδια τόπος
4ν΄ ανέβω να σταθώ δε βρίσκεται, να λείψω απ΄ τα τυράννια.
Μήπως, ως βγαίνω, κύμα αρπώντας με τρανό με ρίξει απάνω
στους στέριους βράχους, κι όλη η φόρα μου χαμένη πάει, φοβούμαι.
Αν πάλε πάω πιο πέρα, πλέκοντας γιαλό γιαλό, μην έβρω
κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια,
η ανεμοζάλη τρέμω αρπώντας με μπας και ξανά με ρίξει
στο ψαροθρόφο πίσω πέλαγο, στα βογγητά μου μέσα·
για και θεός τρανό θεριόψαρο να μου χιμίξει βγάλει;
απ΄ τους βυθούς, απ΄ όσα αρίφνητα θρέφει η τρανή Αμφιτρίτη.
Το ξέρω, ο Κοσμοσείστης μάνητα πόση κρατάει για μένα!»
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
κύμα θεόρατο τον πέταξε στου ακρόγιαλου τα βράχια·
τα κόκαλα του τότε θα ΄σπαζε, τις σάρκες θα ξεσκούσε,
αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δε φώτιζε το νου του·
χιμώντας σ΄ ένα βράχο επιάστηκε και με τα δυο του χέρια,
κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας, ως να διαβεί το κύμα.
Έτσι το γλίτωσε· ξανάστροφα γυρνώντας όμως τούτο,
τον χτύπησε και τον σφεντόνισε μακριά στο κύμα μέσα.
Πώς όντας μέσ᾿ απ΄ το θαλάμι του ξεσέρνουν το χταπόδι,
κι έχουν κολλήσει στις βεντούζες του λιθάριαν απάνω πλήθος —
παρόμοια απ΄ τ΄ αντρειωμένα χέρια του στο βράχο απάνω οι σάρκες.
απόμειναν, κι αυτόν τον σκέπασε το τρισμεγάλο κύμα.
Τότε ο Οδυσσέας, κι ας του ΄ταν άγραφο, θα χάνουνταν ο δόλιος,
αν φώτιση η Αθηνά η γλαυκόματη δεν του ΄δινε και πάλι·
καθώς επρόβαλε απ΄ τα κύματα, που στη στεριά ξεσπούσαν,
γιαλό γιαλό να πλέκει αρχίνησε, κοιτάζοντας μην έβρει
κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια.
Κι ως κολυμπώντας τέλος έφτασε σε ομορφορεματάρη
το στόμα ποταμού, του εικάστηκε πολύ καλός ο τόπος·
τι ήταν γυμνός από ξερόβραχα κι απάγγειαζε ένα γύρο.
Καζαντζάκης-Κακριδής
Jean-Auguste-Dominique Ingres, Ulysses, 1827
Ομήρου Οδύσσεια (ε 258-443)

τόφρα δὲ φάρε' ἔνεικε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ἱστία ποιήσασθαι· ὁ δ' εὖ τεχνήσατο καὶ τά.
ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ,
μοχλοῖσιν δ' ἄρα τήν γε κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν.
τέτρατον ἦμαρ ἔην, καὶ τῷ τετέλεστο ἅπαντα·
τῷ δ' ἄρα πέμπτῳ πέμπ' ἀπὸ νήσου δῖα Καλυψώ,
εἵματά τ' ἀμφιέσασα θυώδεα καὶ λούσασα.
ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε θεὰ μέλανος οἴνοιο
τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα
κωρύκῳ, ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά·
οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
γηθόσυνος δ' οὔρῳ πέτασ' ἱστία δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως
ἥμενος· οὐδέ οἱ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε
Πληϊάδας τ' ἐσορῶντι καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην
Ἄρκτον θ', ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ' αὐτοῦ στρέφεται καί τ' Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ' ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο·
τὴν γὰρ δή μιν ἄνωγε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ποντοπορευέμεναι ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέεν ἤματα ποντοπορεύων,
ὀκτωκαιδεκάτῃ δ' ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα
γαίης Φαιήκων, ὅθι τ' ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ·
εἴσατο δ' ὡς ὅτε ῥινὸν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ.
τὸν δ' ἐξ Αἰθιόπων ἀνιὼν κρείων ἐνοσίχθων
τηλόθεν ἐκ Σολύμων ὀρέων ἴδεν· εἴσατο γάρ οἱ
πόντον ἐπιπλείων. ὁ δ' ἐχώσατο κηρόθι μᾶλλον,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως
ἀμφ' Ὀδυσῆϊ ἐμεῖο μετ' Αἰθιόπεσσιν ἐόντος·
καὶ δὴ Φαιήκων γαίης σχεδόν, ἔνθα οἱ αἶσα
ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀϊζύος, ἥ μιν ἱκάνει.
ἀλλ' ἔτι μέν μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος.»
ὣς εἰπὼν σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον
χερσὶ τρίαιναν ἑλών· πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας
παντοίων ἀνέμων, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· ὀρώρει δ' οὐρανόθεν νύξ.
σὺν δ' εὖρός τε νότος τ' ἔπεσον ζέφυρός τε δυσαὴς
καὶ βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῦμα κυλίνδων.
καὶ τότ' Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὤ μοι ἐγὼ δειλός, τί νύ μοι μήκιστα γένηται;
δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα εἶπεν,
ἥ μ' ἔφατ' ἐν πόντῳ, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἄλγε' ἀναπλήσειν· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
οἵοισιν νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν
Ζεύς, ἐτάραξε δὲ πόντον, ἐπισπέρχουσι δ' ἄελλαι
παντοίων ἀνέμων· νῦν μοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
τρὶς μάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις, οἳ τότ' ὄλοντο
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, χάριν Ἀτρεΐδῃσι φέροντες.
ὡς δὴ ἐγώ γ' ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν
ἤματι τῷ ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα
Τρῶες ἐπέῤῥιψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι.
τῶ κ' ἔλαχον κτερέων, καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί·
νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»
ὣς ἄρα μιν εἰπόντ' ἔλασεν μέγα κῦμα κατ' ἄκρης,
δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.
τῆλε δ' ἀπὸ σχεδίης αὐτὸς πέσε, πηδάλιον δὲ
ἐκ χειρῶν προέηκε· μέσον δέ οἱ ἱστὸν ἔαξε
δεινὴ μισγομένων ἀνέμων ἐλθοῦσα θύελλα·
τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον ἔμπεσε πόντῳ.
τὸν δ' ἄρ' ὑπόβρυχα θῆκε πολὺν χρόνον, οὐδὲ δυνάσθη
αἶψα μάλ' ἀνσχεθέειν μεγάλου ὑπὸ κύματος ὁρμῆς·
εἵματα γάρ ἑ βάρυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
ὀψὲ δὲ δή ῥ' ἀνέδυ, στόματος δ' ἐξέπτυσεν ἅλμην
πικρήν, ἥ οἱ πολλὴ ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν.
ἀλλ' οὐδ' ὧς σχεδίης ἐπελήθετο, τειρόμενός περ,
ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ' αὐτῆς,
ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων.
τὴν δ' ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα.
ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας
ἂμ πεδίον, πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται.
ὣς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα·
ἄλλοτε μέν τε νότος βορέῃ προβάλεσκε φέρεσθαι,
ἄλλοτε δ' αὖτ' εὖρος ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν.
τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ,
Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα,
νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς.
ἥ ῥ' Ὀδυσῆ' ἐλέησεν ἀλώμενον, ἄλγε' ἔχοντα·
αἰθυίῃ δ' εἰκυῖα ποτῇ ἀνεδύσετο λίμνης,
ἷζε δ' ἐπὶ σχεδίης καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«κάμμορε, τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ἐνοσίχθων
ὠδύσατ' ἐκπάγλως, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει;
οὐ μὲν δή σε καταφθείσει, μάλα περ μενεαίνων.
ἀλλὰ μάλ' ὧδ' ἕρξαι, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν·
εἵματα ταῦτ' ἀποδὺς σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι
κάλλιπ', ἀτὰρ χείρεσσι νέων ἐπιμαίεο νόστου
γαίης Φαιήκων, ὅθι τοι μοῖρ' ἐστὶν ἀλύξαι.
τῆ δέ, τόδε κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τανύσσαι
ἄμβροτον· οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ' ἀπολέσθαι.
αὐτὰρ ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο,
ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα πόντον
πολλὸν ἀπ' ἠπείρου, αὐτὸς δ' ἀπονόσφι τραπέσθαι.»
ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κρήδεμνον ἔδωκεν,
αὐτὴ δ' ἂψ ἐς πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα
αἰθυίῃ εἰκυῖα· μέλαν δέ ἑ κῦμ' ἐκάλυψεν.
αὐτὰρ ὁ μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὤ μοι ἐγώ, μή τίς μοι ὑφαίνῃσιν δόλον αὖτε
ἀθανάτων, ὅ τέ με σχεδίης ἀποβῆναι ἀνώγει.
ἀλλὰ μάλ' οὔ πω πείσομ', ἐπεὶ ἑκὰς ὀφθαλμοῖσι
γαῖαν ἐγὼν ἰδόμην, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι.
ἀλλὰ μάλ' ὧδ' ἕρξω, δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον·
ὄφρ' ἂν μέν κεν δούρατ' ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ,
τόφρ' αὐτοῦ μενέω καὶ τλήσομαι ἄλγεα πάσχων·
αὐτὰρ ἐπὴν δή μοι σχεδίην διὰ κῦμα τινάξῃ,
νήξομ', ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον.»
εἷος ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ὦρσε δ' ἐπὶ μέγα κῦμα Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
δεινόν τ' ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ' αὐτόν.
ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ᾔων θημῶνα τινάξῃ
καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ,
ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ' ὡς ἵππον ἐλαύνων,
εἵματα δ' ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν,
αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε, χεῖρε πετάσσας,
νηχέμεναι μεμαώς. ἴδε δὲ κρείων ἐνοσίχθων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«οὕτω νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον,
εἰς ὅ κεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγήῃς.
ἀλλ' οὐδ' ὧς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος.»
ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους,
ἵκετο δ' εἰς Αἰγάς, ὅθι οἱ κλυτὰ δώματ' ἔασιν.
αὐτὰρ Ἀθηναίη, κούρη Διός, ἄλλ' ἐνόησεν·
ἦ τοι τῶν ἄλλων ἀνέμων κατέδησε κελεύθους,
παύσασθαι δ' ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι ἅπαντας·
ὦρσε δ' ἐπὶ κραιπνὸν βορέην, πρὸ δὲ κύματ' ἔαξεν,
εἷος ὃ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη
διογενὴς Ὀδυσεύς, θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
ἔνθα δύω νύκτας δύο τ' ἤματα κύματι πηγῷ
πλάζετο, πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ' ὄλεθρον.
ἀλλ' ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλεσ' Ἠώς,
καὶ τότ' ἔπειτ' ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη
ἔπλετο νηνεμίη· ὁ δ' ἄρα σχεδὸν εἴσιδε γαῖαν
ὀξὺ μάλα προϊδών, μεγάλου ὑπὸ κύματος ἀρθείς.
ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ
πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κεῖται κρατέρ' ἄλγεα πάσχων,
δηρὸν τηκόμενος, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων,
ἀσπάσιον δ' ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν,
ὣς Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη,
νῆχε δ' ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι.
ἀλλ' ὅτε τόσσον ἀπῆν, ὅσσον τε γέγωνε βοήσας,
καὶ δὴ δοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης· -
ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο
δεινὸν ἐρευγόμενον, εἴλυτο δὲ πάνθ' ἁλὸς ἄχνῃ·
οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες νηῶν ὀχοί, οὐδ' ἐπιωγαί,
ἀλλ' ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν σπιλάδες τε πάγοι τε· -
καὶ τότ' Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὤ μοι, ἐπεὶ δὴ γαῖαν ἀελπέα δῶκεν ἰδέσθαι
Ζεύς, καὶ δὴ τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα,
ἔκβασις οὔ πῃ φαίνεθ' ἁλὸς πολιοῖο θύραζε·
ἔκτοσθεν μὲν γὰρ πάγοι ὀξέες, ἀμφὶ δὲ κῦμα
βέβρυχεν ῥόθιον, λισσὴ δ' ἀναδέδρομε πέτρη,
ἀγχιβαθὴς δὲ θάλασσα, καὶ οὔ πως ἔστι πόδεσσι
στήμεναι ἀμφοτέροισι καὶ ἐκφυγέειν κακότητα·
μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ
κῦμα μέγ' ἁρπάξαν· μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμή.
εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω παρανήξομαι, ἤν που ἐφεύρω
ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης,
δείδω μή μ' ἐξαῦτις ἀναρπάξασα θύελλα
πόντον ἐπ' ἰχθυόεντα φέρῃ βαρέα στενάχοντα,
ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων
ἐξ ἁλός, οἷά τε πολλὰ τρέφει κλυτὸς Ἀμφιτρίτη·
οἶδα γὰρ ὥς μοι ὀδώδυσται κλυτὸς ἐννοσίγαιος.»
εἷος ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρεν τρηχεῖαν ἐπ' ἀκτήν.
ἔνθα κ' ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ' ὀστέ' ἀράχθη,
εἰ μὴ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης,
τῆς ἔχετο στενάχων, εἷος μέγα κῦμα παρῆλθε.
καὶ τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε, παλιῤῥόθιον δέ μιν αὖτις
πλῆξεν ἐπεσσύμενον, τηλοῦ δέ μιν ἔμβαλε πόντῳ.
ὡς δ' ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο
πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάϊγγες ἔχονται,
ὣς τοῦ πρὸς πέτρῃσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν· τὸν δὲ μέγα κῦμ' ἐκάλυψεν.
ἔνθα κε δὴ δύστηνος ὑπὲρ μόρον ὤλετ' Ὀδυσσεύς,
εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη·
κύματος ἐξαναδύς, τά τ' ἐρεύγεται ἤπειρόνδε,
νῆχε παρέξ, ἐς γαῖαν ὁρώμενος, εἴ που ἐφεύροι
ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης.
ἀλλ' ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο
ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος,
λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο·