Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Νικηφόρος Βρεττάκος - Λειτουργία κάτω ἀπό τήν Ἀκρόπολη / «Κι οὔτε χρειαζόσουνα χῶμα πολύ καί νερό γιά νά εἶσαι πλούσια.»

Κι οὔτε χρειαζόσουνα χῶμα πολύ καί νερό γιά νά εἶσαι πλούσια.
Καί νά φαίνεται ἀπό παντοῦ τό πανύψηλο λάμπος τοῦ πλούτου σου.
Φώτης Κόντογλου - "Αρματωλοί και κλέφτες" 1948, 
Δημαρχείο Αθήνας

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ

Κι οὔτε χρειαζόσουνα χῶμα πολύ καί νερό γιά νά εἶσαι πλούσια.
Καί νά φαίνεται ἀπό παντοῦ τό πανύψηλο λάμπος τοῦ πλούτου σου.
Ὅπως συνέβηκε μέ τίς πέτρες τῶν Ψαρῶν, λεωχάρη.
Κι ὅπως συνέβηκε μέ τίς κακοτράχαλες ἀποτομές τοῦ Σουλίου,
πού ἱδρώνουνε γάλα ἀπ’ ὅταν τῶν κλεφτῶν οἱ γυναῖκες τιναχτῆκαν
χορεύοντας, πέσαν κάτω ἀπ’ τό Ζάλογγο καί τό γάλα τους ἐπε-
ρίσσεψε.

Α΄ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Σοῦ τά ἔπαιρναν ὅλα· τό κριθάρι γιά τό ψωμί, τό δέρμα γιά τό
παπούτσι, τό λινάρι γιά τό πουκάμισο.
Δυστυχούσανε τά παιδιά σου· ἀλλά, μολοντοῦτο, δέ φαινόταν ἡ

γύμνια τους· γιατί τά κουρέλια τους φωτίζονταν ἀπό μέσα.

Β΄ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Κ’ ἐκεῖνο τό φῶς, πού ξεβγαίνοντας ἀπό μέσα τους ὑφαινότανε σέ
χιτώνα, εἴτε φύσαγε, εἴτε ἔβρεχε, δέν τό ἔσβηνε τίποτα.
Τό μαχαίρι πού μπήγονταν μές στό σῶμα τους κ’ ἔψαχνε νά τό βρεῖ,
δέν τό ἔβρισκε.

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ

Τά παιδιά σου γεννιόντουσαν ντυμένα καί φαγωμένα.
Καί πολλά τους γεννιόντουσαν κ’ εγγράμματα μάλιστα.
Τά περσότερα ὅμως, μήν ἔχοντας τρόπο νά πράξουν αλλιῶς, τί
κρατοῦσαν ἀδιάκοπα στό δεξί τους τά ἄρματα, τίς τραγούδαγαν τίς
γραφές τους, κρεμώντας τίς μελωδίες τους στά κράκουρα καί στά δέντρα.
Ἄλλωστε, τό ἕνα μολύβι καί τό ἕνα χαρτί πού ὑπάρχαν στό Ἔθνος,
τά εἶχε πάρει ὁ Μακρυγιάννης.



[πηγή: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ,
ε' έκδοση, ΘΕΜΕΛΙΟ ΑΘΗΝΑ 2012, ΣΕΛ. 28]

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XIII / "Ζεστή χρυσή μεσημβρία./Σταθμός του Απείρου/— η καρδιά μας."

children playing on beach
Ρόδινες ώρες
ρόδινες οπώρες.
Γελά ο καιρός γελάει
κυλάει ρυάκι υγείας
ανάμεσα σε ροδοδάφνες.

Έξω η κατάχρυση μεσημβρία
καίγεται στις φλέβες 
των τζιτζικιών.

Ακούμε τις φωνές των παιδιών
που λούζονται στον ήλιο
και στη θάλασσα.

Ξέρουμε τα εξοχικά κέντρα
κρυμμένα στο δάσος
λίγο πιο πάνω απ' τ' ακρογιάλι.

Στα πλυμένα τζάμια τους
γελούν οι ανταύγειες
του γλαυκού και του πράσινου.
Δροσερό φως
μισοκλείνει τα μάτια του
κάτω απ' τα δέντρα.

Ας πεθαίνουν οι πένητες
έξω απ' τη θύρα της αιωνιότητας
χτυπώντας δίχως ν' ακούγονται
κλείνοντας τα μάτια
στην εφήμερη χλόη
που συντηρεί την αιωνιότητα.

Εμείς ασφαλισμένοι
μέσα στο γήινο ρίγος μας
γευόμαστε τον ουρανό.

Δεν είναι φόβος μήτε φθόνος.
Βέβαιοι πράοι κι αγαθοί
μες στη χαρά μας
χαϊδεύουμε
όλα τα πλάσματα του κόσμου.

Σγίγγω το χέρι σου.
Τι μου λείπει
για να μισήσω τη ζωή;

Αραγμένα τ' άσπρα καΐκια 
οι σκιές των γλάρων 
γράφονται
στην υγρήν αμμουδιά
και στη σάρκα σου.

Καμιά σειρήνα δε σφυρίζει.
Κανένας δεν αποδημεί.

Ζεστή χρυσή μεσημβρία.
Σταθμός του Απείρου
— η καρδιά μας.