Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Emily Dickinson — Νοέμβριος / November

1140

Η Μέρα συνέχεια μίκραινε, πιεσμένη
Από μια Νύχτα κυρτωμένη και πρόωρη
Το Απόγευμα έριχνε το λιγοστό του Κίτρινο
Στο βαθύ Δειλινό-
Οι Άνεμοι έβγαλαν τις πολεμικές τους συνήθειες
Τα Φύλλα ζήτησαν άδεια και την πήραν-
Ο Νοέμβρης κρέμασε το Γρανιτένιο Καπέλο του
Πάνω σε καρφί Βελουδένιο.
John Atkinson Grimshaw, Νοέμβριος. 1879
1140

The Day grew small, surrounded tight
By early, stooping Night-
The Afternoon in Evening deep
Its yellow shortness dropt-
The winds went out their martial ways
The Leaves obtained excuse-
November hung his Granite Hat
Upon a nail of Plush-

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Homero Aridjis — Γεννήθηκα στην οδό Πενίας

Γεννήθηκα στην οδό Πενίας
γωνία με την Αδικία
γονείς μου ήταν η Αξιοπρέπεια
και το Ίσως-Αύριο
πάντα στην εξώθυρα του μεγάρου
της κυρίας Εντιμότητας
από πολύ νέος έμαθα
να τρώω αέρα
και να εκτιμώ το Αόρατο
στο σχολείο της Στέρησης.

Μια βροχερή μέρα
επειδή έτυχε να βρεθεί εκεί
έβρεξα το στιλέτο μου
στο στέρνο ενός στρατηγού
και πέρασα είκοσι χρόνια
στο οίκημα της Πραγματικότητας.

Τώρα είμαι ελεύθερος
να γυρίζω στους δρόμους
της Δέσποινάς μας της Πόλης
συντροφιά με την Ανυποληψία και τα Γεράματα.

🌼🌼🌼🌼🌼🌼🌼🌼

Ο Ομέρο Αρίτζις (Omero Aridjis), ή Όμηρος Αριτζής επί το ελληνικότερον, γεννήθηκε το 1940 σε μια πολίχνη της μεξικανικής πολιτείας Μιτσοακάν, από Μεξικανή μητέρα και Μικρασιάτη πατέρα. Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος αλλά και ακτιβιστής στρατευμένος στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολιτισμικής διαφορετικότητας, είναι σήμερα ένας από τους διανοούμενους με το μεγαλύτερο κύρος στο Μεξικό.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Νίκος Γκάτσος — Ήρθατε σαν κύματα

Σημαδεμένη και προδομένη
έμεινε πάντα η δική μας η γενιά.
Μας βρήκαν μπόρες, δύσκολες ώρες
κι ούτε λυχνάρι,
ούτε φως στη σκοτεινιά.
Ω, ήρθατε σαν κύματα,
ω, θύμησες παλιές.
Ω, πάνω από συντρίμματα,
ω, κι άδειες αγκαλιές.

Ξεκληρισμένα και πικραμένα
μείνανε πάντα
της γενιάς μου τα παιδιά.
Κάντε κουράγιο κι απ’ το ναυάγιο
κάπου θα βρούμε
της χαράς την αμμουδιά.

Pablo Neruda — Ωδή στη φτώχεια / Ode to Poverty

Όταν γεννήθηκα,φτώχεια,
με ακολούθησες,
με κοιτούσες
μέσα από
τις τάβλες που είχαν σαπίσει
από τη βαρυχειμωνιά.
Ξαφνικά
ήταν τα δικά σου μάτια
εκείνα που κρυφοκοιτούσαν απ’ τις τρύπες.
Οι σταλαγματιές
τη νύχτα
επαναλάμβαναν
το ονοματεπώνυμό σου
ή, μερικές φορές,
η άδεια αλατιέρα,
το σκισμένο σακάκι,
τα τρύπια παπούτσια,
με προειδοποιούσαν.

Ήταν εκεί
παραμονεύοντάς με
τα όμοια με σαράκι δόντια σου,
τα μάτια σου, τέλματα σωστά,
η σταχτιά σου γλώσσα
που κόβει
τα ρούχα, το ξύλο,
τα κόκαλα και το αίμα,
ήσουν εκεί
ψάχνοντάς με,
ακολουθώντας με
στους δρόμους
από τότε που γεννήθηκα.

Κι όταν νοίκιασα ένα κούτσικο
δωμάτιο, στην άκρη της πόλης,
καθισμένη σε μια καρέκλα
με περίμενες,
ή όταν, έφηβος,
ανασήκωνα τα σεντόνια
ενός σκοτεινού ξενοδοχείου
δεν έβρισκα το άρωμα
του γυμνού τριαντάφυλλου,
αλλά το ψυχρό σφύριγμα
του στόματός σου.

Φτώχεια,
με ακολούθησες
στις γειτονιές και στα νοσοκομεία,
στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Όταν αρρώστησα χτυπήσαν
την πόρτα:
δεν ήταν ο γιατρός, παρά ερχόταν
ξανά η φτώχεια.

Σε είδα να βγάζεις τα έπιπλά μου
στο δρόμο:
οι άνθρωποι τ’ αφήναν
να πέσουν σαν τις πέτρες.
Εσύ, με αβάσταχτη στοργή,
απ’ όλη την εγκατάλειψη του κόσμου
στη μέση του δρόμου και κάτω απ’ τη βροχή
έφτιαχνες
έναν σαραβαλιασμένο θρόνο
και κοιτώντας τους φτωχούς
μάζευες από χάμω
το τελευταίο πιάτο μου να το κάνεις διάδημα.

Τώρα,
φτώχεια,
σ’ ακολουθώ εγώ.
Είμαι αμείλικτος
όπως ήσουν κι εσύ.
Μαζί
με κάθε φτωχό
θα με βρεις να τραγουδώ,
κάτω από κάθε σεντόνι
αδιανόητου νοσοκομείου
θα βρεις το τραγούδι μου.

Σ’ ακολουθώ,
φτώχεια,
σε παραμονεύω,
σε κυκλώνω,
σε στήνω στον τοίχο,
σε απομονώνω,
σου μπήγω τα νύχια,
σου σπάω
τα δόντια που σου απομένουν.

Βρίσκομαι παντού:
στον ωκεανό με τους ψαράδες,
στο ορυχείο
όπου οι άντρες,
σκουπίζοντας το μέτωπό τους
για να στεγνώσουν τον μαύρο ιδρώτα, βρίσκουν
τα ποιήματά μου.

Σχολάω κάθε μέρα
με την εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας.
Τα χέρια μου είναι κάτασπρα
απ’ το μοίρασμα του ψωμιού στους φούρνους.

Όπου κι αν πας,
φτώχεια,
το τραγούδι μου
τραγουδά,
η ζωή μου
ζει,
το αίμα μου
αγωνίζεται.

Θα καταρρίψω
τις ωχρές σου σημαίες
όπου κι αν υψωθούν.

Άλλοι ποιητές,
στο παρελθόν, σε αποκάλεσαν
αγία,
ασπάστηκαν το μανδύα σου,
τράφηκαν με αέρα
και χάθηκαν.

Εγώ
σε προκαλώ,
με σκληρούς στίχους σού ραπίζω το πρόσωπο,
σε σκάφος σε φορτώνω και σε εξοστρακίζω.

Εγώ μαζί με άλλους,
πάρα πολλούς άλλους,
σ’ εξορίζουμε
από τη Γη στη Σελήνη
για να μείνεις εκεί
παγωμένη κι αιχμάλωτη
κοιτώντας με μισό μάτι
το ψωμί και τα ελέη
που θα καλύψουν τη γη
από αύριο.
Μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου
oanagnostis

Ode to Poverty

When I was born,
poverty,
you followed me,
you watched me
through the wooden boards
rotten by the deep winter.

Perhaps
it was your eyes,
that watched me from the holes.
The leaks,
at night,
repeated
your name and surname
or sometimes
the broken salt-cellar,
the torn suit,
the open shoes,
warned me.

They were stalking me
your woodworm teeth
your swampy eyes,
your grey tongue
that cuts
clothes, wood,
bones and blood,
there you were
looking for me
following me
in the streets
from my birth.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Μίλτος Σαχτούρης — Οκτώβριος

Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό
Η Βροχή Είναι…Εθισμός!
Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μες στον καθρέφτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογγητό

Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα όνειρα μου θυμίζουν εσένα
η νύχτα θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει εσένα
κι ο τάφος μου θυμίζει εσένα
όλες οι φωτογραφίες, όλα τα χρώματα
όλα μου θυμίζουν εσένα
και όλα τα αγαπώ για σένα

Συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο», 1952 (Κέδρος)

🍂🍂🍂🍂🍂🍂🍂🍂

Ο Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές της Ελλάδας. 
Τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία, ενώ τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Ισπανικά και Πολωνέζικα.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή («Η Λησμονημένη – 1945) αντιμετωπίστηκε με χλεύη από τους ποιητές της γενιάς του ’30, ενώ η καλύτερη συλλογή του («Με το πρόσωπο στον τοίχο» – 1952) πούλησε μόλις 5 αντίτυπα.

Τη δεκαετία του ’60 άρχισε να αναγνωρίζεται από την κριτική ως πρωτοποριακός ποιητής με μοναδικό προσωπικό ύφος. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή.

Ο Beacon τον αναγνωρίζει ως «συνεπέστερο διερευνητή του εσωτερικού εφιαλτικού κόσμου», καθώς τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από εφιαλτικές εικόνες, σπαράγματα ενός παράλογου κόσμου, μέσα στον οποίο δεσπόζει το αίσθημα του φόβου και της απειλής.

Η ποίηση του Σαχτούρη, παρά τα εμφανή υπερρεαλιστικά στοιχεία, δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί. Μέσα από την εξωτερίκευση και την δραματοποίηση του υποκειμενικού συναισθήματος , αναπαριστά τη διαταραγμένη ισορροπία της ζωής του μεταπολεμικού ανθρώπου, η οποία έχει καταληφθεί από τα αισθήματα του φόβου και της απειλής.

Ο Σαχτούρης έγραψε για τον έρωτα, την υπαρξιακή αγωνία, τον φόβο του θανάτου και την πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις του καλού και του κακού. Ποιήματα του διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έτεινε προς τον Αριστερό χώρο, χωρίς όμως να είναι απόλυτα αριστερός, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος.

Ο Σαχτούρης πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης στην Κυψέλη, έχοντας ξεπουλήσει όλη την πατρική του περιουσία για να επιβιώσει…

Ηλίας Κατσούλης — Ο Οκτώβρης σημαία στα μπαλκόνια

Μουσική, πρώτη εκτέλεση: Παντελής Θαλασσινός

Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη
Με γιασεμάκι χιώτικο, λευκό χρυσανθεμάκι
Οκτώβρης ήρθε κι άνοιξε του κήπου το πορτάκι
τα μάτια είχε χαμηλά, σεμνά και λυπημένα
και κάτω από τα βλέφαρα δυο σύννεφα κρυμμένα.

Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά’στο Λουμπαρδιάρη.
Του Αϊ Δημήτρη ανήμερα εχάρηκε η ψυχή του
έτσι που ήλιος έγινε στα μάτια η βροχή του

Την άλλη μέρα το πρωί, θυμάται το `40
τη σχολική παρέλαση, τη μεθυσμένη μπάντα
τα γυριστά σαξόφωνα και τα χρυσά τρομπόνια
κι αυτός σημαία υψώθηκε στης πόλης τα μπαλκόνια

Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη.
Του Αϊ Δημήτρη ανήμερα εχάρηκε η ψυχή του
έτσι που ήλιος έγινε στα μάτια η βροχή του