Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο, κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημε- ρολογίου για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ό,τι μένει να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας ένα μικρό «μη με λησμόνει».