Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία IV / Ἐσύ μοῦ ’φερες/τόν καινούργιο καιρό,/τό φῶς τῆς αὐγῆς/καί τό αἷμα μου.

Field of Remembrance
Βηματίζεις
μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου
μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα,
ποὺ εὐωδιάζει πράσινα φύλλα,
φρεσκοπλυμένο οὐρανό
καὶ φτερά γλάρων
πάνω ἀπὸ θάλασσα πρωινή.

Μέσα στό βλέμμα σου ἠχούν
κάτι μικρές φυσαρμόνικες 
ἀπό κείνες που παίζουν
τά πολύ εὔθυμα  παιδιά
στίς ἐαρινές ἐξοχές.

Νά
ἐδῶ εἶναι
τό ἐβένινο γραφείο
τοῦ πρόγονου
πού ‘χε πολλούς ὑπηρέτες
πολλά σκυλιά κυνηγοῦ
καί τόν εἶχαν ἀγαπήσει
πολλές κυρίες ἄρρωστες
μέ χρυσά ματόκλαδα
καί μετάξινο δέρμα.

Ἐδῶ ἐπάνω ἔγραφα πρίν ἔρθεις
ἐπιστολές καί στίχους
γιά πεθαμένους φίλους
κάτω ἀπ’ αὐτό τό κηροπήγιο
πού τό κράτησαν χέρια δακρυσμένα
σέ ἀπέραντες νύχτες ἀγρυπνίας.

Δέ νιώθεις
τήν ὠχρή παρουσία
τοῦ αἰθέρα καί τοῦ ἰωδίου
τήν πληγωμένη κραυγή
τῆς παραφροσύνης
μιά μυρωδιά βροχῆς πού πέφτει
σέ παγωμένα τζάμια ἑσπερινά
σανατορίων καί ψυχιατρείων;

Κοίταξε τίς φωτογραφίες:
ἡ πεθαμένη μητέρα,
ὁ πεθαμένος ἀδελφός,
κ' οἱ χλωμές ἀδελφοῦλες μου
μὲ τὶς φεγγαρίσιες μποῦκλες
καὶ μ' ἕνα μακρυνό χαμόγελο 
κρεμασμένο στὴ μορφή τους,
καθὼς ἕνα κλουβὶ μὲ καναρίνια,
κρεμασμένο σὲ σπίτι φτωχικό,
ποὺ ἔχουν ὅλοι πεθάνει.

Ποὖναι ἕνας ἀχθοφόρος,
νὰ μεταφέρῃ αὐτά τὰ ἔπιπλα
στὸ ὑπόγειο;

Ξεκρέμασε καί πέταξε
ἀπ’ τ’ ἀνοιχτό παράθυρο
τίς μελαγχολικές κορνίζες.

Ἐσύ μοῦ ’φερες
τόν καινούργιο καιρό,
τό φῶς τῆς αὐγῆς
καί τό αἷμα μου.

Δέ θά περάσω στό δάχτυλό σου
τό ἀρχαῖο δαχτυλίδι τῆς μητέρας.
Μές στόν ὠχρό περουζέ του
ἀναπνέει ὁ σκελετός
τοῦ παρελθόντος.

Δέν ἁρμόζει αὐτός ὁ στίχος.
                         
Πιασμένοι ἀπ’ τό χέρι
θά κατεβοῦμε τή μαρμάρινη σκάλα
πού ἔχει φθαρεῖ ἀπ’ τά βήματα
τῶν φθινοπωρινών σκιῶν.

Πᾶμε στοὺς ἀγρούς,
νὰ φορέσουμε στὰ δάχτυλα
τὶς παπαροῦνες καὶ τὸν ἥλιο
καὶ τὴ νέα χλόη.

Στὰ μάτια σου δέ λιμνάζει
μήτ' ἕνας κόκκος ἴσκιου.

Νά ὁ ἥλιος πού τρέχει
μέσα στά δάση.
Δέν ἔχουμε ἀργήσει.