Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Αποχαιρετισμός στον ελληνικό ήλιο

Της πατρίδας μου ήλιε, καθαρέ,
σαν ψυχή αγγέλου που σκέπτεται,
πλούτε ακαταμέτρητα που θαυματουργείς
χρώματα πάνω στις πέτρες μας,
ψωμί και γάλα ενός φτωχού παιδιού
που χρύσωσε τα χείλη του με τ’ όνομα σου
γράφοντας στίχους να τιμήσει ετούτον τον ωραίο
κόσμο˙ που γινόσουν ουσία και πράγματα της ζωής
φρούτα ή άνθη της μυρτιάς και σε χάιδευα,
που δίπλωνα με σε τις λύπες μου όπως μ’ έναν
μαντύα χρυσό που κουμπώνει στο στήθος
κ’ ήμουν ο πιο καλοντυμένος πρίγκιπας-
ήλιε μου, σε αποχαιρετώ σήμερα˙ εγκαταλείπω
τις προστατευτικές ετούτες πλάτες των βουνών
που είναι γυμνά σαν τη μοίρα μου και τα βάσανα μου,
σαν τη μοίρα και τα βάσανα ενός όμηρου λαού
που μες στο σπαραγμό του, αβοήθητος,
νέος κι ωραίος, συστρέφεται
λαβωμένος ο Άδωνις.

Παρά να ζω κάτω από το βλέμμα των εκπορνευτών
της Παναγίας της Αθηνάς και της Δίκης,
προτίμησα παίρνοντας ένα ραβδί
κ’ ένα σάκο ν’ αφήσω τον υπόδουλο κλήρο μου.
Πιο γλυκιά θα ‘ναι η έρημος και η εξορία˙ η άμμος
μαλακό χόρτο θα ‘ναι κάτω απ’ τα πόδια μου,
αρκεί να σώσω την ψυχή μου, ήλιε μου, και το λόγο μου.
Εσύ όμως ο πιστός που ποτέ δε θα φύγεις,
αλλά το ίδιο διαυγής θα γυρίζεις απάνω
απ’ αυτό το προαιώνιο λίκνο της πέτρας, επίβλεψε
τα παιδιά που στα μάτια τους κατοπτρίζεται η μοίρα
των Ψαρών και του Δίστομου˙ επίβλεψε
τον λαό Δωρητή
που έχει στραγγίξει την καρδιά του μέσα στο παγκόσμιο
θυσιαστήριο - κάτωχρον ανάμεσα στους ληστές.

Εσύ μακροχρόνιος, κραταιός και ανεξάρτητος
γυρνάς πάνω απ’ όλα, αλλά εγώ δεν μπορώ
στα προσβλημένα ιερά να κάθομαι ανάμεσα
με σκυμμένο το μέτωπο˙ δεν αντέχω να βλέπω
την αρετή γυμνή, με το ρούχο της
κουρελιασμένο να κρέμεται
απ’ τα δόντια του τσακαλιού,
λεκέδες το φως σου να γιομίζει απ’ το ψεύδος.

Εμπειρογνώμονες με ψυχή από νάιλον,
πραιτωριανοί σπουδαγμένοι στο Άουσβιτς
πυροβολούν την αλήθεια
τραυματίζουν τον Παρθενώνα
και τους «τήδε κειμένους», δεν επιτρέπουν
να υπάρχουν ποιητές στο χώρο της Δάφνης,
σβήνουν τα γράμματα του αλφαβήτου.

Τα δάκρυα μου γέμισαν όλες τις κοίτες.
Τα κόκαλα μου θα γίνουν αιώνια ποτάμια
Αναζητώντας να βρουν μια συνείδηση που ν’ ακούει.
Αφήνοντας τώρα τούτα τα πνεύματα
-τους ξερόβραχους της πατρίδας μου-
και την κορφή του Ταΰγετου
που με δίδαξε το ύψος,
ήλιε μου,
φεύγω
χωρίς μοίρα και χωρίς πατρίδα, ελπίζοντας
στους απογόνους αυτών που σημείωσαν
στη διαθήκη τους την Ελλάδα,
γιατί είμαι μια πέτρα κ’ εγώ, ένα άνθος
μια σπίθα της, μια κραυγή της:

«μέσα σε όλα τα όνειρα των Ελλήνων
στρατονιστήκανε οι βάρβαροι!
Αν δεν είναι ώριμος ο κόσμος παρά μόνο για να καταστραφεί,
λησμονήσετε τότε και την πατρίδα μου˙ αν όμως
ακόμα υπάρχουνε ψυχή και αγάπη, τότε απλώστε
τα χέρια όλοι οι ευγενείς του κόσμου και βοηθείστε τη.»
Αθήνα 1967