Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης — Από μέρα σε μέρα
«Τα όνειρα, α, τα όνει-/ρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι/τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα...»

Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα ίδια λάθη, οι συμβι-
   βασμοί,
το δουλικό χαμόγελο, μπροστά σε κείνον που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου κι αυτόν και το χα-
   μόγελό σου,
η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου ανάγκη για μεγάλες
   πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου τακούνια,
το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου αξίας, μιας δύνα-
   μης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη μεγάλη ώρα, και μαζί η
   πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα δε
   θαρθεί ποτέ,
ή ακόμα πιο φριχτό πως πέρασε χωρίς να την αναγνωρίσεις,
η κοπέλλα του αντικρινού σπιτιού που τρέχει βιαστική στο
   ραντεβού της
χωρίς να σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Τα όνειρα, α, τα όνει-
 ρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι
τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα, οι αμαρτίες που φο-
  βάσαι, οι αγνότητες που δεν μπορείς,
η σκέψη, πως, εκεί, να, πίσω από τη γωνιά του δρόμου σε
   προσμένουν
όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά το ίδιο γαλακτο-
   πωλείο–
την έμαθες της ζωή σου, χρόνια τώρα.

Έτσι κάθε μέρα ξυπνάς με την πικρή αόριστη απόφαση:
   αν έπεφτα απ’ το παράθυρο;
Και κάθε βράδι κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτή την πολυ-
   σήμαντη αυριανή σου μέρα.

Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», Τόμος Πρώτος, Εκδόσεις Κέδρος


Ανάλυση
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη διακρίνεται για την αίσθηση πικρίας που τη διατρέχει, μιας και ο ποιητής τείνει να σφυροκοπά τον αναγνώστη με τη γύμνια της ζωής του, αφαιρώντας όλους εκείνους τους εφήμερους περισπασμούς της καθημερινότητας που ενδεχομένως ξεγελούν τον άνθρωπο και τον κάνουν να πιστεύει πως υπάρχει ομορφιά, ίσως και ελπίδα στη ζωή του. 

Ο ποιητής καταγράφει τα μόνιμα εκείνα στοιχεία του βίου των απλών ανθρώπων που φανερώνουν, αν όχι τη ματαιότητά του, σίγουρα πάντως τις πλείστες δυσκολίες που καθηλώνουν τους ανθρώπους του μόχθου σε μια αέναα επαναλαμβανόμενη κατάσταση απογοήτευσης και διάψευσης των όποιων προσδοκιών τους. 
Ποίηση δομημένη με τα πλέον λιτά υλικά μιας αφήγησης ή ενός εσωτερικού μονολόγου, που έχει τη γεύση των δακρύων ή και του αίματος∙ με το θύμα να είναι πάντοτε ο ίδιος ο ποιητής -και μέσω αυτού κάθε άλλος άνθρωπος της βιοπάλης-, που βλέπει τη ζωή του να συνθλίβεται υπό την πίεση όλων εκείνων των αναγκών που μόλις και μετά βίας καλύπτονται -όταν και αν καλύπτονται- με τα πενιχρά μέσα του εργάτη, του ανέργου, και κάθε άλλου φτωχού ανθρώπου προορισμένου να αποτελεί εσαεί το εξαθλιωμένο υπόστρωμα μιας κοινωνίας αφιερωμένης στην ευημερία των λίγων προνομιούχων.

«
Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα ίδια λάθη, οι συμβι-
   βασμοί,
το δουλικό χαμόγελο, μπροστά σε κείνον που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου κι αυτόν και το χα-
   μόγελό σου»

Με αμείλικτη αυτοκριτική διάθεση ο ποιητής απογυμνώνει τον εαυτό του, έστω κι αν η χρήση του β΄ προσώπου δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σε κάποιον άλλον. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο, που επιτρέπει ωστόσο στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τις διαπιστώσεις και τις παραδοχές του ποιητή.
Οι καθημερινές ταπεινώσεις αποτελούν σταθερό μοτίβο στη ζωή των ανθρώπων που μη έχοντας επαρκείς οικονομικές δυνατότητες νιώθουν αναγκασμένοι να υπομένουν και να ανέχονται την αλαζονεία των ισχυρών και των εξασφαλισμένων. 
Καταπιέζουν τον εαυτό τους και δεν υψώνουν τη φωνή τους απέναντι στην προφανή αδικία, επαναλαμβάνοντας έτσι μοιραία το ίδιο λάθος, αφού αποδέχονται τη θέση του κατώτερου πολίτη που τους έχει ατύπως αποδοθεί, και μένουν σταθερά σιωπηλοί απέναντι στην έπαρση και το θράσος των άλλων. 
Οι υποχωρήσεις διαδέχονται αδιάκοπα η μία την άλλη κι οι συμβιβασμοί γίνονται κατ’ ανάγκη τρόπος ζωής για τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν μήτε τη δύναμη, μα μήτε και τη δυνατότητα να θέσουν τέρμα στη διαρκή αυτή υποτίμησή τους.
Η επώδυνη αίσθηση πως η ζωή τους εξαρτάται ουσιαστικά από τις διαθέσεις του άλλου, αφού ο «άλλος» μπορεί να τους στερήσει την εργασία τους ή να τους δημιουργήσει όποια άλλη πιθανή δυσκολία, μιας και βρίσκεται σε θέση ισχύος, οδηγεί πολλούς ανθρώπους καθημερινά -όπως και τον ποιητή άλλωστε-, στο να καταφεύγουν στη δουλοπρέπεια. 
Υποτάσσονται στην υπερέχουσα θέση του άλλου μ’ ένα δουλικό χαμόγελο, έστω κι αν τον περιφρονούν βαθιά, έστω κι αν γνωρίζουν πως εκείνος δεν έχει στην πραγματικότητα καμία άλλη αξία πέραν από το γεγονός ότι κατέχει κάποια θέση που του επιτρέπει να ασκεί εξουσία.
Μια εξαναγκαστική δουλοπρέπεια που γεννά μίσος στην ψυχή του ανθρώπου τόσο για τον άλλο, που αν και πιθανώς είναι ασήμαντος και μικροπρεπής, διαθέτει ωστόσο τη δύναμη που του επιτρέπει να λειτουργεί εκφοβιστικά για τους γύρω του, όσο και για τον ίδιο του τον εαυτό που καταδέχεται να καταφεύγει σε μια τόσο ταπεινωτική και ανειλικρινή συμπεριφορά. 
Μίσος τέτοιας έντασης, μάλιστα, που τον ωθεί να σκέφτεται πως θα ήθελε ακόμη και να σφάξει κι εκείνον που τον φέρνει σ’ αυτή την εξευτελιστική θέση, μα και το ίδιο του το δουλικό χαμόγελο, που σηματοδοτεί τη συναίνεση στην καθημερινή του ταπείνωση.

«
η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου ανάγκη για μεγάλες
   πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου τακούνια»

Ο άνθρωπος του μόχθου -σωματικού και πνευματικού- που δεν έχει κατορθώσει να βρει τη δικαίωση των προσπαθειών του αισθάνεται μόνος, αισθάνεται πως δεν υπάρχουν γύρω του εκείνοι που θα αντιληφθούν πραγματικά πώς βιώνει και πόσο τον εξαθλιώνει η διαρκής αποτυχία που συνοδεύει τη ζωή του. 
Ο άνθρωπος αυτός μετανιώνει για κάθε πράξη, μα και για κάθε παράλειψη που θεωρεί εκ των υστέρων πως του στέρησαν τη δυνατότητα να πετύχει κάτι το ουσιαστικό. 
Κι είναι, άλλωστε, αυτή η βαθιά του ανάγκη να κάνει κάτι το σπουδαίο στη ζωή του, που του προκαλεί την πιο επώδυνη απογοήτευση, αφού όσο κι αν προσπάθησε, όσο κι αν έχει ταλαιπωρηθεί, δεν έχει κατορθώσει εντούτοις να φτάσει έστω και σε μία επιθυμητή επίτευξη. Ένα αίσθημα διαρκούς απογοήτευσης που φθείρει την ψυχή του, αφού βλέπει τον εαυτό του καθηλωμένο στο τίποτα και στην αφάνεια.

«
το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου αξίας, μιας δύνα-
   μης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη μεγάλη ώρα, και μαζί η
   πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα δε
   θαρθεί ποτέ»

Ο άνθρωπος αυτός μέσα του νιώθει πως όχι μόνο δεν είναι ασήμαντος -έστω κι αν έτσι τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι-, αλλά πως έχει πολύ μεγάλη αξία, κι ακόμη περισσότερο πως έχει τη δύναμη να επιτύχει πολύ σημαντικά πράγματα, αρκεί να του δοθεί η ευκαιρία∙ αρκεί να έρθει εκείνη η μεγάλη ώρα που θα του επιτρέψει να αναδείξει πλήρως όλες εκείνες τις πτυχές της προσωπικότητάς του, που μέχρι τώρα αναγκάζεται να κρύβει επιμελώς, προκειμένου να μη δώσει την εντύπωση ανθρώπου φαντασμένου και αιθεροβάμονος, βιώνει μια μεγάλη αντίφαση. 
Την ώρα ακριβώς που.....
..................
η συνέχεια εδώ