Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Νικηφόρος Βρεττάκος — Γράμμα στόν ἄνθρωπο της πατρίδας μου «Πές τους πώς εἶμαι ἕνας ἐλεύθερος ἄνεμος πού γυρνᾶ μέσα στὸ μέλλον. Πώς σέ κάθε δέντρο ἔχω δεμένο κι ἀπό ἕνα χρυσοσέλωτο ἄλογο. Πές τους πώς, ἐγώ κι ὁ ἥλιος εἴμαστε πάντοτε σέ πορεία.»

Καθὼς κοιτᾶς τὸν Ταΰγετο σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα, καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα, καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπ’ τὰ δάκρυα μου
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμα πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!

Καρλ Ρότμαν (1835-1840) - «Η Σπάρτη με τον Ταΰγετο»
Ἀπαντῶ στὴ σιωπή σου μ’ ἕνα φῶς ἤρεμο· ὅσο καὶ νἆναι
σὰν τὸν Ἀτλαντικὸ οἱ στιγμές μου ταραγμένες
ὅσο κι ἂν ἡ καρδιὰ στὰ βάθη μου χορεύει ὅπως μιὰ φλόγα
φωτιᾶς. Τὸ αἷμα μου καίγεται σὰν ἕνα μακρὺ δάσος
σὲ μιὰν ἀπέραντη πλαγιά. Ὅσο κι ἂν ἕνας ὄμορφος
ἥλιος βασίλεψε, σοῦ γράφω. Ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο,
σ’ ἕνα μικρὸ φύλλο χαρτιοῦ σοῦ γράφω καὶ σοῦ στέλνω
τὸ παιδικό μου ἀλάβωτο χαμόγελο σὰν ἕνα
φεγγάρι μέσα σὲ μιὰ στέρνα.
Ἔχεις τὸ ἔλεος. Πάνω σου τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ.
Ἔχεις τὴν εὔνοια τῶν πρωινῶν του. Μὴ μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ εἰπεῖς πὼς μ’ ἐγκατέλειψεν
ἡ ἐλπίδα.
Καθὼς κοιτᾶς τὸν Ταΰγετο σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα, καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα, καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπ’ τὰ δάκρυα μου
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμα πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!
Κι ἂν σκίστηκε
τό χῶμα μου στὰ δύο, κι ἂν χάσκει ἡ ὕπαρξή μου
σὰν ἕνας τοῖχος ἀνοιγμένος κάτω ἀπ’ τὴν κοιλιὰ
μιᾶς φορτωμένης καταιγίδας,
πές τους πὼς σοῦ στέλνω
τὸ παιδικό μου ἀλάβωτο χαμόγελο σὰν ἕνα
φεγγάρι μέσα σὲ μιὰ στέρνα.
Κατὰ μῆκος τοῦ ποταμιοῦ
ποὺ κατεβαίνει στὴν κοιλάδα,
δίπλα στὶς λεῦκες ποὺ σοῦ νανουρίζαν
τὴ λύπη, γράψε στὸ νερὸ
τ’ ὄνομά μου: Ἐλπίδα.
τ’ ὄνομά μου: Ἀγάπη
τ’ ὄνομά μου: Σιωπή.
Τάραξε πάλι τὸ νερό.
Σβύσε τὰ ἴχνη μου πάλι.
Πές τους πὼς εἶμαι ἕνας ἐλεύθερος ἄνεμος ποὺ γυρνᾶ
μέσα στὸ μέλλον. Πὼς σὲ κάθε δέντρο ἔχω δεμένο
κι ἀπὸ ἕνα χρυσοσέλωτο ἄλογο. Πές τους πώς,
ἐγὼ κι ὁ ἥλιος εἴμαστε πάντοτε σὲ πορεία.
Πὼς ὅταν κάθε Κυριακὴ ντύνομαι τὶς ἐλπίδες μου
γιομίζει καθὼς περπατῶ ὁ κόσμος.
Ἐσύ, ἔτσι πές τους.
Πὼς δὲν σοὔγραψα τίποτα. Πὼς σοὔστειλα μονάχα
τὸ παιδικὸ μου ἀλάβωτο χαμόγελο σὰν ἕνα
φεγγάρι μέσα σὲ μιὰ στέρνα.

Από τη συλλογή «ΤΑ ΘΟΛΑ ΠΟΤΑΜΙΑ», 1950


https://www.youtube.com/watch?v=u5EHvRYRc4M

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Τάσος Λειβαδίτης — Τα ωραία χρυσάνθεμα / «... κι όταν κάποτε έρθει η ώρα ν’ απολογηθώ, θα 'χω μάρτυρες όλους / τους περαστικούς που στάθηκα αμήχανος μπροστά τους... »

Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοντας με τα μάτια τον
   ορίζοντα.
Σφυρίγματα των τραίνων που σε πηγαίνουν πιο μακριά απ’ τα τραίνα.
Vincent Willem van Gogh - Τέσσερα κομμένα ηλιοτρόπια 1887
Εκείνη τη νύχτα, ήμουν κρυμμένος πίσω από την ντουλάπα,
αλλά γιατί να προβαίνω σε αποκαλύψεις, οι καιροί ήταν δύσκολοι:
  επαναστάσεις, διαψεύσεις
κι άλλοτε συμβαίνουν γεγονότα που θυμάσαι ότι τα ξανάζησες – σε
   ποιο όνειρο τάχα ή σε ποιαν άλλη ζωή,
μικρές κάμαρες που περπάτησα πάνω – κάτω όλη την απεραντοσύνη
άδειοι μοναχικοί δρόμοι, όπου έζησα τις πιο ωραίες μου περιπέτειες
κι όταν κάποτε έρθει η ώρα ν’ απολογηθώ, θα 'χω μάρτυρες όλους
   τους περαστικούς που στάθηκα αμήχανος μπροστά τους,
μην έχοντας τι να πω. Λοιπόν, τι απέγιναν τα ωραία χρυσάνθεμα;
Πού πήγαν οι παλιές μέρες;

Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοντας με τα μάτια τον
  ορίζοντα.
Σφυρίγματα των τραίνων που σε πηγαίνουν πιο μακριά απ’ τα τραίνα.

Συλλογή: «ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 462

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Ανέστης Ευαγγέλου — Το χιόνι

(Στον Κρίτωνα Ζωάκο)
«Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.


Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά -χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε- βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ’ αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ’ εκεί με τ’ αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;

Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
-κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια,
για ν’ απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν’ απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ’ όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.

Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ’ αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.

Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα
πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα.
Αργότερα,
όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα
να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς
της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι
πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους
παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω
τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.

Σήμερα ωστόσο,
μισό σχεδόν αιώνα απ’ το πρωί εκείνο
των πρώτων παιδικών μου χρόνων,
χιονίζει πάλι.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.

Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.

Κατευνάζει την αλαζονεία∙
διδάσκει την ισότητα∙
χορηγεί την ειρήνη.

Χιόνι της Ευσπλαχνίας -όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης -όχι της Τιμωρίας.

Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.

Από τη συλλογή «Το χιόνι και η ερήμωση» (χειρόγραφα – 1994)

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Κώστας Μαυρουδής — «Χειμώνας» ή «Ιατρική επίσκεψη»

Αυτή εν συντομία είναι 
η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως 
πολύ παλιάς 
τόσο που να αμφιβάλλεις 
με πόση ακρίβεια μεταδίδεται 
ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια 
αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου, 
ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν όπως φοβούνται 
οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους 
(του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του
κοινού μας 
φόβου). 
Με πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν: 
ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή 
έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα 
και φόρεσε 
απ’ το λαιμό έως τα γόνατα 
υγρός ακόμη την ποδιά του ξυλουργού 
και βέβαια δεν ήταν γιατρός 
φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας, εξέταζε ως εδικός τα έπιπλα, 
τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το
φάρο), 
τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει 
ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο
άγνωστος, με 
αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει 
ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή 
βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα 
στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές 
σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού 
από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή 
η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη) 
με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι 
που είχε στην πλάτη 
ύστερα ένα θερμόμετρο 
ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα 
αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός 
έγινε μια μεγάλη παύση 
τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα 
(sodium glycerol 
hydroxide και ethanol 3 x 1) 
το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ 
ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;) 
θέμα τεσσάρων ημερών 
είπε η αυθεντία 
πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα 
και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του 
ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα 
ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο 
γύριζε έβλεπε την τάξη 
ενώ
α- 
βα- 
ρής 
σαν σκόνη 
αι- 
ω- 
νιό- 
τη- 
τας 
έ- 
πε- 
φτε 
αρ- 
γά 
η 
κι- 
μω- 
λία 
στα 
πα- 
πού- 
τσια 
του 
Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010
 Andro