Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Νικηφόρος Βρεττάκος — Προσευχή

Κύριε, πού στέλνεις τὴ βροχὴ στοὺς σπόρους
καὶ τὸν ἥλιο στὴ μήτρα τῆς μητέρας,
πού ἀποκρίνεσαι στο βέλασμα τοῦ ἀρνιοῦ
μὲ τὸ οὐράνιο τόξο πάνω ἀπὸ τὴ χλόη,
πού ἀπὸ ψηλὰ εὐλογεῖς, μέρα καὶ νύχτα,
τῶν ἔναστρων ἀχτῶν τὴν ἀνανέωση
τὸ φῶς καὶ τὴν ἀνάπτυξη μυριάδων
διάφορων λουλουδιῶν – ἂς μὴν ἀκούσεις
ποτὲ τὸ βέλασμά μου!... Ὅμως, Κύριέ μου,
τὴ δύση αὐτὴ μπορεῖς νὰ μοῦ στερήσεις
μ’ ὅποια σου δυστυχία;… Τὰ δάκρυα τοῦτα
ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τά βάθη πιὸ γαλάζια
κι ἀπ’ τὶς πηγὲς τῆς Ἄνοιξης, μπορεῖς,
Κύριε, νὰ τὰ ἐμποδίσεις;
Κοίταξέ με,
πῶς ἐπιμένω πίσω ἀπ’ τὶς τροχιὲς
τῶν τελευταίων πλασμάτων σου! Εἶναι μάταιο
νὰ μὲ κουράζεις πιότερο!..
Ἄφησέ με
μὲ ἥσυχη ἀναπνοὴ κάτω ἀπ’ τὸ κλῆμα
τῶν ἄστρων σου νὰ κλάψω… Δὲ μπορῶ

Κύριέ μου, νὰ μισήσω! Ἀγάπησέ με!

Από το "ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜA"

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Blogger «Βιολιστής στη Στέγη» - Παράθυρα χωρίς θέα.

Με διακατέχει το σύνδρομο "παράθυρα χωρίς θέα".
Κάποιοι, μπορεί να τ' ονομάζουν θλίψη. 

Ή, απογοήτευση. 
Ή, απελπισία. Ή, απαισιοδοξία, οι πιο αισιόδοξοι.
Θεωρείται ότι ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε τους πρώτους μήνες
που ο Νταλί ζούσε στην Ισπανία, το 1932 
Είμαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος.
Μπορώ να γίνω ευτυχισμένη με τα πιο απλά πράγματα. 
Και με τα πιο μικρά. 
Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών. 
Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές. 
Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους. 
Που τα καλοκαίρια έχουν νησιά. 
Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια. 
Που ξέρω ν' ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ' αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι, πολύ. 

Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους, πολύ. 
Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι' αυτούς. 
Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι. 
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται. 
Που μπορώ και κλαίω ακόμα. Και που τραγουδάω, μερικές φορές. Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν. 
Και ευωδιές που με γοητεύουν.

Μου φτάνουν οι στίχοι του Καββαδία. 

Ο Μικρός Πρίγκηπας του Σαιντ Εξυπερύ. 
Οι μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι. 
Το χρώμα στους πίνακες του Βάν Γκόνγκ. 
Και των πεσμένων φύλλων στο κήπο μου.
Το αναμμένο τζάκι. Το χουρ-χουρ της γάτας μου. 

Ο καφές με άρωμα φουντούκι. Το κρασί.

Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά. 

Για ν' αποκαλύπτουν ορίζοντες. 
Για να υπόσχονται το "παραπέρα". 
Για να λούζουν στο αληθινό φως τ' άδεια δωμάτια. 
Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στους λευκούς τοίχους. 
Για να δίνουν πνοή στη φαντασία. 
Για να οριοθετούν το "διαφορετικό". 
Για να μας κάνουν να καβαλάμε περβάζια.
Για όπου...

Το σπίτι που ζω το λένε Ελλάδα και κάθε μέρα χτίζεται κι' από μια σειρά τούβλα στα παράθυρά του. 

Οι άνθρωποι προσπαθούν να ψηλώσουν λίγο παραπάνω απ' τη τελευταία αράδα που έχει χτιστεί. 
Στέκονται στις μύτες των παπουτσιών και παλεύουν για λίγη θέα. 
Τα μυστριά όμως, δουλεύουν γρήγορα. 
Το βλέμμα ποτέ δεν τα προλαβαίνει. 
Ο αέρας που μπαίνει στο σπίτι μυρίζει τσιμέντο και μούχλα. 
Κάθε πρωί, άλλη μια σειρά από τούβλα έχει προστεθεί πάνω στη προηγούμενη. 
Οι άνθρωποι τότε, παίρνουν σκαμνιά. 
Μέσα από χαραμάδες βλέπουν πια. 
Τα δωμάτια σκοτεινιάζουν όλο και πιο πολύ. 
Μπαίνουν τα όρια. Μέχρι εδώ η ζωή μας.
 Εκεί έξω υπάρχει το "αύριο". Οι άνθρωποι κοντεύουν να πιστέψουν πως αυτό το "εκεί έξω" ονομάζεται "μη-ζωή". 
Χτίζουν τα παράθυρα για να μη το βλέπουμε, να μη το επιθυμούμε. Να μη το υποψιαζόμαστε. 
Να το ξεχάσουμε σιγά-σιγά. Να συνηθίσουμε την ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων. 
Να βάφουμε τα όνειρά μας στις αποχρώσεις του Νεοπάλ. 
Χρώμα πλαστικό καλής ποιότητας. 
Με μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων, για όλα τα γούστα.

Μόλις τελειώσει το χτίσιμο, οι άνθρωποι θα πάψουν να ψηλώνουν. Δεν θά' χει νόημα πια. 

Αντιθέτως, θα μάθουν να ζουν σκυφτοί για να μοιάζει ψηλότερο το ταβάνι. 
Λίγο-λίγο, θα συνηθίσουν να περπατούν καμπουριαστοί, να κάθονται ανακούρκουδα, να καταλαμβάνουν όλο και λιγότερο απ' το χώρο που τους αναλογεί μες στα δωμάτια. 
Θα μάθουν να έρπουν με ευκολία ανάμεσα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να προσανατολίζονται θαυμάσια προς τον τοίχο του βορά, προς την ανατολή του προσκέφαλού τους, προς τη δύση της οθόνης της τηλεόρασης, προς το νότο της πόρτας που οδηγεί σε διάδρομο τυφλό.
Θα προσαρμοστούν γρήγορα στο ν' αγκαλιάζουν τα ξύλινα πατώματα και να μετρούν τις σκλήθρες, και θα ταΐζουν το σαράκι που μοιράζεται το χώρο τους. 

Και το χρόνο τους.

Σιγά-σιγά θ' αποκοιμιούνται κουλουριασμένοι και το τικ-τακ των ρολογιών θα γίνει οι εποχές τους, η μέρα και η νύχτα τους, θα γίνει σύντροφος κι' εχθρός συγχρόνως, ενώ τα ξυπνητήρια θα σιγήσουν, για ν' αποδυναμώσουν τη μνήμη, να ξεχαστεί εκείνο το "εκεί έξω", να σβήσουν τα χρώματα τ' αληθινά και μαζί τους η λέξη "ελπίδα"...


Είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος. 

Που δεν αντέχει τα παράθυρα χωρίς θέα. 
Τη ζωή χωρίς "αύριο". Τα μαυρόασπρα όνειρα. 
Τα μη-όνειρα. 
Τα σκοτεινά δωμάτια. 
Τα μάτια που ξέχασαν να χαμογελούν. 
Τις εβδομάδες χωρίς Κυριακές. Το νεκρό χρόνο. 
Τα πλαστικά χρώματα. 
Το "μέχρι εδώ".

Θέλω να κουλουριαστώ σαν έμβρυο πάνω στο κρεβάτι μου. 

Να βάλω τρυφερές μουσικές να παίζουν. 
Να μετρήσω μέχρι τα εκατό. Να πω "φτου και βγαίνω". 
Και να βγω απ' το σπίτι που το λένε Ελλάδα, μέσα απ' τη τελευταία χαραμάδα που δε προλάβανε να χτίσουν ακόμη.
Να τρέξω έξω, στον καθαρό αέρα, να συναντήσω όλα τα "θά" που μου ανήκουν και δικαιούμαι, και κοιτώντας πίσω μου να ψιθυρίσω με ραγισμένη φωνή: 
 Φτου ξελευθερία!

ΑΝΑΡΤΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Νίκος Καββαδίας — Ερωτικό γράμμα

Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔστειλε ὁ ποιητὴς στην Θεανώ Σουνά.
Η φωτογραφία του μαζί της (στο video) είναι αυθεντική. Είναι ευτυχισμένος και μόνο που βρίσκεται δίπλα της. 

The Love Letter by Ferdinand Georg Waldmuller, 1849.

Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο ἀπόψε τὸ Αἰγαῖο.
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.

Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση.
Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου. Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.


Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.
Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.

Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του.
Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.
Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό.
Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο.
Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.


Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.
ΚΟΛΙΑΣ


youtube

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Νίκος Καββαδίας — Ἀγαπάω

Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.

Moonrise by the Sea or Moonrise over the Sea
is an 1822 oil-on-canvas painting by German painter Caspar David Friedrich
Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά, ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.


Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.