Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Μίλτος Σαχτούρης — Ἡ δύσκολη Κυριακή
«κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά/ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο/ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά»


Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου

Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά

Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο

Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ.

από τη συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ, 1945

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης — Συμβάν
«Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους/μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε/απ' το Nάρθηκα...»

Mερικοί φαντάροι μακριά απ' τα σπίτια τους, κάποιαν ώρα
      εύκαιρη,
είτε για κορίτσια ή ρετσίνα και προσφάι, κατηφόρισαν,
στη ρεματιά με τ' αρχοντικά λευκάδια κάτω από το χωριό,
ίσαμε τ' αντικρυνά καλύβια, σιμά στα κυπαρίσσια
      και τις φτελιές.

Φτωχός ο τόπος και τα καλωσορίσματα περισσότερα
      απ' τις μπουκιές.
Aν ψωμί δεν χόρταιναν, τα κορίτσια τάβλεπαν από μακριά.
Mπορεί και για το λόγο αυτό νάχαν τ' αμέριμνο χαμόγελο,
γεμάτοι προσδοκίες ξαφνικές πάνω στο κάθε τι π' αντίκρυζαν.

Στα λιβάδια από κάθε μεριά του νερού άνθιζε η άνοιξη,
συνοδεύοντας με χρώματα τις φωνές από βατράχια και πουλιά.
Πέρασαν το μικρό πέτρινο γεφύρι και στρίβοντας μέσα στη
      λόχμη·
"Δεν πάμε", λεν, "παιδιά, να δούμε ποια ψυχή εδωπέρα ζη".

Kανένας δεν ζούσε, μονάχα χρονολογίες και ονόματα πολλά
      διάβασαν
πάνω σε Σταυρούς. Kατά λάθος πήραν το ξωκκλήσι για σπίτι.
Ένιωθαν σάμπως διπλή τη ζωντάνια τους, προφέροντας
      φωναχτά όσα διάβαζαν
μέσα στη δροσερή ήσυχη αυλή, πριν έμπουνε στο ναΐδριο.

Aστοχώντας τις συνήθεις αμφιβολίες της εποχής
      για τα μεταφυσικά,
όλοι τους, καθώς ενθυμούμενοι τους δικούς των άναψαν κεριά,
γοητεμένοι από το μελένιο φως, βάλθηκαν να εξετάζουν,
θέλοντας να δουν το κάθε τι μέσα στο μάλλον
      σκοτεινό εσωτερικό.

Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους
      μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε
      απ' το Nάρθηκα,
πάν' απόναν σωρό ρόβη στη γωνιά και την ξεχασμένη
      μπούκλα του τσομπάνη,
παριστάνοντας αριστερά στον τοίχο, στον κυρίως ναό,
      έναν έφιππο.

Aπό το κόκκινο τ' άτι του ευθύς γνώρισαν
      τον Άγιο Δημήτριο.
Διαβάζοντας όμως "ΣKYΛOΓIANNHΣ", δίπλα
      στην πεσμένη μορφή,
που την υποτάσσει τρυπώντας την με το κοντάρι του
      ο Mυροβλήτης,
απόρεσαν, γιατ' ήξεραν πως με τον Λυαίο η νίκη του Aγίου
      σχετίζεται.

Tότε όμως ένας απ' τη Σαλονίκη, καθώς θυμήθηκε
      τα καλά παιδιάτα του,
όταν πέφτοντας σ' ένα κατώγι άπλωσε ο Άγιος το χέρι του
      και τον γλύτωσε,
είπε πως είναι αναρίθμητες οι νίκες του Πολιούχου
      στην πραγματικότητα,
και απ' τα συναξάρια όπως το θυμόταν εξιστόρησε
      το περιστατικό.

Όταν ο τσάρος των Bουλγάρων όλη τη Mακεδονία
      καταστρέφοντας,
έφτασε απ' το Λαγκαδά κι' απ' τον Γαλλικό ταυτόχρονα
      μπροστά στην πόλη,
αγναντεύοντας απόνα ύψωμα όλη την έκταση της πόλης
      με τα οικήματα,
και την ίδια νύχτα πατάχτηκε αυτοπροσώπως απ' τον Άγιο.

Tα λόγια του με την πυκνή παράθεση των συγκεκριμένων
      τοπωνυμιών
δίνοντας σάρκα και οστά σε όσα γνώριμα της πόλεως
      αναθυμόταν,
χόρταιναν τις αισθήσεις των συναδέλφων του παρουσιάζοντας,
όχι ένα κτίσμα, αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή,
      τη Θεσσαλονίκη.

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Περιπλανήσεις (I)
«Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να/ζήσω.»

Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να
ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη
τη μέρα χαρίζουν τ' όνειρο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα. Και συχνά διέσχιζα έναν
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει. Άλλα εκείνο που μ' έκανε ν' απορώ είναι
που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το
κεφάλι πάνω στους ώμους μου.
Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου
χωρίς κανείς να τον βλέπει.

Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την
ηλικία μου
ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που
μόλις έφυγε —
  ώ νεότητα!

Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε
 «κι όμως, μητέρα — μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα
πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα
κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα
ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο
να παίζει
κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν. απ’ το βάθος ενός
ονείρου
ή μιας άλλης ζωής
που πήγαινα; τι γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;

             Αλλά τι σημασία έχει;
αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη
μαγεία ενός χαμένου δειλινού,
ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα
μοναχικό απόγευμα
και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν
έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα,
πότε τα ξαναζήσαμε; που;
Ίσως γι' αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ
αφήνεις έξω από την πόρτα μας
         ένα μικρό γιασεμί.

Από τη συλλογή 
  ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ  
1987

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Ξημέρωμα
«κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες:
έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ’ τ’ όνειρο»

O πατέρας φορούσε συνήθως έναν κατιφέ στο πέτο, κι η μητέρα
μια ρόμπα με ζωγραφιστά αρχαία ειδύλλια
κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες:
έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ’ τ’ όνειρο
η μικρή Άρκτος ερωτοτροπούσε με τον Σεπτέμβριο
ω παιδικότητα: αιωνιότητα αμετάφραστη
κι ο Θεός που απ’ τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που
φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν
την ελπίδα στους ναυαγούς.


Ποίηση, Tόμος Tρίτος 1979-1987, Kέδρος, 1991

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Το ταξίδι της Παιδικής Ψυχής στην Ποίησή του - «τα παιδιά καβάλα πηγαινόρχονται απ’ τα γέλια στ’ όνειρο κι απ’ τ’ όνειρο / ξυπνάνε τρομαγμένα ξαφνικά στο μάταιο κόσμο των μεγάλων / και κλαίνε / και κανείς δεν μαντεύει το γιατί»

This image was drawn on the back of Edward Hopper’s third grade report card dated October 23, 1891, when Hopper was nine years old. Little Boy Looking at the Sea, n.d. The Arthayer R. Sanborn Hopper Collection Trust.

Επιχειρώντας κανείς ένα ταξίδι στο ποιητικό σύμπαν του Τ. Λειβαδίτη νιώθει πολλές φορές την ανάγκη να ενσαρκωθεί σ' ένα στίχο του ή μια λέξη. 

Η δυναμική των συντεταγμένων εννοιών, το “υπονοούμενο” που ελλοχεύει σε κάθε λέξη-σήμα, διεγείρει και συγκλονίζει το συναίσθημα του αναγνώστη. 
Έπειτα είναι κι αυτή - από μέρους του ποιητή - η παράφορα ελκυστική χρήση της παρομοίωσης και της μεταφοράς που δημιουργεί φαντασιακή εικονοποιία, ικανή τόσο όσο να μαγεύει κυριαρχικά τις αισθήσεις. 

Περιδιαβαίνοντας, λοιπόν, χρόνια τώρα την ποιητική κληρονομιά του, διαπίστωσα πως “το παιδί” σαν δρων πρόσωπο έμμεσο ή ταυτιζόμενο με την εικόνα του ίδιου του ποιητή λειτουργεί σαν σημαντικός δίαυλος απ' όπου διοχετεύονται στον αισθητικό αναγνώστη οι αγωνίες του Τ. Λειβαδίτη, τα πολιτικά του οράματα και ανησυχίες, οι βαθύτερες προσωπικές του αναζητήσεις. 

Αυτό το πόνημα δε διεκδικεί ασφαλώς την παρουσίαση επιστημονικής έρευνας, στοχεύει όμως στο ν' ανιχνεύσει τη σχέση και το ρόλο που κατέχει “το παιδί” στην ποιητική δημιουργία του Τ. Λειβαδίτη
...................
“Ο Μικρός Λεονάρδος” 
Αξιολογώντας, λοιπόν, την παρουσία του παιδιού στην ποιητική γλώσσα του Λειβαδίτη και στις τρεις περιόδους του έργου του, διαπιστώνουμε πως συνταγματικά αυτό εμφανίζεται ως έμμεσα δρων πρόσωπο, ως προπομπός που οδηγεί σε ερμηνεία του σημαινόμενου. 

Το παιδί, μ' άλλα λόγια, καλύπτεται από την ανωνυμία που απαιτεί η εκπλήρωση, η προσδοκία μιας γενικότερης κοσμολογικής αξίας (ειρήνη, δικαιοσύνη, ανάγκη για μετασχηματισμό της κοινωνίας, μεταφυσική ερμηνεία του χρόνου, εναντίωση στην ενηλικιωμένη ηθική) που θέτει το περιεχόμενο κάθε ποιητικής ενότητας ξεχωριστά. 
Η μοναδική φορά που ονοματίζεται το παιδί και η αμεσότητα του προσώπου του ταυτολογείται με το σημαινόμενο είναι στο ποίημα: “Ένας αληθινός Έλλην”. 

“Όταν, τέλος, κατάλαβαν κι οι άλλοι τι συνέβαινε, έγιναν προσπάθειες να τον 8 μεταπείσουν, ομηρικά οικογενειακά συμβούλια, συσκέψεις ιατρών, ακόμα κι οι αρχές της πόλης επενέβησαν, αλλά ο μικρός Λεονάρδος, πιστός στις παραδόσεις των προγόνων μας, αρνήθηκε να μεγαλώσει, προσφέροντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα φαινόμενο που γρήγορα έκανε την πόλη μας κέντρο της γενικής προσοχής - κι έτσι τ' αγάλματα των ηρώων είχαν τώρα περισσότερες επισκέψεις". 

Ο μικρός Λεονάρδος είναι το εξαίσιο - ακριβό κάτοπτρο του ποιητή που μέσα του αντανακλώνται οι αρνήσεις εκείνες που υπαγορεύουν τη μοναδικότητα της παιδικής ψυχής καθώς και την απόσταση που χωρίζει - σε ποιότητα συναισθημάτων κι όχι ηλικίας - τα παιδιά από το συμβατό και μονότονο κόσμο των ενηλίκων. 
Το καθ' υπερβολήν σχήμα που χρησιμοποιείται από τον ποιητή: 
“αρνήθηκε να μεγαλώσει” 
“κι έτσι τ' αγάλματα των ηρώων είχανε τώρα περισσότερες επισκέψεις” 

μεγιστοποιεί το παιδικό μεγαλείο και την αντίστασή του στη λογική των ενηλίκων. Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το παιδί παραλληλίζεται συχνά, σ' αυτή την τρίτη ποιητική περίοδο, με ομάδες ανθρώπων που προσωπικές περιπέτειές τους ή ατυχίες στέρησαν το σεβασμό από τον κοινωνικό περίγυρο που “βαφτίζει” τρελούς, περιθωριακούς ή αλήτες όσους δεν μπορεί να 
ερμηνεύσει. 

Οι επαίτες, οι ανήμποροι, οι πόρνες, οι ποιητές, οι τρελοί βρίσκουν στη στιχουργική αγκαλιά του Λειβαδίτη καταφύγιο, κερδίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο την προσοχή και την αξιοπρέπεια που μόνο μια ουμανιστική ηθική είναι σε θέση να διαθέσει. 
Κυρίως όμως κάθε στίχος του ποιητή ακούγεται σαν καταγγελία απέναντι σ' αυτή τη συγκεκριμένη ηθική:
 
“Κι ο τρελός της παλιάς συνοικίας - μια νύχτα, θυμάμαι, τον κυνηγούσαν και για να σωθεί κρύφτηκε στο γειτονικό σχολείο, κανείς δεν τον ξανάδε από τότε, τι απέγινε, άγνωστο. Μόνο που απ' την άλλη μέρα ο δάσκαλος έκανε πάντα λάθος στο μέτρημα κι έβρισκε ένα παιδί περισσότερο”. 

“Το παραμύθι μας αναζητά” 
Η δυαδική αντίθεση: παιδί - ενήλικος, όπως σχηματικά περιγράφτηκε στο σημειωτικό τετράγωνο του A.J.Greimas και προσδιορίζει δομικά σε αρκετά σημεία της τη στιχουργική παραγωγή της τρίτης περιόδου, αναδεικνύει παράλληλα τα εκπεμπόμενα σήματα της αντίθεσης: παιδί - ενήλικος, παιδικότητα (σήμα) - ενηλικίωση (σήμα), που αποκτά διαστάσεις μοναδικές με το τελευταίο έργο αυτής της περιόδου 

“Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου” που εκδόθηκαν δυο χρόνια (1990) μετά το θάνατο του Λειβαδίτη. 
Το παιδί-ενήλικας συχνά αναζητά τη δικαίωση στη νοσταλγία των χρόνων της αγνότητας: 

“...τ' απογεύματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα παραμύθι που δε μας το τελείωσαν και γυρίζει και μας αναζητά”
 
O ποιητής άλλοτε πάλι αντιμετωπίζει την πορεία της ενηλικίωσης με ενοχή τέτοια που συνδέει το παρελθόν των οραματισμών του με την παροντική ηθική παρακμή της κοινωνίας που γερνά χωρίς όνειρα, χωρίς αντιδράσεις απέναντι στην αρρωστημένη ηθική των ενηλίκων: 
“Είμαστε αιχμάλωτοι του ανεξήγητου και του αιώνια χαμένου κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική αγνότητα...”

O ποιητής - ενήλικας με τη συναίσθηση της παιδικότητας που τον χαρακτηρίζει σε κάθε κίνηση και αντίδραση μετασχηματίζει ακόμα και το φόβο του ανθρώπινου τέλους σε ανάγκη φυγής από μια πραγματικότητα ανίκανη ν’ αποδεχθεί τη ζωή. Έτσι το τέλος δηλώνεται ως κατοχύρωση σ' ό,τι πιο όμορφο σώθηκε από την ισοπεδωτική αξιολογική μανία της κοινωνίας: την παιδικότητα 

“... κι η παιδικότητα: ένα ουράνιο σχόλιο στο αίνιγμα να υπάρχουμε. 
Κι όταν κάποτε φύγω δε θα πάρω μαζί μου παρά λίγο βιολετί απ' το δειλινό κι έν' άστρο από κάποιο παραμύθι”. 

Θα μπορούσε βέβαια ο οποιοσδήποτε κριτικός ή αισθητικός αναγνώστης της ποίησης του Τ. Λειβαδίτη να γράφει ατέλειωτα για τις μεταμορφώσεις και τις εννοιολογικές σημασίες, για τη θέση δηλαδή που έχει “το παιδί” και η παιδικότητα σ' αυτή την τελευταία ποιητική του συλλογή. 
Το δίχως άλλο “το παιδί” αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ποιητικής μυθολογίας του Λειβαδίτη. 
Το ταξίδι αυτό της παιδικής ψυχής είναι το ταξίδι του ίδιου του ποιητή που ποτέ δεν εξαγόρασε τα οράματα του ακόμα και την πανάκριβη εσωτερική ανησυχία του με θέσεις, αξιώματα ή καλλιτεχνική προβολή. 
Ο Τ. Λειβαδίτης προτίμησε να μείνει ναυαγός στο απέραντο γαλάζιο των ονείρων του, προτίμησε τον πόνο, εξασφαλίζοντας όμως σ' όλους μας - μέσα από την ποιητική του δημιουργία - την αυθεντική επικοινωνία μ' έναν ανθρωπισμό που έχει τόσο ανάγκη ο σημερινός γυάλινος κόσμος μας: 

“...ω, παιδικότητα: αιώνια αμετάφραστη
κι ο θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν
την ελπίδα στους ναυαγούς”.
Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος
ολόκληρο το κείμενο εδώ
«Νοσταλγώντας “το άπειρο των παιδικών μας χρόνων”


δεν έχουμε παρά μόνο μια παιδική ηλικία μέσα στον αναπόφευκτο κόσμο 
«Βιολέτες για μια εποχή», Γ΄ 242) 1
users

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Η βροχή στην ποίησή του

Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει (απόσπασμα)

Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;
Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…



Σελήνη 20 ημερών (απόσπασμα)

Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη — ποιόν συγχωρεί;
Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων — κι ένιωθα σα να μ” έχουν μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.
Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
στον άλλον ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Αγαπημένη μου (απόσπασμα)

Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Ύστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.

Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…
«Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες
ακόμα

όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα
μάτια σου…
Έτσι έζησα. Πάντοτε.

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (αποσπάσματα)

Νύχτωνε γρήγορα.
Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή
και πόλεμο.

Τα τραίνα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά
μόλις προφταίναμε πίσω απ' τα τζάμια να τους δούμε...
Και το βήμα της περίπολος
έπαιρνε τη σιωπή απ'το δρόμο κι απ' τον κόσμο την ζεστασιά....
Έλεγες πως θα πέθαινες
ίσως να 'χες κιόλας πεθάνει
τόση είταν η νύχτα κ' η βροχή
ο άνεμος
οι πληγωμένοι

όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Κ' είταν σα να'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη....
''Τι ώρα νάναι μες στη νύχτα
τι ώρα νάναι μες στη βροχή
τι ώρα νάναι απόψε σ' όλη τη γη!
Τι ώρα νάναι. [...]''


Tο υπόγειο 

Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,

μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,

ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.

(από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985)


Σχέδιο με βροχή

«Ένας γέρος σταμάτησε στη γωνιά καθώς πήρε να βρέχει.
Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό
τσαλακωμένα χαρτιά [που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ τη βροχή,
θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι,
δε βλέπετε,αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά
γράμματα,
λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό,
χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων,
αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρό-
γραφα
λησμονημένων ποιητών.
Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή
τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί
σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν.
ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση.»

Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου

Τα πουλιά φεύγουν το φθινόπωρο πηγαίνοντας να διεκπεραιώσουν
μυστηριώδεις υποθέσεις – την άνοιξη θα μάθουμε τα νέα
τ’ απογέματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα
παραμύθι που δε μάς το τελείωσαν και γυρίζει και μάς αναζητά
ή όταν ακούω ένα φλάουτο να παίζει το βράδυ συλλογιέμαι πως
όλα θα τελειώσουν κάποτε.
Καμιά φορά βρέχει και κάθομαι σ’ ένα καφενείο, οι άνθρωποι όσο
γερνάνε γίνονται πιο ξένοι

κι είδα κάποιους απελπισμένους να περιμένουν στους σιδηροδρομικούς
σταθμούς, όχι για το ταξίδι, αλλά για τ’ όνειρο
ενώ οι στάλες της βροχής γράφουν μια μεγάλη επιστολή στα τζάμια.
Ποιος τη στέλνει; Τι γράφει; Θ’ απαντήσεις;

Ὁ μουσικὸς

……Συχνὰ τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἔφτανα σὲ μιὰ ἄλλη πόλη, δὲν ὑπῆρχε παρὰ μόνο ἕνας γέρος, ποὺ ὀνειρευόταν κάποτε νὰ γίνει μουσικός, καὶ τώρα καθόταν μισόγυμνος μὲς στὴ βροχὴ – μὲ τὸ σακάκι τοῦ εἶχε σκεπάσει πάνω στὰ γόνατα τοῦ ἕνα παλιό, φανταστικὸ βιολί, «τὸ ἀκοῦς;» μοῦ λέει, «ναί, τοῦ λέω, πάντα τὸ ἄκουγα»,
……ἐνῷ στὸ βάθος τοῦ δρόμου τὸ ἄγαλμα διηγόταν στὰ πουλιὰ τὸ ἀληθινὸ ταξίδι.
ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 40

Ποῦ εἶσαι

Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε
ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε... ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…
«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε
Ζευγάρια ἀγκαλιασμένα κάτω ἀπ᾿ τὶς ὀμπρέλες τους
σὲ λίγο θὰ ἀνάβουνε τὸ φῶς
Θὰ κοιτάζονται στὰ μάτια καὶ θὰ πετᾶν ἀπὸ πάνω τους ὅλη τὴ μοναξιὰ
Οἱ φωτεινὲς ρεκλάμες ἀνοιγοκλείνουνε τὰ μάτια τους
Ὅλα στὴν ἐποχὴ μᾶς διαφημίζονται γιατί ὄχι καὶ αὐτὸ …
Ἔβρεχε
«Ἀγαπῶ ἄλλον!»
Μὲ κόκκινα πελώρια γράμματα θὰ ᾿τᾶν ὑπέροχη διαφήμιση
γιατί ὄχι καὶ αὐτό: «Ἀγαπῶ ἄλλον!»
«Θὰ ἀγαπῶ ἄλλον»;
Ποῦ εἶσαι;
Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει κρυώνω

Ποῦ εἶσαι;

Αλλά τα βράδια (απόσπασμα)

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται… 
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών…
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου...
Δος μου το χέρι σου...

Χωρὶς ἐπάγγελμα

……Βράδιαζε καὶ χτυποῦσαν ἀκόμα τὰ σφυριὰ στήνοντας τὸ ἰκρίωμα, δὲν εἶχαν ἀκούσει τὴ μεγάλη εἴδηση τοῦ αἵματος, δὲν ξέρανε πὼς εἶχα δραπετεύσει κι ἔγλειφα κιόλας τὴ χυμένη ζάχαρη στὸ πάτωμα, μὴν τρίξουν τὰ βήματα τῆς παραδουλεύτρας καὶ τὴ διώξουν.
……Ὅμως ἔπρεπε κι ἐγὼ νὰ ζήσω, νὰ κάνω ἕνα ἐπάγγελμα, πῆγα στοὺς ἀργυραμοιβοὺς καὶ μ᾿ ἔδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τὰ πουλιὰ καὶ τρώγαν τὸ χρυσάφι μέσα στὰ χέρια μου, κάθισα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ μοῦ ᾿ριξαν τὶς τρῦπες τῶν ματιῶν τοὺς μὲς στὸ καπέλο μου.
……Ὅλα τέλειωσαν στὸ νεκροταφεῖο, μὲ μιὰ σιγανὴ βροχή, μὲ λίγο φτηνὸ κονιὰκ στὰ ἐρειπωμένα μικρομάγαζα, ποὺ αὔριο θὰ ἔχουν κι ἐκεῖνα τὴ θέση τους στὸ ὑπερπέραν.
……Θυμᾶμαι τὴ νύχτα ποὺ παρίστανα τὴν κοῦκλα στὸ φτωχὸ μοδιστράδικο κι οἱ καρφίτσες ποὺ μοῦ κάρφωσαν, ὅταν πεθάνω, θὰ ᾿ναὶ τὰ σημάδια γιὰ νὰ μὲ ξαναβρίσκουν.
……Ἀπὸ τότε μου ᾿μεῖνε αὐτὸς ὁ ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκύλου ποὺ τρελαίνεται. Ὅταν τὸν βροῦν νεκρό, ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη, ἔχει λίγο ἀφρὸ στὸ στόμα καὶ τὸ μαχαῖρι μιᾶς ἀνείπωτης εἰκόνας στὰ μάτια,
……ὅπως οἱ ἥρωες.

Τάσος Λειβαδίτης, Χωρὶς ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 24

Ἐξόφληση

……Ἡ παιδικὴ ἡλικία μου γλίστρησε ἀνάμεσά σε παλιὰ ἑρμάρια, οἱ ἁμαξάδες βλαστημοῦσαν καθὼς παίρνανε τὴ στροφή, ἀργά, λυγισμένοι ἀπ᾿ τὴ σκόνη κι ἡ κοιλιά μου σκουλήκιαζε ἀπὸ ἀναρίθμητες πεῖνες.
……Στὸ ὑπόγειο ὀνειρευόταν τὸ ραχητικὸ παιδί, ἐγὼ πίστευα στοὺς πλανόδιους ὀργανοπαῖχτες, ποὺ ἡ δυστυχία τοὺς εἶναι πιὸ οὐράνια κι ἀπ᾿ τοὺς οὐρανούς, πλαγιάζοντας μὲ γυναῖκες κωφάλαλες, γιὰ νὰ μὴ χάσω οὔτ᾿ ἕναν ἦχο ἀπ᾿ τοὺς στεναγμοὺς ποὺ ἄκουγα γύρω μου.
……Σὲ τί χρησίμεψαν, λοιπόν, οἱ ἁμαρτίες μου; Ἔβρεχε καὶ κανεὶς δὲ μ᾿ ἄκουγε, μονάχα ὁ κούφιος ἀντίλαλος ἀπ᾿ τοὺς σταύλους, ἐκεῖ ποὺ εἶδα τὸ γέρο, καθόταν στὸ βρεγμένο στρῶμα κι ἔκλαιγε, ζητώντας νὰ τοῦ δώσουν τὴν κοῦκλα του — τότε κατάλαβα πὼς δὲν εἶμαι μόνος, καὶ πὼς ὅταν θὰ ᾿ρθεῖ ἡ μέρα τῆς Κρίσεως, ἐγὼ θὰ ἔχω ὅλο τὸ χρυσάφι νὰ πληρώσω.
……Τὸ τέλος ἦταν ἀπροσδόκητο, μὲ τὸν καπνὸ νὰ μοῦ γνέφει πάνω ἀπ᾿ τὸ σταθμό, μὲ τοὺς τρελοὺς ποὺ ψάχνανε γιὰ ἕνα μικρὸ κομμάτι κιμωλία κι ἐκείνους τοὺς χλωμοὺς ἄντρες μὲ τὰ τύμπανα ποὺ φτάνουν ὅταν δὲν ὑπάρχει ἔλεος πιά.
……Κι ὕστερα, ὅταν βράδιασε, ἄδειασα τὰ παπούτσια μου ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους κι ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, ἐνῷ τὰ ὑγρὰ σιωπηλὰ χωράφια ταξίδευαν μὲ τοὺς τυφλοπόντικες.

συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 14

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Τόλης Νικηφόρου — Ένα παιδί / «κρύβω μέσα μου ένα παιδί/απαρηγόρητο/που θάθελε να φτιάξει τη ζωή/στα μέτρα της καρδιάς του»

Βαλεντίν ΣερόφVIVACITY OF CHILDHOOD IN THE PORTRAIT “MIKA MOROZOV” (1901)
Mε το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι 
κοιτάζω εκστατικά 
πίσω απ’ τις στάλες της βροχής 
ένα πολύχρωμο κόσμο 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί 
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες 
μέσα στο χειμώνα 
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια 
για το γατάκι του που πέθανε 
για το λουλούδι που μαράθηκε 
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή 
κρύβω μέσα μου ένα παιδί 
με τρύπιο παλτό 
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα 
την γειτονιά και τους φίλους 
την άνοιξη που θάρθει 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί 
που δεν δέχεται 
πώς μπορώ να γελάω 
όταν την ίδια στιγμή 
κάποιος κλαίει 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί 
απαρηγόρητο 
που θάθελε να φτιάξει τη ζωή 
στα μέτρα της καρδιάς του 

Τόλης Νικηφόρου, από τη συλλογή «Τα αναρχικά», 1979