Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης — Πανάρχαιη αντιδικία / «Ο Θεός, για μια ακόμα φορά, με κέρδιζε με την καινούργια μέρα του.»

... Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω όλα, και 
μάλιστα χωρίς να ’ναι κανείς στην άλλη πλευρά του τραπεζι-
ού - κανείς; αστείοι που είμαστε – αντίκρυ μου εκεί, κάθε νύ-
χτα, στέκεται ο Θεός, εγώ προσπαθώ να του ξεφύγω, εφευρίσκω
πανουργίες, θανάσιμα αμαρτήματα, κάνω αποτρόπαιες σκέψεις, 
αλλά Εκείνος με διεκδικεί ολόκληρο, λυσσάω που δεν μπορώ να 
 βρω μια υπεκφυγή, μια διέξοδο...
...
Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το παράθυρο και 
άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για μια ακόμα φορά, με κέρδιζε 
με την καινούργια μέρα του.

Από την ενότητα «ΔΑΦΝΕΣ ΓΙΑ ΝΙΚΗΜΕΝΟΥΣ» 
της ποιητικής σύνθεσης «Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983)

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης — Αγιότητα

Ημερολόγιο ήσυχο στον τοίχο, μια ημερομηνία κ’ οι άγιοι σι-
ωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό
τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους.


Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει.

Από την ενότητα «ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ» της ποιητικής σύνθεσης 
«Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983)

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Βασιλική Δεδούση — Όλο, όλο... (Προσμονή αγγιγμάτων)
«... στις κραυγές του μυαλού τα χείλη σιωπούν/πώς να πω;
Με τι λόγια να πω της καρδιάς το ξεχείλισμα;»

In The Woods
Οι σκέψεις…
-χορός αγρίων έξαλλος-
βροντοχτυπούν το στέρφο χώμα
ο γδούπος των πελμάτων,
βαρύς τραχύς και απτόητος
για να καρπίσει η γη

Τα γράμματα… 

άναρχα
κλεμμένα απ’ την πανάρχαια αλφάβητο
Οι λέξεις… 

βουρκωμένες
Μήτρα ο νους,
μοναχικός Ιάσωνας
μπροστά στις Συμπληγάδες
Ο πηγαιμός σαν ερχομός,
η ανησυχιά της προσμονής
σαν τόκος απρόσμενος
ακούσια εκούσιος,
να φύγει ή όχι τάχατες
η άσπρη περιστέρα;

Κυνηγημένος ιδρώς του Ιάσωνα
από τη γνώση που κατείχε
πριν δει, πριν μάθει,
και τώρα αποκαλύπτεται
κάθε ίδια στιγμή
τόσο αλλιώτικη
σε ένα παρόν αδιάλειπτο.

- Προχώρα το, μη σταματάας,
συνέχισε…
-να, και η ψυχούλα η άγρυπνη στο διπλανό μου δώμα-
- Μα, τι να πω; Πώς να το πω; Με λέξεις ποιές;
- Πες, όλοο, όοολοοοο…

Στο λιοτριβειό του νου
αναδεφτήρας οι μυλόπετρες,
πετροχυμό δε βγάζουν
παρά μονάχα αν συνθλιβούν τα λόγια,
τα πνιχτά επιφωνήματα,
οι μισές κοφτές λέξεις,
οι λέξεις-ανάσες.

Να συνθλιβούν και να θλιβούν.

Δάκρυ ψυχής, ακύλιστο
απόσταγμα να τρέξει
καθάριο ολοζώντανο
και να ειπωθεί το ανείπωτο,
να γίνει λόγος η ματιά,
το ερωτικό βλεφάρισμα
φράση λειψή, μα ολόκληρη,
φράση που σπαρταράει:
Όοολο, όλοοοοοο

Απ’ της αγάπης τραγούδια να πάρω λόγια δε θέλω,
δε θέλω
και ο νους ενεός -εντός μου κι εκτός-
οικείο το άγνωστο,
και τ’ άπιαστο ανέλπιστα οικείο

Ήρθα και ήσουν εδώ
και απών, εδώ
σαν από πάντα
συνισταμένη της ζωής μου, εσύ
δικό σου τ’ όνομά μου, ανάδοχε έρωτα,
ανάδοχέ μου έρωτα,
της κάθε μέρας μου ζωή και σιωπηλή αναζήτηση

Ιδεογράμματα εικόνων,
ιερέων παλαιών γλυφουργήματα
σε υποχθόνιους τοίχους,
στης αγάπης της δάδας το φως
μια πανδαισία χρωμάτων, σχημάτων και ήχων
σ’ εξαίσια σύνθεση
-υπάρχουν κι αυτά που δεν βλέπουμε, υπάρχουν-

Λαχτάρα ψυχής για ανεμοπέταγμα
προσμονή αγγιγμάτων
στις κραυγές του μυαλού τα χείλη σιωπούν
πώς να πω;
Με τι λόγια να πω της καρδιάς το ξεχείλισμα;

Καστανές οι ματιές, του ελατόμελου γλύκα
σε μια λέξη το κάλεσμα
- έλα
- εγώ;
- ναι, έλα...
και το είναι μου
μ' ένα κορμιού διασκέλισμα,
με λαχτάρα καρδιάς
και του μυαλού μου το σάλεμα,
κάτοχος γίνεται,
αποδέκτης και δότης…
δίνει, προσφέρει και ποτέ δεν αδειάζει
δέχεται, παίρνει και ποτέ δε γεμίζει
και σφραγίζοντας παίρνει του Έρωτα σφράγισμα.

Αίτημα και παρότρυνση σε πρόθυμη αποδέκτη
ισχυρή και ανίσχυρη,
αδύναμη που τα πάντα μπορεί…
- έλα
- εγώ;

Όλα τα σ’ αγαπώ
δικά σου, δικά μου, δικά μας
Τα χρώματα όλα τ’ άπειρα
δικά σου, δικά μου, δικά μας

Μεταβλητή μου, εσύ και σταθερά,
-τ’ αλλιώτικο ίδιο-
Και της κάθε στιγμής μου το απαράλλαχτο όλον
Βασιλική Π. Δεδούση

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Παραδοσιακό — Αν βουληθώ, να σ’ αρνηθώ...
«να μην μπορώ φιλί να βρω/μη δάκρυ να δακρύσω!»

Thomas Kinkade Garden Of Promise
Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Κωστής Παλαμάς — Ονειρεμένη Προσευχή : «Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου, Στην φάτνη βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δος μου.»

Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου,
Στην φάτνη βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δος μου.
Κι όσο θα ‘ρθει από Σε σταλτός ο χάρος να με πάρει,
κάμε συ, βρέφος, να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη.
Και κάμε λόγια τα έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα,
προφητικά, φεγγοβόλα κάμε τα σαν εκείνα,
της νύκτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν και γρηκούσαν.
Τους ουρανούς ολάνοικτους που σε δοξολογούσαν.

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης — Η Γέννηση

Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. 

Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει
 γεννήθηκε η ευσπλαχνία!»
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.

Από την ενότητα «Ο Ιησούς» της ποιητικής σύνθεσης 
«Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983)

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Γιῶργος Σεφέρης — Πάνω σὲ μιὰ χειμωνιάτικη ἀχτῖνα «... ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο/ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει... »


Εἶπες ἐδῶ καὶ χρόνια:
«Κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός».
Καὶ τώρα ἀκόμη σὰν ἀκουμπᾷς
στὶς φαρδιὲς ὠμοπλάτες τοῦ ὕπνου
ἀκόμη κι ὅταν σὲ ποντίζουν
στὸ ναρκωμένο στῆθος τοῦ πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο
ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει
ἀναζητᾷς ψηλαφητὰ τὴ λόγχη
τὴν ὁρισμένη νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου
γιὰ νὰ τὴν ἀνοίξει στὸ φῶς.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Γιῶργος Σεφέρης — Τὰ χέρια
«Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕναν μεγάλο κῆπο.»


Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕνα μεγάλον ἴσκιο
τὸ χρῶμα τῆς αὐγῆς τὸ αἰσθάνομαι στὰ δάχτυλά σου.
Ξέχασε τὸ ψέμα ποὺ σὲ βοήθησε νὰ ζήσεις
γύμνωσε τὰ πόδια σου, γύμνωσε τὰ μάτια σου,
μᾶς μένουν λίγα πράγματα ὅταν γυμνωθοῦμε
ἀλλὰ τὰ βλέπουμε στὸ τέλος πιστά.

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ᾿ ἕνα μονοπάτι,
τ᾿ αὐλάκια χαλασμένα δεξιὰ κι ἀριστερά, στὴν ἄκρη
τὸ σπίτι μὲ γυαλιὰ ποὺ τὸ χτυπάει ὁ ἥλιος, ἄδειο.
Σκέφτηκα τὰ δάχτυλά σου νὰ χτυποῦν τὰ τζάμια
σκέφτηκα τὴν καρδιά σου νὰ χτυπᾷ πίσω ἀπ᾿ τὰ τζάμια
καὶ πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν ἕναν ἄνθρωπο
ποῦ δὲν τὰ ξεπερνᾷ.

Δὲν ξέρεις τίποτα γιατὶ κοίταξες τὸν ἥλιο.
Τὸ αἷμα σου στάλαξε στὰ μαῦρα φύλλα τῆς δάφνης
τ᾿ ἀηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στὸ φεγγάρι
καὶ στὸ ποτάμι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι.

Συλλογίζομαι, ὅταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τὶς φλέβες μου καὶ τὸ μυστήριο τῶν χεριῶν σου ποὺ ὁδηγοῦν
κατεβαίνοντας προσεχτικὰ σκαλοπάτι τὸ σκαλοπάτι.
Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕναν μεγάλο κῆπο.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Γιῶργος Σεφέρης — Piazza San Nicolo - «Δὲν εἶναι μεγάλο πράγμα
ν᾿ ἀνεβεῖς μὰ εἶναι πολὺ δύσκολο ν᾿ ἀλλάξεις... »


Τὸ σπίτι γεμάτο γρίλιες καὶ δυσπιστία
σὰν τὸ καλοκοιτάξεις στὶς σκοτεινὲς γωνιὲς
«γιὰ χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ψιθυρίζει
«κοίταζα τὴν εἰκόνα τοῦ Ὕλα καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Μαγδαληνῆς
προτοῦ καληνυχτίσω κοίταζα τὸ παλιὸ ἔλατο μὲ τ᾿ ἄσπρο φῶς
τὰ μέταλλα ποὺ γυάλιζαν καὶ δύσκολα ἄφηνα
τὶς τελευταῖες φωνὲς τῆς μέρας».
Τὸ σπίτι σὰν τὸ καλοκοιτάξεις μέσα ἀπὸ τὶς παλιὲς κορνίζες
ξυπνᾶ μὲ τὰ πατήματα τῆς μητέρας στὰ σκαλοπάτια
τὸ χέρι ποὺ φτιάνει σκεπάσματα ἢ διορθώνει τὴν κουνουπιέρα
τὰ χείλη ποὺ σβήνουν τὴ φλόγα τοῦ κεριοῦ.

Κι ὅλα τοῦτα εἶναι παλιὲς ἱστορίες ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν πιὰ κανέναν
δέσαμε τὴν καρδιά μας καὶ μεγαλώσαμε.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν κατεβαίνει ποτὲ χαμηλότερα ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ
ποὺ μετρᾶ τὶς ὦρες μονολογώντας καὶ τὸ βλέπουμε
σὰν ἔρχεται τ᾿ ἀπόγευμα στὴν αὐλὴ
ἡ θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα τὸ γένος Τροφίμοβιτς.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν ἀγγίζει ποτὲ τὸ στιβαρὸ χέρι τοῦ Ἅη Νκόλα
μήτε τὸ φαρμακοποιὸ ποὺ κοιτάζει ἀνάμεσα σὲ μιὰ κόκκινη καὶ πράσινη σφαίρα
σὰν ὑπερωκεάνειο μαρμαρωμένο.

Γιὰ νὰ βρεῖς τὴ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ πρέπει ν᾿ ἀνέβεις ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ
κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα
κάπου 70 ἢ 80 μέτρα δὲν εἶναι πολύ.
Κι ὅμως ἐκεῖ ψιθυρίζεις ὅπως σὰν πλάγιαζες νωρὶς
καὶ μέσα στὴν εὐκολία τοῦ ὕπνου χάνονταν ἡ πίκρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ
ὄχι λέξεις πολλὲς δυό-τρεῖς μονάχα καὶ τοῦτο φτάνει
ἀφοῦ κυλᾶνε τὰ νερὰ καὶ δὲ φοβοῦνται μὴ σταματήσουν
ψιθυρίζεις ἀκουμπώντας τὸ κεφάλι στὸν ὦμο ἑνὸς φίλου
σὰ νὰ μὴν εἶχες μεγαλώσει μέσα στὸ σπίτι τὸ σιωπηλὸ
μὲ φυσιογνωμίες ποὺ βάρυναν καὶ μᾶς ἔκαναν ἀδέξιους ξένους.
Κι ὅμως ἐκεῖ, λίγο ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριό, ἀλλάζει ἡ ζωή σου.

Δὲν εἶναι μεγάλο πράγμα ν᾿ ἀνεβεῖς μὰ εἶναι πολὺ δύσκολο ν᾿ ἀλλάξεις
σὰν εἶναι τὸ σπίτι μέσα στὴν πέτρινη ἐκκλησιὰ
κι ἡ καρδιά σου μέσα στὸ σπίτι ποὺ σκοτεινιάζει
κι ὅλες οἱ πόρτες κλειδωμένες ἀπὸ τὸ μεγάλο χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα

Πήλιο-Κορυτσά, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο ῾37
Μια «πλάγια θεώρηση» της σεφερικής ποίησης

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Γιῶργος Σεφέρης — Γράμματα στη Μαρώ / «Η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, // αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο»

Τα ερωτικά γράμματα του ποιητή προς στην αγαπημένη του Μαρώ είναι μικρά δοκίμια του έρωτα 

«…Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…» 

«Η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο» 

«Πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω -γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου- δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου..» 

«Ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Αυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει» 

«Μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί… Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται.» 

«Αν έχω την τύχη να σου δώσω κάτι που να κρατήσεις μέσα σου από την αληθινή ζωή, αν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις ότι έχουμε κάτι μέσα μας που είναι μεγάλη αμαρτία να το εξευτελίζουμε, θα είναι αρκετό. Κι αυτά όλα που σου γράφω, τόσο ήρεμα τώρα, με κάνουν να συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατό να μην είναι κανείς απάνθρωπος, όταν είναι απάνθρωπη η ζωή.» 

«Αισθάνομαι πως τρέχω με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως κάποιος, ίσως εσύ, μου φωνάζει «Σταμάτησε. Σταμάτησε». Ίσως αυτός που μου φωνάζει έχει δίκιο, αλλά αισθάνομαι ακόμη πως, αν σταματήσω απότομα, είναι καταστροφή.-τρελό μου παιδί, όλα αυτά τίποτα δεν ξέρουν να πουν, άμα έρθω κοντά σου ίσως καταλάβεις κάτι περισσότερο….» 

«Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ πια να περάσω.» 

«Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου. Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.» 

«Κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως, αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο» 

«Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει “Θεέ μου πόσο την αγαπώ” κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυό πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου» 

«Μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…» 

«Είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις» 

«Μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.» 

«Τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..» 

«Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή -ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου- είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα» 

«Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα -ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη- θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν… φαίνεται σήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά.» 

«Όταν πάει να πάρει κανείς μια μεγάλη απόφαση, ποτέ δε μπορεί να τα δει όλα. Βλέπει έναν κύκλο σαν το μισοφέγγαρο, μισό φωτεινό και μισό σκοτεινό. Πάνω στο φωτεινό μέρος βάζει όλη του τη λογική. Πάνω στο σκοτεινό όλη του την παλικαριά και την πίστη….» 

«Πόσα πράγματα που έχω να σου πώ ή να σου δείξω και που δε μ’ άφησε η λαχανιασμένη ζωή μας. Όλα τα πράγματα που λέει κανείς όταν πέσει λίγη μπουνάτσα, όταν ξεδιψάσει λίγο, και είναι σίγουρος πως δε θα χάσει τον άνθρωπό του…» 

«Αν είχα χρήματα, λες. Μα αν είχα οτιδήποτε απ΄αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα. Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…» 

«…Χτες πρώτη φορά, το βράδυ, ύστερα από τόσον καιρό έπιασα λίγη λογοτεχνική δουλειά. Ήταν σα να είχες νυστάξει μέσα στη σκέψη μου και να σ΄ είχε πάρει ο ύπνος.» 

«…Ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;» 

«…Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ' έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…» 

«Σε συλλογίζομαι. Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις. Κι όλα αυτά είναι ο,τι είναι. Κάποτε βαριά….» 

«Αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία» 

«Και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν» 

«Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;» 

«Πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ’ αφήνει να σ’ αγαπώ όπως θέλω, δε μ’ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;» 

«Θα ήθελα τρεις μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…» 

«Φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ» 

«Ρωτιέμαι καμιά φορά πως θα μιλούσες, αν ήσουν κοντά μου. Πόσα λίγα πράγματα μπορεί να φτιάξει η φαντασία. Ρωτιέμαι ακόμη πως θα ήσουν, εσύ, ζωντανή, κοντά μου…» 

«Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα -κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα» 

doctv

περισσότερα για τον ποιητή και την αγαπημένη του Μαρώ, εδώ

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος — Έξοδος κινδύνου


Όταν οι ιδέες θα ξαναγίνουνε ιδέες
(γιατί κι αυτό μπορεί να γίνει αλλά σε μακρυνούς καιρούς)
όταν θα ξαναρχίσουν οι μορφές να διαχωρίζονται 
απ' το χάος,
όταν οι έννοιες θ' αποχτήσουνε τη στερεότητά τους,
όταν οι λέξεις θα ονομάζουνε συγκεκριμένα πράγματα,
τότε θα πάψει κι ο πλανήτης μας να ταλαντεύεται
πότε από δω, πότε από κει, πάνω στον άξονά του.
«Διαμαρτυρία» - Αθήνα, Διογένης, 1974.

nikiforosvrettakos