Φαρσακίδης Γιώργος: «Γυάρος 1967» |
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ' αηδόνια σε χτηκιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την συμμορία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευήμέρα κακή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Ανάλυση
Σημαντικά ιστορικά στοιχεία
Την 1η Μαΐου του 1944 στο «Σκοπευτήριο της Καισαριανής», εκτελούνται 200 Έλληνες αγωνιστές από τα κατοχικά στρατεύματα, ως εκδίκηση για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού.
Ο Ελευθερίου είναι μόλις 6 ετών, αλλά το γεγονός αυτό στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά και στα μάτια των Κομμουνιστών τουλάχιστον, η εκτέλεση συνδέθηκε άρρηκτα με τα ιδεολογικά ξαδέλφια των Ναζί στην Ελλάδα, τους ακροδεξιούς.
Ο Ελευθερίου ανήκει στους αριστερούς και θα πέσει θύμα λογοκρισίας η δουλειά του την περίοδο της επταετίας.
Σύμφωνα με λήμμα στην wikipedia, Ο Μ. Ελευθερίου δημοσιεύει το τραγούδι στον δίσκο «Θητεία» το 1974, μετά την πτώση της Χούντας. Ο δίσκος - και πιθανότατα το «Μαλαματένια λόγια» - γράφετε από το 1971, άρα γράφετε μέσα στην επταετία.
Το 1971 είναι σημαντική χρόνια για τον Μ. Ελευθερίου. Οι σαφείς αναφορές των στίχων στον Γιώργο Σεφέρη δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αμφιβολίες, ο θάνατος του Σεφέρη το 1971 αποτελεί την αφορμή για να γραφτεί το τραγούδι.
Το γεγονός πως προσωπικότητες όπως ο T. S. Eliot είχαν προτείνει τον Σεφέρη για Νόμπελ το 1955 και το 1961 δείχνει την καθολική αναγνώριση στο πρόσωπο του Έλληνα ποιητή, σε παγκόσμια κλίμακα, από τις αρχές της δεκαετίας του 50’. Ο Σεφέρης είναι ο αδιαμφισβήτητος πνευματικός ηγέτης της χώρας.
Ο θαυμασμός του Μ. Ελευθερίου για τον Σεφέρη, αντανακλάται ξεκάθαρα και στην κριτική που ασκεί το 2010 στον Κόλια (γνωστό ως Ν. Καββαδία).
Την 1η Μαΐου του 1944 στο «Σκοπευτήριο της Καισαριανής», εκτελούνται 200 Έλληνες αγωνιστές από τα κατοχικά στρατεύματα, ως εκδίκηση για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού.
Ο Ελευθερίου είναι μόλις 6 ετών, αλλά το γεγονός αυτό στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά και στα μάτια των Κομμουνιστών τουλάχιστον, η εκτέλεση συνδέθηκε άρρηκτα με τα ιδεολογικά ξαδέλφια των Ναζί στην Ελλάδα, τους ακροδεξιούς.
Η Ελλάδα του 1946 είναι ιδεολογικά διχοτομημένη σε «αριστερούς» και «δεξιούς» με αποτέλεσμα τον Ελληνικό εμφύλιο(1946-49). Είναι η αρχή του Ψυχρού πολέμου και στην Ελλάδα θα παιχτεί το πρώτο επεισόδιο.Οι κομμουνιστές χάνουν τον πόλεμο κι υπόκεινται σε διώξεις, εξορία και λογοκρισία. Οι συστηματικοί βασανισμοί, διωγμοί σε ξερονήσια (π.χ. Μακρόνησος, Άη Στράτης), στρατοδικεία και φυλακισμοί των Κομμουνιστών θα σταματήσουν το 1974 με την μεταπολίτευση.
Ο Ελευθερίου ανήκει στους αριστερούς και θα πέσει θύμα λογοκρισίας η δουλειά του την περίοδο της επταετίας.
Ο στίχος «…παρά να ζεις με αυτήν την συμμορία και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά…» θα λογοκριθεί σε «…παρά να ζεις με αυτήν την κομπανία και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά…» όπως επίσης κι ο στίχος «… Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες και ξημερώνοντας Παρασκευή …» θα αλλαχτεί σε «… Με 'δέσαν στα στενά και στους κανόνες και ξημερώνοντας μέρα κακή …». Και οι δύο λέξεις που λογοκρίθηκαν, αποτελούν άμεση αναφορά στην Χούντα των Συνταγματαρχών που καταλαμβάνει την χώρα την 21η Απριλίου 1967, ημέρα Παρασκευή.Σχετικά με τον Γιώργο Σεφέρη
Σύμφωνα με λήμμα στην wikipedia, Ο Μ. Ελευθερίου δημοσιεύει το τραγούδι στον δίσκο «Θητεία» το 1974, μετά την πτώση της Χούντας. Ο δίσκος - και πιθανότατα το «Μαλαματένια λόγια» - γράφετε από το 1971, άρα γράφετε μέσα στην επταετία.
Το 1971 είναι σημαντική χρόνια για τον Μ. Ελευθερίου. Οι σαφείς αναφορές των στίχων στον Γιώργο Σεφέρη δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αμφιβολίες, ο θάνατος του Σεφέρη το 1971 αποτελεί την αφορμή για να γραφτεί το τραγούδι.
Η αναφορά στον Σεφέρη, μπορεί να χρησιμοποιείται και γιατί αποτελούσε πιθανότατα μέρος της διδακτικής ύλης στα σχολεία εκείνη την περίοδο.Ο Γ. Σεφέρης γεννήθηκε το 1900 και είναι ένας από τους τρεις σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του περασμένου αιώνα μαζί με τους Ο. Ελύτη και Κ. Π. Καβάφη. Είναι ένας από τους δύο Έλληνες που έχει βραβευθεί με Νόμπελ λογοτεχνίας (1963).
Το γεγονός πως προσωπικότητες όπως ο T. S. Eliot είχαν προτείνει τον Σεφέρη για Νόμπελ το 1955 και το 1961 δείχνει την καθολική αναγνώριση στο πρόσωπο του Έλληνα ποιητή, σε παγκόσμια κλίμακα, από τις αρχές της δεκαετίας του 50’. Ο Σεφέρης είναι ο αδιαμφισβήτητος πνευματικός ηγέτης της χώρας.
Ο θαυμασμός του Μ. Ελευθερίου για τον Σεφέρη, αντανακλάται ξεκάθαρα και στην κριτική που ασκεί το 2010 στον Κόλια (γνωστό ως Ν. Καββαδία).
Ο Σεφέρης όμως δεν είναι «αριστερός». Τουλάχιστον όχι με την συμβατική έννοια. Είναι «αστός» με ότι αυτό συνεπάγεται. Τονίζει την ανωτερότητα του, περιφρονεί άλλους ποιητές (π.χ. Κόλλιας, Καρυωτάκης) και διαφοροποιείται από την «κατώτερη τάξη» με κάθε ευκαιρία. Είναι επίσης ξεκάθαρο πως δεν είναι «δεξιός» αλλά η Χούντα προσπαθεί να τον πλησιάσει τα πρώτα χρόνια.Το ποίημα
Αν και θα συνεργαστεί με τον Θεοδωράκη το 1960, θα αρνηθεί να συνδράμει σε δουλειά του ίδιου κι άλλων «αριστερών» καλλιτεχνών το 1968, καθώς το θεωρεί αδιάφορο. Το 1969 θα μιλήσει πρώτη φορά κατά της Χούντας δημόσια.
Η κηδεία του Γ. Σεφέρη το 1971 αποτελεί μια από τις ελάχιστες πορείες διαμαρτυρίας κατά της «Χούντας των Συνταγματαρχών» που έγιναν μέσα στην επταετία.
Το ποίημα θεωρώ πως αναφέρεται ευθέως στους σχολικούς μαθητές, από 7 έως 18 ετών, της εποχής εκείνης.
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι,
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές,
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι,
σου μάθαινε το αύριο και το χθες,
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη,
με του καιρού δεμένος τις κλωστές.
Η πρώτη στροφή είναι άμεση αναφορά στα παιδιά που διδάσκονται Σεφέρη και ταυτόχρονα μια αυτοκριτική, καθώς ο ποιητής θεωρεί πως δεν μπορεί να ξεπεράσει τα δεσμά του, κάτι που θα το «πληρώσει» αργότερα.
Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία,
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά,
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία,
και να 'σουν ράφτρα μες στην κοκκινιά,
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά
Η δεύτερη στροφή και πάλι αναφέρεται στα παιδιά που μεγαλώνουν κατά την διάρκεια της επταετίας και διαβάζουν Σεφέρη, όμως μεταφράζουν τα ποιήματα του Σεφέρη κατά την ανάγνωση/αφήγηση των Χουντικών.
Ας έχουμε κατά νου πως δεν υπήρχε καμία ένδειξη το 1971 που γράφονται οι στίχοι, πως η Χούντα θα πέσει σε 3 χρόνια και θα έρθει η μεταπολίτευση κι όχι μια άλλη Χούντα ή ένας ακόμη εμφύλιος. Ο Ελευθερίου θεωρεί την «πλήση εγκεφάλου» δεδομένη, για την νέα γενιά.
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι,
απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή,
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι,
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή,
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή.
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι,
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά,
κι απ’ το παλιό μαρτύριο να `χει μείνει,
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά,
γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη,
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά.
Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια,
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή,
πώς το `φεραν η μοίρα και τα χρόνια,
να μην ακούσεις έναν ποιητή.
Στις 3 παραπάνω στροφές ο ποιητής αναφέρεται στους διωγμούς των αντιφρονούντων, κυρίως των Κομμουνιστών. Η αναφορά στην Καισαριανή σημαίνει πως ο ποιητής δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην περίοδο της επταετίας, αλλά ξεκινά από πολύ πριν, καθώς μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που οι ακροδεξιές παρατάξεις με μια ή άλλη μορφή είναι πάντοτε στην εξουσία (1900-1974).
Ο ποιητής που αναφέρει η τελευταία στροφή επάνω, είναι ο Σεφέρης, που, όπως γράψαμε, πεθαίνει το 1971.
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι,
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά,
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη,
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά,
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι,
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά.
Εδώ ο ποιητής αναρωτιέται ποιος γράφει την ιστορία, τα ιστορικά βιβλία που θα διαβάσουν οι επόμενες γενιές. Ποια αφήγηση των γεγονότων θα κυριαρχήσει. Στο τέλος αναρωτιέται ποιος θα αντικαταστήσει τον Σεφέρη.
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή,
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες,
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί.
Ο ποιητής αναφέρεται ευθέως στην Παρασκευή 21ης Απριλίου του 1967. Πέφτει θύμα λογοκρισίας, δεν μπορεί πλέον να εκφραστεί, δεν μπορεί να διδάξει και να πει την αλήθεια, στην νέα γενιά.
Η αναφορά στους «αργυραμοιβούς» πιθανώς είναι στις ξένες κι εγχώριες δυναμείς που στήριζαν περισσότερο ή λιγότερο την Χούντα. Θεωρώ πως ο Ελευθερίου έχει συγκεκριμένες καταστάσεις στο μυαλό του, που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, πόσο επίκαιρος θα ήταν ο συγκεκριμένος στίχος στο μέλλον!
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής,
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις,
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς.
Στην τελευταία στροφή προβλέπει το ζοφερό μέλλον, όπου οι νέοι θα τον κατηγορούν ως «κακούργο» γιατί αυτό θα έχουν διδαχτεί. Δεν ήταν αρκετά δυνατός για να αντισταθεί στην αλλαγή, άρα το όνομα του θα μείνει στην ιστορία με αρνητικό στίγμα για πάντα.
Επίλογος
...........
η συνέχεια εδώ: convalesco
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες,
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί.
Ο ποιητής αναφέρεται ευθέως στην Παρασκευή 21ης Απριλίου του 1967. Πέφτει θύμα λογοκρισίας, δεν μπορεί πλέον να εκφραστεί, δεν μπορεί να διδάξει και να πει την αλήθεια, στην νέα γενιά.
Η αναφορά στους «αργυραμοιβούς» πιθανώς είναι στις ξένες κι εγχώριες δυναμείς που στήριζαν περισσότερο ή λιγότερο την Χούντα. Θεωρώ πως ο Ελευθερίου έχει συγκεκριμένες καταστάσεις στο μυαλό του, που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, πόσο επίκαιρος θα ήταν ο συγκεκριμένος στίχος στο μέλλον!
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής,
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις,
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς.
Στην τελευταία στροφή προβλέπει το ζοφερό μέλλον, όπου οι νέοι θα τον κατηγορούν ως «κακούργο» γιατί αυτό θα έχουν διδαχτεί. Δεν ήταν αρκετά δυνατός για να αντισταθεί στην αλλαγή, άρα το όνομα του θα μείνει στην ιστορία με αρνητικό στίγμα για πάντα.
Επίλογος
...........
η συνέχεια εδώ: convalesco