Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Δυο παιδικά δάκρυα μες στη βροχή

Φυσικά έπρεπε να προσέξω, να βάλω τουλάχιστον σε τάξη όλη
αυτήν την ατέλειωτη βροχή ή έστω να κοιτάξω με περισσότερη
αυτοπεποίθηση το μέλλον, γιατί χωρίς να το καταλάβουμε έρχεται
κάποτε η κρίσιμη ώρα.
A “crying boy” painting for sale outside an antiques store in Edinburgh.
ALAN WILSON/ALAMY

   Και καμιά φορά οι κουρτίνες ανεμίζουν κάνοντας σινιάλο σε
κάποιον μακριά (σ’ αυτόν που δε θα μάθουμε ποτέ τι θέλει) – οι
τύψεις από μια βρόμικη αμαρτία φτιάχνουν τη νύχτα έναν πόνο
πάναγνο, ώσπου σιγά-σιγά ο κίνδυνος γίνεται πολύ οικείος για
να σε προφυλάξει απ’ τον εαυτό σου, όπως αυτή η αχρηστεμένη
σιδηροδρομική γραμμή που διασχίζει τα παιδικά σου χρόνια και
χάνεται στο άπειρο.
   Ω παιδικά απογέματα, όταν στεκόσουν με το μέτωπο στο τζάμι,
σχεδόν φευγάτος, τόσο που η μητέρα τρόμαζε μπαίνοντας, γιατί
εκεί που είχες πάει ήταν πολύ μακριά κ’ ίσως ακόμα να μην έχεις
βρει το δρόμο να γυρίσεις.
   Κ’ ύστερα συναντήσεις στη σκάλα με ανθρώπους που πέθαναν ή
που θα πεθάνουν σε λίγο – πράξεις που έμειναν χρόνια ανεξιχνία-
στες κι άξαφνα εξηγήθηκαν με μια λέξη που ακούσαμε τυχαία σ’
έναν δρόμο, τη νύχτα, «γύρισε, είναι αργά…»
   Νυχτερινά απρόοπτα, φώτα μακρινά, ζητιάνοι ακίνητοι σαν χι-
λιομετρικοί δείχτες να δείχνουν πόσο αργοπορημένοι είμαστε ακό-
μα, γέφυρες που σε περνάνε δίχως οίκτο μέσ’ απ’ το φεγγαρόφωτο
κι αυτή η νοσταλγία μας για κάτι που ποτέ δεν υπήρξε – αχ, όλες
οι ευτυχίες ήταν προορισμένες για σένα, αλλά από μια παρανόηση
ή απρονοησία είχες κατέβει στην προηγούμενη στάση.
   Και συχνά σκεφτόμουν ότι ήθελα να μαζέψω τόσα ενθύμια να
μη σέρνονται μέσα στο σκοτεινό παρελθόν – και γενικά είναι κάτι
που δε θα το εξομολογηθούμε ποτέ κ’ ίσως αυτό είναι το πεπρω-
μένο.
   Υγροί στοιχειωμένοι δρόμοι όπου διαβαίνουν τα φαντάσματα
της μέρας, πρόσωπα μιας άλλης ζωής που θα γνωρίσουμε κάποτε
-εξάλλου τι φταίω αν απέτυχα, οι μέρες ήταν τόσο σύντομες, τόσο
αφιλοκερδή τα βράδια και τώρα είναι πια αργά- ε, και λοιπόν;
αυτή η αίσθηση της αποτυχίας μας ακολουθεί χρόνια , δίνοντας
έναν αέρα μυθιστορηματικό στην ασήμαντη ζωή μας, σαν τη μικρή
υπηρέτρια που έκλαιγε όταν της χαϊδεύαμε το στήθος, μα τώρα
που πέθανε έρχεται κάθε Χριστούγεννα στον ύπνο μας και μας
εύχεται χρόνια πολλά.
  
Κι όπως νύχτωνε, τα γαβγίσματα των σκυλιών απομακρύνανε
τις κοινοτοπίες της μέρας, ενώ οι φτωχοί πήγαιναν μ’ ένα ύφος
ένοχο σαν μόλις να ΄χαν κλέψει μια μεγάλη σημασία.

Συλλογή: «ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ 
ΕΝΟΤΗΤΑ: Αργοπορημένες αμοιβές», 1985
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 229-230