Ανοίγουν τα φτερά τους πάνω από τις δικές μας ομαλές και… ανώμαλες προσγειώσεις;
Και θα ήθελε να φέρει πάλι,
πάνωθε απ των δασών τις θροΐζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.
Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.
Ο ποιητής της οδύνης όπως έχει χαρακτηριστεί, Μίλτος Σαχτούρης, στο ποίημά του «‘Αγγελος», σημειώνει πολύ παραστατικά:
Φοβόντουσαν, δεν τον εθέλαν αυτό τον ουρανό
—Μαύρος που είναι –λέγαν–σαν καυτό μπαμπάκι
σκάβανε τα μωρά τους βιαστικοί
άλλοι φωνάζαν:
—Γράμμα!
άλλοι:
—Τηλεγράφημα!
κι άλλοι φωνάζαν:
— Αλεξάντρα
όμως όλοι κοιτούσαντο φεγγάράκι έλεγαν:
—Ίσως κατέβει σήμερα
Και εισχωρούν άραγε στην καθημερινή πεζότητά μας με την ίδια ευκολία που κάθονται σαν λευκές πεταλούδες πάνω στους στίχους μας;
Των Αρχαγγέλων σήμερα και η σκέψη μας σηκώνεται πιο ψηλά, ν' ανταμώσει τα ουράνια δώματα και τα μυστήριά του.
Των Αρχαγγέλων σήμερα και η σκέψη μας σηκώνεται πιο ψηλά, ν' ανταμώσει τα ουράνια δώματα και τα μυστήριά του.
Κι εκεί ν’ απαντήσει και στίχους με λευκά φτερά κι ακόμα πιο λευκές, αλέκιαστες ψυχές.
Επειδή
και η ανάσα μας καμιά φορά
μπορεί να λεκιάσει το αόρατο
(αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους ακούει
Αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους άκουσε)
γι' αυτό κι οι αυτοκράτορες διακονούσαν
στις ερήμους
και χτυπούσαν θλιβερά τα σήμαντρα
στα μοναστήρια
και τα βγαλμένα μάτια τους είναι ακόμη τ’ άστρα
και της δικής μας της ζωής της σκοτωμένης.
και η ανάσα μας καμιά φορά
μπορεί να λεκιάσει το αόρατο
(αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους ακούει
Αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους άκουσε)
γι' αυτό κι οι αυτοκράτορες διακονούσαν
στις ερήμους
και χτυπούσαν θλιβερά τα σήμαντρα
στα μοναστήρια
και τα βγαλμένα μάτια τους είναι ακόμη τ’ άστρα
και της δικής μας της ζωής της σκοτωμένης.
σημειώνει χαρακτηριστικά ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου.
Κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ψάχνοντας την κατάλληλη γλώσσα για να επικοινωνήσει με τον θαυμαστό αγγελικό κόσμο, γράφει:
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξὺ τους μὲ μουσική.
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξὺ τους μὲ μουσική.
Ο Ρίλκε, από την άλλη, υποδεικνύοντας στους στίχους του την έγνοια των αγγέλων για τον κόσμο των ανθρώπων, γράφει στο ποίημά του.
«Ο άγγελός μου»
Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας, το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ’ την γη, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.
Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας, το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ’ την γη, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.
Και θα ήθελε να φέρει πάλι,
πάνωθε απ των δασών τις θροΐζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.
Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.
Ο ποιητής της οδύνης όπως έχει χαρακτηριστεί, Μίλτος Σαχτούρης, στο ποίημά του «‘Αγγελος», σημειώνει πολύ παραστατικά:
Φοβόντουσαν, δεν τον εθέλαν αυτό τον ουρανό
—Μαύρος που είναι –λέγαν–σαν καυτό μπαμπάκι
σκάβανε τα μωρά τους βιαστικοί
άλλοι φωνάζαν:
—Γράμμα!
άλλοι:
—Τηλεγράφημα!
κι άλλοι φωνάζαν:
— Αλεξάντρα
όμως όλοι κοιτούσαντο φεγγάράκι έλεγαν:
—Ίσως κατέβει σήμερα
ο Άγγελος βαθιά με τα μακριά μακριά μαλλιά
και τα πνιγμένα δόντια»
Είναι επίσης γνωστός ο κυρίαρχος ρόλος των αγγέλων στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη:
και τα πνιγμένα δόντια»
Είναι επίσης γνωστός ο κυρίαρχος ρόλος των αγγέλων στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη:
«Κω, Λέρος Σύμη, Αστροπαλιά,
Κάρπαθος Τήλος Καστελόριζο…
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας
τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του,
άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης
του Μυστικού που ξεχύνεται χρυσέαις Νιφάδεσσι.
Κεντρική μορφή ο άγγελος που μεριμνά και σκέπει:
Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς,
Κεντρική μορφή ο άγγελος που μεριμνά και σκέπει:
Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς,
πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι.
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι.
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω.
Ο. Ελύτης, Villa NatachaIII
Συχνά στην ποίηση του Ελύτη ο άγγελος ταυτίζεται με τη γυναίκα:
Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ’ τον γκρεμό.
(Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης από τη Μαρία Νεφέλη)
Eίναι, όμως, και οι «Ξυπόλυτοι ΄Αγγελοι» του Γιάννη Ρίτσου, ποίημα που γράφτηκε τον Οκτώβρη του 1940 για τους Έλληνες στρατιώτες, που στα μάτια του ποιητή, λαμβάνουν αγγελική υπόσταση μέσα στις κακουχίες του πολέμου.
Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Με στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.
Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην κάθε τσέπη τους
με 21 μοναχά φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ' ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεπτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ' την ψυχή τους.
.......
Οι άλλοι φωνάζανε: Πού πάτε; Βουίζαν οι άνεμοι στη νύχτα.
Συχνά στην ποίηση του Ελύτη ο άγγελος ταυτίζεται με τη γυναίκα:
Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ’ τον γκρεμό.
(Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης από τη Μαρία Νεφέλη)
Eίναι, όμως, και οι «Ξυπόλυτοι ΄Αγγελοι» του Γιάννη Ρίτσου, ποίημα που γράφτηκε τον Οκτώβρη του 1940 για τους Έλληνες στρατιώτες, που στα μάτια του ποιητή, λαμβάνουν αγγελική υπόσταση μέσα στις κακουχίες του πολέμου.
Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Με στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.
Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην κάθε τσέπη τους
με 21 μοναχά φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ' ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεπτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ' την ψυχή τους.
.......
Οι άλλοι φωνάζανε: Πού πάτε; Βουίζαν οι άνεμοι στη νύχτα.
Πού θα πάμε;
Οι δρόμοι είναι γιομάτοι λάσπες.
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ' αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.
Οι δρόμοι είναι γιομάτοι λάσπες.
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ' αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.
Άγγελοι, όντα άυλα και πνευματικά, αλλά και άγγελοι με ανθρώπινη μορφή, που η ζωή τούς καλεί να υψωθούν πάνω από τα επίγεια, σμίγουν στους στίχους των ποιητών μας, αποδίδοντας τη στενή σχέση ανάμεσα στα εγκόσμια και υπερκόσμια.
ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ, Επιθεωρήτρια Δημοτική
ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ, Επιθεωρήτρια Δημοτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου