κόσμου
ήρθε η ώρα να τις απαρνηθώ - οι μέρες φεύγουν γρήγορα
και τις νύχτες εμφανίζεται αυτό το ακαθόριστο πρόσωπο στη σκάλα
«τι θέλεις;» ρωτούσα φοβισμένος, «το μερίδιό μου» απαντούσε,
Θεέ και Κύριε, πού να βρω έναν ολόκληρο θησαυρό να του δώσω
γιατί ποιος δεν ξόδεψε έναν θησαυρό στη νεότητά του -
ήμουν τόσο λυπημένος που τα βήματά μου μ' οδηγούσαν στο παλιό
πατρικό σπίτι ή ερωτευόμουν ένα σταματημένο ρολόι
θυμάσαι τα ειδύλλια με τις ξαδέρφες; τόσα καλοκαίρια και δεν
κατορθώσαμε να εξερευνήσουμε τον κήπο
τόσα φθινόπωρα και δεν γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας
κι ω συντριβή του ονείρου μας: μας έκλεισες όλους τους δρόμους
για να μας ανοίξεις ένα μονοπάτι στο άγνωστο.
Μια μέρα θα βρέχει και θα πεθάνω από νοσταλγία.
από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος Γ' , σελ. 428
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου