τη ζωή μου; Πάλι εδώ θα ’φτανα,
στην άκρη του κόσμου. Ω Κύριε των μακρινών σταθμών που τους
διαβαίνουμε κάποτε μες στ’ όνειρο –
κανείς δε γύρισε απ’ το ταξίδι: ο χρόνος σ’ αλλάζει κι ένας άλλος
επιστρέφει αντί για σένα,
κι αυτοί που αγάπησαν τη δόξα θα πεθάνουν άγνωστοι στο
κρύο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου,
θ’ ανέβουν την ξύλινη σκάλα, θα κλειδώσουν την πόρτα και θα
κλάψουν
την προδομένη ζωή τους. (Ποιος τους πρόδωσε;) Ενώ ένας πλανόδιος
οργανοπαίχτης στο δρόμο με μια λυπημένη μουσική
θα δωροδοκεί το δειλινό ν’ αργοπορεί. Ω θλιμμένοι μου, εσείς που
ξεφυλλίσατε τις μέρες σας
σαν τις δυσανάγνωστες σελίδες σ’ ένα βιβλίο που δε θα φτάσετε
ποτέ στο τέλος του –
θυμάμαι τα βράδια που σωπαίναμε, μέσα μου ανέβαινε ο τρόμος,
«και τώρα ποιος θα κάνει τη μεγάλη ερώτηση;» σκεφτόμουν.
Ποια ερώτηση;
Κ’ ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε ποιος
είσαι...
επιστρέφει αντί για σένα,
κι αυτοί που αγάπησαν τη δόξα θα πεθάνουν άγνωστοι στο
κρύο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου,
θ’ ανέβουν την ξύλινη σκάλα, θα κλειδώσουν την πόρτα και θα
κλάψουν
την προδομένη ζωή τους. (Ποιος τους πρόδωσε;) Ενώ ένας πλανόδιος
οργανοπαίχτης στο δρόμο με μια λυπημένη μουσική
θα δωροδοκεί το δειλινό ν’ αργοπορεί. Ω θλιμμένοι μου, εσείς που
ξεφυλλίσατε τις μέρες σας
σαν τις δυσανάγνωστες σελίδες σ’ ένα βιβλίο που δε θα φτάσετε
ποτέ στο τέλος του –
θυμάμαι τα βράδια που σωπαίναμε, μέσα μου ανέβαινε ο τρόμος,
«και τώρα ποιος θα κάνει τη μεγάλη ερώτηση;» σκεφτόμουν.
Ποια ερώτηση;
Κ’ ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε ποιος
είσαι...
από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος Γ' , σελ. 430
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου