Η ζωγραφιά επιστήμη του και η σκέψη του η Παρθένο.
Και τίποτε άλλο. Βουβαμός και ανηξεριά. Και πάντα
κατάχνια του έζωνε το νου, του σφράγιζε το στόμα,
και μοναχά στα χείλια του τρεμόφεγγε και σβούσε
και σάλευε νυχτοημέρα το δίλογο τραγούδι
σ’ όλους τους ήχους του ψαλμού: Χαίρε, Χαριτωμένη,
Κι άστραφτε κι από τη χαρά κι από την περηφάνια
του λόγου και δε χαιρόταν και καύκημα δεν του ήταν.
το πλαστουργό κοντύλι του που κράταε κυβερνώντας,
νύχτες και μέρες και γιορτές κι αργατινές, μιλούσε
με κεία τα δυο ιερόλογα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Κ’ ήρθε καιρός που ανήμπορος και το κοντύλι ακόμα
να περπατά στον πάπυρο, της Παναγιάς ζωγράφος,
μια μπόρεση του απόμεινε: γονατιστός να πέφτει
στην άγια εικόνα της Κυράς, όπου την ξάνοιγε, όπου
με το σιγομουρμούρισμα: Χαριτωμένη, Χαίρε!
Όλα του κόσμου ανόητα κι αλλότρια όλα του ήταν,
ώσπου ήρθε η ώρα η φοβερή κι η αφεύγατη με κεί-
να τα λόγια τα μοσκόβολα κι απάνου στα φτερά του.
πάει λυτρωμένη απ’ το κορμί μακάρια κι η ψυχή της.
Το λείψανό του ευωδίασε τη γη που τόνε πήρε
κι απάνου από το μνήμα του πλήθαινε ο μόσκος και ήρθε,
πλημμύρισε η μοσχοβολιά στο μοναστήρι και ήταν
τριγύρω σα μιαν άνοιξη, πλούσια κι αλόγιστη ήταν
Κ’ έναν καιρό κάποιον Απριλίου φανταχτερού και κάποιον
σπάταλον Μάη, στα νιάμερα, γίνηκε μέγα θάμα.
Στο μνήμα το μοσκόβολο ξεφύτρωσε άσπρος κρίνος.
Απάνου στα κρινόφυλλα χρυσογραμμένα λόγια
διαβάζονταν ολόλαμπρα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Κ’ ήτανε κάτι αφάνταστο και η μυρουδιά του κρίνου
Τρέχει, φωνάζει ο Γούμενος: - Σκάφτε, παιδιά μου, ανοίχτε
το μνήμα, Θάμα! Κύριε, μεγάλη η δύναμή Σου!
Τάχα κι από πού να ’ρχεται, τάχα και πού να πάει
τάχα και πού η χρυσοπηγή της χάρης που ανάβει
απ’ την Κυρά Αειπάρθενο; - Και σκάψανε κι ανοίξαν·
από το στόμα του νεκρού να ο κρίνος, φουντωμένος!
Και σα ν’ αργοψιθύριζε το στόμα του και μέσα
στο μνήμα το τραγούδι του! -Χαίρε, Χαριτωμένη!-
Το πήραν ευλαβικά το λείψανο, το ψάχνουν
και βρίσκουν την κρινόριζα μέσ’ στην καρδιά του αγίου...
Και στην καρδιά καταμεσής, απίστευτα γραμμένη,
της Παναγιάς η ζωγραφιά. Χαριτωμένη, Χαίρε!
«Ανθολογία», εκλογή: Γ.Κ. Κατσίμπαλη και Ανδρέα Καραντώνη, χ.χ. σ.σ. 184-187
Και τίποτε άλλο. Βουβαμός και ανηξεριά. Και πάντα
κατάχνια του έζωνε το νου, του σφράγιζε το στόμα,
και μοναχά στα χείλια του τρεμόφεγγε και σβούσε
και σάλευε νυχτοημέρα το δίλογο τραγούδι
σ’ όλους τους ήχους του ψαλμού: Χαίρε, Χαριτωμένη,
Κι άστραφτε κι από τη χαρά κι από την περηφάνια
του λόγου και δε χαιρόταν και καύκημα δεν του ήταν.
το πλαστουργό κοντύλι του που κράταε κυβερνώντας,
νύχτες και μέρες και γιορτές κι αργατινές, μιλούσε
με κεία τα δυο ιερόλογα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Κ’ ήρθε καιρός που ανήμπορος και το κοντύλι ακόμα
να περπατά στον πάπυρο, της Παναγιάς ζωγράφος,
μια μπόρεση του απόμεινε: γονατιστός να πέφτει
στην άγια εικόνα της Κυράς, όπου την ξάνοιγε, όπου
με το σιγομουρμούρισμα: Χαριτωμένη, Χαίρε!
Όλα του κόσμου ανόητα κι αλλότρια όλα του ήταν,
ώσπου ήρθε η ώρα η φοβερή κι η αφεύγατη με κεί-
να τα λόγια τα μοσκόβολα κι απάνου στα φτερά του.
πάει λυτρωμένη απ’ το κορμί μακάρια κι η ψυχή της.
Το λείψανό του ευωδίασε τη γη που τόνε πήρε
κι απάνου από το μνήμα του πλήθαινε ο μόσκος και ήρθε,
πλημμύρισε η μοσχοβολιά στο μοναστήρι και ήταν
τριγύρω σα μιαν άνοιξη, πλούσια κι αλόγιστη ήταν
Κ’ έναν καιρό κάποιον Απριλίου φανταχτερού και κάποιον
σπάταλον Μάη, στα νιάμερα, γίνηκε μέγα θάμα.
Στο μνήμα το μοσκόβολο ξεφύτρωσε άσπρος κρίνος.
Απάνου στα κρινόφυλλα χρυσογραμμένα λόγια
διαβάζονταν ολόλαμπρα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Κ’ ήτανε κάτι αφάνταστο και η μυρουδιά του κρίνου
Τρέχει, φωνάζει ο Γούμενος: - Σκάφτε, παιδιά μου, ανοίχτε
το μνήμα, Θάμα! Κύριε, μεγάλη η δύναμή Σου!
Τάχα κι από πού να ’ρχεται, τάχα και πού να πάει
τάχα και πού η χρυσοπηγή της χάρης που ανάβει
απ’ την Κυρά Αειπάρθενο; - Και σκάψανε κι ανοίξαν·
από το στόμα του νεκρού να ο κρίνος, φουντωμένος!
Και σα ν’ αργοψιθύριζε το στόμα του και μέσα
στο μνήμα το τραγούδι του! -Χαίρε, Χαριτωμένη!-
Το πήραν ευλαβικά το λείψανο, το ψάχνουν
και βρίσκουν την κρινόριζα μέσ’ στην καρδιά του αγίου...
Και στην καρδιά καταμεσής, απίστευτα γραμμένη,
της Παναγιάς η ζωγραφιά. Χαριτωμένη, Χαίρε!
«Ανθολογία», εκλογή: Γ.Κ. Κατσίμπαλη και Ανδρέα Καραντώνη, χ.χ. σ.σ. 184-187
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου