Μικρές ἀσήμαντες λεπτομέρειες πού καθορίζουν σιγά σιγά
τή ζωή σου,
ποιά ζωή σου; Φιλοδοξίες, ἔρωτες, ἐνοχές, πανάρχαια χρέη
σπατάλησαν τή ζωή σου, τί ἔμεινε;
ἡ στάχτη τῶν περασμένων κάθεται στά ἔπιπλα,
θολώνει τά
τζάμια, τούς
καθρέφτες
καί πάνω τους γράφω καμιά φορά τά ὀνόματα ἐκείνων πού ἔφυγαν
κι ἄλλοτε στέκομαι στό παράθυρο καί κοιτάζω τούς περαστικούς
νά πηγαίνουν στή
λήθη
οἱ γυναῖκες κλαῖνε θυμούμενες τά ψιθυρισμένα λόγια ἀπό
παλιά
εἰδύλλια
ὅλοι ψάχνουμε ἀπεγνωσμένα να βροῦμε
ἕναν
δρόμο, γιά νά
πᾶμε
ποῦ;
λοιπόν, ποῦ ζήσαμε; οὔτ' ἐδώ, οὔτ' ἐκεῖ - φτηνά ξενοδοχεῖα
σέ
μακρινές συνοικίες
μέ τά τραχωματικά λαμπιόνια, τούς βρώμικους νιπτῆρες
ὅπου
πάνω τους ἀκούμπησαν
κι ἔκλαψαν,
ἀνύποπτοι
ἀκόμα
μελλοντικοί δολοφόνοι ἤ αὐτόχειρες -
Μιά νύχτα τοῦ καλοκαριοῦ, παιδί ἀκόμα,
βγῆκα
ἀπ'
τό σπίτι καί
ξάπλωσα στόν κῆπο
κι ὅπως κοίταξα τόν Οὐρανό, Θεέ μου, τι ἀπεραντοσύνη,
πόσα
ἄστρα, μ' ἔπιασε
πανικός.
Ἀπό τότε ξέρω πώς δέ θά προφτάσω.
Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου» Α
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 433
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου