Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Τάσος Λειβαδίτης - Η περιπέτεια

Vincent van Gogh Woman Sewing
«Και θα μπορούσε κάποτε να γραφτεί η συγκλονιστική περιπέτεια μιας γυναίκας που της έπεσε η βελόνα στο πάτωμα, εκείνη γονατίζει κι αρχίζει να ψάχνει, εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει, ψάχνει ώσπου ξαναβρίσκει τη βελόνα – σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα
…πως γυρισμός δεν υπάρχει…»

Ανάλυση
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη διακρίνεται για την έντονη αίσθηση τραγικότητας που μεταδίδει στον αναγνώστη∙ αίσθηση που προκύπτει από την τάση του δημιουργού να ελέγχει τη ζωή του ατόμου σ’ ένα προχωρημένο σημείο της, όταν πια το μεγαλύτερο μέρος της έχει βιωθεί και δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια αλλαγών. Η προσέγγιση αυτή δίνει μια θέαση της πραγματικότητας πλήρως στερημένη από το αίσθημα της ελπίδας, το μόνο ουσιαστικά αίσθημα που κατορθώνει να κρατά τους ανθρώπους μπροστά στις πλείστες δυσκολίες και απογοητεύσεις που συναντούν στη ζωή τους.

Στο ποίημα «Η περιπέτεια» ο Λειβαδίτης κατορθώνει με χαρακτηριστική λιτότητα λόγου να παρουσιάσει σε λίγες μόλις γραμμές το απόλυτο αδιέξοδο που βιώνει η ηρωίδα. 
Η συγκλονιστική περιπέτεια της γυναίκας του ποιήματος συνίσταται επί της ουσίας σε μια εσωτερική διαδρομή, σε μια γοργή ανασκόπηση των χρόνων που έχουν περάσει, και φυσικά στην άξαφνη συνειδητοποίηση, στην απρόσμενη κατανόηση, πως η ζωή της έχει πια διαμορφωθεί και δεν μπορεί να την αλλάξει. Ο εγκλωβισμός της ηρωίδας στο στενόχωρο πλαίσιο μιας ζωής γεμάτης με πόνο και στερήσεις είναι όχι μόνο συντελεσμένος, αλλά και χωρίς διαφυγή.

Η συγκλονιστική περιπέτεια της ηρωίδας ξεκινά όταν της πέφτει η βελόνα στο πάτωμα. Ένα απλό συμβάν που την αναγκάζει να διακόψει την εργασία της, το ράψιμο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή απασχολούσε ή έστω κρατούσε αδρανή τη σκέψη της, και την ωθεί αθέλητα, καθώς ψάχνει για τη βελόνα, να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος.
«εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει»
Η αναζήτηση της βελόνας -για να συνεχιστεί η κοπιώδης και κακοπληρωμένη εργασία- φέρνει στη σκέψη της γυναίκας τα όνειρα μιας καλύτερης ζωής∙ φέρνει στη σκέψη και τα σφάλματα, τα λάθη και τους κακούς υπολογισμούς, που της στέρησαν τη ζωή που κάποτε επιθυμούσε. Μαζί τους έρχεται κι η θύμηση των αγαπημένων ανθρώπων που πέθαναν, συμπληρώνοντας έτσι την εικόνα των στοιχείων που συνθέτουν το επώδυνο πλέγμα της ζωής της.

Μα όσο μεγάλη κι αν είναι η απογοήτευσή της, όσο έντονος κι αν είναι ο πόνος που συνταράσσει την ψυχή της, δεν έχει τη δυνατότητα της παύσης ή της ολοκληρωτικής παραίτησης. 
Το φόρεμα πρέπει να παραδοθεί, η δουλειά της πρέπει να συνεχιστεί∙ ακόμη κι αν η ζωή δεν της προσέφερε την ευτυχία που η ίδια προσδοκούσε, συνεχίζει ωστόσο να εγείρει τις δύσκολες αξιώσεις της, μέσα από τις αδιάκοπες υποχρεώσεις και τις ανάγκες της καθημερινής διαβίωσης. Όπως ο Χριστός έφτασε ως τη σταύρωση, παρόλο που για μια στιγμή θέλησε να αποφύγει την ύστατη αυτή θυσία, έτσι κι η γυναίκα -η κάθε γυναίκα- οφείλει να επιτελέσει το ρόλο της μέχρι τέλους.
«σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα
πως γυρισμός δεν υπάρχει…»


Η ηρωίδα του ποιήματος αντιλαμβάνεται αίφνης πως δεν υπάρχει πια γυρισμός. Η ζωή της είναι αυτή που είναι, με όλα τα λάθη, με όλες τις πικρίες και τις απογοητεύσεις, με όλες τις στερήσεις και τις δυσκολίες, και δεν έχει πια τη δυνατότητα να την αλλάξει. Είναι πλέον αργά να ξεφύγει απ’ ό,τι συνιστά τη ζωή της, κι αυτή η επίγνωση λειτουργεί ως ένας επιπλέον λόγος, ένας καίριος λόγος, που κορυφώνει την απελπισία της. Παγιδευμένη πλήρως σε μια ζωή που δεν την φαντάστηκε και δεν τη θέλησε έτσι, σε μια ζωή που διαμορφώθηκε χρόνο το χρόνο, επιλογή την επιλογή και -ατυχώς- λάθος το λάθος, οφείλει να υπηρετήσει -είτε το θέλει είτε όχι- το αποτέλεσμα των επιλογών της, αλλά και των τυχαίων συγκυριών.
Ο ποιητής αντικρίζει με συμπόνια και κατανόηση τη ζωή αυτής της γυναίκας, και μέσω αυτής τη ζωή πολλών ανθρώπων, χωρίς ωστόσο να επιτρέπει τη δυνατότητα κάποιας αισιόδοξης ματιάς. Εγκλωβίζει την ηρωίδα του σε μια αδιέξοδη κατάσταση, στερώντας της το δικαίωμα της ελπίδας, το περιθώριο μιας ουσιαστικής αλλαγής, κι αυτό όχι γιατί θεωρητικά δεν υπάρχει πάντοτε η προσδοκία του απρόσμενου, αλλά γιατί στην πραγματικότητα πολύ συχνά το επώδυνο και το δύσκολο είναι το μόνο που έχουμε να ζήσουμε.
Έτσι, το τετελεσμένο και το αναπόφευκτο της δυστυχίας που βιώνει η ηρωίδα του ποιήματος, τίθεται περισσότερο ως μια ιστορία -μια συχνά επαναλαμβανόμενη ιστορία- που θα πρέπει να έχουν υπόψη τους οι αναγνώστες του ποιήματος, ώστε εγκαίρως και χωρίς δισταγμούς να προβαίνουν στις αλλαγές και τις αποφάσεις εκείνες που θα μπορούσαν να τους διασώσουν από ανάλογα αδιέξοδα βιώματα. Άλλωστε, τίποτε δεν μπορεί επί της ουσίας να αλλάξει, αν δεν γίνει έστω μια πρώτη αλλαγή, αν δεν γίνει εκείνη η βασική συνειδητοποίηση πως τα πράγματα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι.

latistor

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Τάσος Λειβαδίτης - Φύλλα ημερολογίου
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές...


Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημε-
ρολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.

Κι ίσως ό,τι μένει να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό «μη με λησμόνει».

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καζαντζάκης – η Αμυγδαλιά

Στην ακροαματική διαδικασία στο εφετείο του Ναυπλίου, κατά τη δίκη του Ανδρέα Δελμούζου, όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της πατρίδας μας έδειξαν μεγάλη συμπαράσταση τόσο στον Δελμούζο, όσο και στους συνεργάτες του. 
Vincent van Gogh’s “Almond Tree in Blossom”
Ο δικός μας, ο Νίκος Καζαντζάκης, που τότε υπέγραψε με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης, έστειλε επιστολή συμπαράστασης στον μεγάλο και κυνηγημένο παιδαγωγό μαζί με το παρακάτω ποίημα:
Του αγαπημένου μου Α. Δελμούζου

Κι αν όλοι τρέμουν σκλάβοι μεσ’ στα χιόνια,
λεύτερη εγώ μεσ’ στ’ όνειρό μου κραίνω
τη γνώμη μου άφοβα και με άνθια ραίνω
το χώμα μου και νοιώθω χελιδόνια
να μου σπαθίζουν την καρδιά κι αηδόνια
να μου βαράν τη μέση. Απ’ το σκασμένο
φλούδι μου θριαμβικό χυμάει, ζεμένο
σε γέρανους, περδίκια, σπουργιτόνια
το ψίκι της κλεμένης Πριγκιπέσας.
Να, τους ανθούς μου ασώτεψα να διώξω
το φόβο από τις άνανθες κορφές σας,
ώ Φρόνιμοι, τανυώντας τ’ άγιο τόξο
της τρέλας. Τί αν μαδώ χλωμή στ’ αγιάζι;
Φέρνω το Μήνυμα και δε με νοιάζει!


Πέτρος Ψηλορείτης, Απρίλης 1914
Περ. Γράµµατα, Αλεξάνδρεια, τόµ. 2, φυλλ. 23-24, 1913-1914

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Κώστας Κρυστάλλης - Στὸ Σταυραητό
Βιογραφικά

Wildlife - Colin Woolf
Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.

Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.

Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.

Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.

Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.

Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.

Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!




ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Με τον Κώστα Κρυστάλλη η ελληνική ποίηση, που ως τότε ήταν κυρίως ψεύτικη, ρομαντική και κλαψιάρικη, βρήκε μια καινούρια νότα, εύρωστη, λεβέντικη και γνήσια ελληνική.

Μας ζωντάνεψε τον κόσμο του χωριού και της στάνης· του βουνού και του δάσους, της ορεινής ομορφιάς και της εθνικής μας παράδοσης. Ήταν μιά σημαντική στροφή της ποιητικής έμπνευσης προς την ντόπια παράδοση και μάλιστα με τα μέτρα που ήταν σε χρήση και στο δημοτικό τραγούδι, με τον λαϊκό δεκαπεντασύλλαβο.

H ποίηση αυτή αγαπήθηκε αμέσως από το ελληνικό κοινό και εξακολουθεί να αγαπιέται ακόμα, όπως αγαπήθηκε και ο ποιητής, στον οποίο η λατρεία του κοινού έχει στήσει ως σήμερα τέσσερις προτομές (στην Πεντέλη, στην Αρτα, στα Γιάννενα και στή Λάρισα).
Στην προτίμηση αυτή συντέλεσαν ασφαλώς και οι δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησε ο ποιητής, που πέθανε άλλωστε πολύ νέος, σχεδόν παιδί, μόλις είκοσι έξι χρονών.

Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, από οικογένεια που είχε προσφέρει πολλά στην υπόθεση της πατρίδας. Οταν τελείωσε το δημοτικό, κατέβηκε στα Γιάννενα, να μπεί στη Ζωσιμαία Σχολή. Στην πόλη αυτή έμενε και ο πατέρας του, πλούσιος έμπορος άλλοτε, που άρχισε όμως να ξεπέφτει μετά το 1881.

Ενας πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας ζήτησε τότε από το γερο-Κρυστάλλη, να του δώσει τον Κώστα να τον στείλει γιά δωρεάν σπουδές στο Βουκουρέστι. Με την πρόταση αυτή ο πατέρας πληγώθηκε στην εθνική φιλοτιμία του, και μάλιστα εράπισε τον πράκτορα.
Τα ίδια πατριωτικά αισθήματα είχε και ο νεαρός μαθητής-ποιητής, ο οποίος είχε τελειώσει τότε ένα πρωτόλειο «επύλλιον», με τον τίτλο: «Αι Σκιαί του Αδου».

H ποιητική αυτή σύνθεση, μολονότι άτεχνη, παλλόταν από πατριωτική έξαρση. Ο πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί. Κατάγγειλε τo έργο στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή, o oποίος διέταξε τη σύλληψη του νεαρού Κρυστάλλη. Οι συμμαθητές του της Ζωσιμαίας τον βοήθησαν να κρυφτεί, και ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, τα Χριστούγεννα του 1888, κατόρθωσε να περάσει τα σύνορα και να καταφύγει στην Αθήνα.
H αγωνιώδης προσπάθεια του να πετύχει κάποια υποτροφία, για να τελειώσει την τελευταία τάξη του Γυμνασίου, δεν έφερε αποτέλεσμα. Και επειδή πλέον αντιμετώπιζε θέμα πείνας, αναγκάστηκε να εργαστεί επί δύο χρόνια ως τυπογράφος σ' ένα σκοτεινό υπόγειο. Αργότερα εργάστηκε γιά μερικούς μήνες ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάν. Δαμβέργη και ύστερα ως υπάλληλος των εκδοτηρίων στους Σιδηροδρόμους Πελοποννήσου. Η υγεία του όμως είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε στην Άρτα τον Απρίλιο του 1894, σε ηλικία είκοσι έξι χρονών.
Μόνος, αβοήθητος, άρρωστος, χωρίς εφόδια, αλλά με τεράστια πίστη και ζήλο, ο νεαρός αυτός εξόριστος, ένα χωριατόπουλο άπραγο, χαμένο στη μεγάλη Αθήνα, πέτυχε να φέρει ένα ρυάκι δροσερό νερό, από τη βουνίσια ομορφιά μέσα στην αδιάφορη Αθήνα. Πέτυχε να επιβάλει τις ποιμενικές αναμνήσεις του, να μας γνωρίσει το κάλλος της αγροτικής ζωής, να μας ξυπνήσει την πατριωτική φλόγα και να δημιουργήσει μιά δική του παράδοση, που του εξασφάλισε ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Αναστημένος στη σκλαβιά, ύμνησε την ελευθερία. Και χάνοντας τίς ομορφιές της ορεινής Ηπείρου, που δεν επρόκειτο να ξαναδεί, (οι Τούρκοι τον είχαν καταδικάσει ερήμην 25 χρόνια εξορία στό φεζάν), έκανε τραγούδι τη νοσταλγία του. Υπάρχει πολύ πάθος και πολλή αλήθεια μέσα στους στίχους του, γι' αυτό και μας δίνουν μιά γνήσια συγκίνηση.

Η εργατικότητα του εξάλλου υπήρξε χωρίς προηγούμενο. Παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες του βίου του, έγραψε μέσα σε μιά πενταετία τόσα, όσα άλλοι χρειάστηκαν ολόκληρη ζωή γιά να τα γράψουν.

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: «Το επύλλιον», «Ο καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου» (1889). Τα «Αγροτικά» (1891), τον «Τραγουδιστή του χωριού και της στάνης» (1893).

Τα «Αγροτικά» τιμήθηκαν με έπαινο στον Α' φιλαδέλφειο Διαγωνισμό και ο «Τραγουδιστής» με πρώτο και θερμότατο έπαινο στον Β' φιλαδέλφειο διαγωνισμό.

H κρίση θεωρήθηκε άδικη. Μα έδωσε την ευκαιρία στους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας να ξεσπαθώσουν με ενθουσιασμό υπέρ του Κρυστάλλη. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε το άρθρο του Βλάση Γαβριηλίδη στην «Ακρόπολη», που έπιανε ολόκληρη την πρώτη σελίδα της εφημερίδας.

Πέρα από την ποίηση ασχολήθηκε ακόμα με το διήγημα και δημοσίευσε τη συλλογή: «Πεζογραφήματα» (1894), όπου βλέπουμε επίσης να μοσκοβολάει η νοσταλγία γιά τη χαμένη πατρίδα και η απλότητα της βουνίσιας ψυχής. Μιά εκτεταμένη ιστορικο-λαογραφική μελέτη γιά τους «Βλάχους της Πίνδου» (τό υλικό της οποίας ο Κρυστάλλης ετοίμαζε από μαθητής) μας δείχνει τις σημαντικές δυνατότητες του, που δεν πρόλαβαν να αξιοποιηθούν. Οι τελευταίες ποιητικές συνθέσεις του: (Γκόλφω, Ψωμαπάτης) έμειναν μισοτελειωμένες.

Μερικά άλλα έργα του χάθηκαν οριστικά (κάηκαν στη φωτιά από τη σπιτονοικοκυρά του, όταν έμαθε ότι ήταν φυματικός). 
Μία πλήρη βιογραφία του ποιητή, σε μορφή μυθιστορήματος, εκδόθηκε από τον εκλεκτό λογοτέχνη Μιχάλη Περάνθη με τον τίτλο: «Ο Τσέλιγκας».
Από την σελίδα vlahoi.net :
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Μανόλης Ἀναγνωστάκης - Ἐπιτύμβιον / «Ἄ, ρὲ Λαυρέντη... »

Jack Levine. Gangster Funeral. 1952-53
Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.

Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.

(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)

Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.

Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.

Ανάλυση
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης με πικρή ειρωνεία στηλιτεύει την υποκρισία που διακρίνει πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι φροντίζουν να δίνουν προς τα έξω μια εικόνα αξιοπρέπειας και ενδιαφέροντος για το συλλογικό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά οπορτουνιστές που αποζητούν μονάχα την προσωπική τους καταξίωση.

Άνθρωποι σαν το Λαυρέντη του ποιήματος –η ταυτότητα του οποίου δεν έχει κάποια ουσιαστική σημασία, καθώς ο Λαυρέντης λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο, ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ενός γενικότερου ανθρώπινου τύπου- βρίσκονται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής πράξης και αποτελούν φανέρωμα της πτώσης που χαρακτηρίζει πλέον την ελληνική, και όχι μόνο, πολιτεία.
Ακόμη και στους κόλπους της αριστερής παράταξης, που γεννήθηκε ως αντίδραση απέναντι στην ηθική και πολιτική σήψη των προηγούμενων γενιών και διεκδίκησε την ανανέωση και την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας, με ζητούμενο πάντα την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότιμη αντιμετώπιση όλων των πολιτών, υπήρξαν αρκετοί άνθρωποι που δε δίστασαν να εκμεταλλευτούν τον όποιο σεβασμό απέκτησαν απ’ τους συμπολίτες τους προκειμένου να εξυπηρετήσουν τελικά ίδια συμφέροντα. Άνθρωποι που ενεπλάκησαν στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας ορμώμενοι από μια συγκροτημένη και μαχητική ιδεολογία∙ άνθρωποι που ξεκίνησαν την πορεία τους παλεύοντας για τα υψηλά ιδανικά της αριστεράς, κατέληξαν τελικά να εκμεταλλεύονται με το χειρότερο τρόπο την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Το δέλεαρ της οικονομικής διασφάλισης και της κοινωνικής ανάδειξης υπήρξε τόσο ισχυρό, ώστε οδήγησε -και οδηγεί- αρκετούς ανθρώπους στην υιοθέτηση μιας απαράδεκτα υποκριτικής στάσης, όπου πίσω από κάθε υποτιθέμενα κοινωνικό αγώνα δεν υπήρξε -και δεν υπάρχει- τίποτε περισσότερο από την προσωπική φιλοδοξία και απληστία.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης και ο πατριώτης, δεν είναι παρά το προσωπείο που θέλει να δει η κοινωνία∙ το μόνο προσωπείο που αποδέχεται η κοινωνία, προκειμένου να αναγνωρίσει και να επιδαψιλεύσει τιμές και προνόμια στους πολίτες της. Κι αυτό ακριβώς παρουσιάζουν και ...
......
η συνέχεια εδώ: latistor

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Λάμπρος Πορφύρας - Το θέατρο

crowcries

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή του Πορφύρα Σκιές (1920) 
και εντάσσεται στο κλίμα του συμβολισμού.

Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Μα ο δρόμος, χθες το βράδυ,
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει.
Μόλις φαινόταν η σκηνή στ’ ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.

Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι έβγαιναν κι έπαιζαν τ’ αλλόκοτο τους δράμα,
κι άκουγες βόγκους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.

Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία.
Κι έβγαινε, Θε μου! κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
έβγαινε, Θε μου, κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.

Ανάλυση
Το ποίημα κινείται στο πλαίσιο του συμβολισμού, γεγονός που σημαίνει πως χαρακτηρίζεται για το υπαινικτικό του ύφος, το θολό και ασαφές κλίμα, την υποβλητική λειτουργία, τον περιορισμό του νοηματικού περιεχομένου και κυρίως από τη μελαγχολική του διάθεση που οδηγεί στην απελπισία.

Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Μα ο δρόμος, χθες το βράδυ, 
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει. 
Μόλις φαινόταν η σκηνή στ’ ανάριο το σκοτάδι 
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.
Το ποιητικό υποκείμενο καθιστά εμφανή την παρουσία του ήδη από τον πρώτο στίχο, εφόσον δηλώνει την αδυναμία του να εκφράσει με σαφήνεια αυτό που βίωσε χθες το βράδυ. Έχουμε, έτσι, έναν συγκεκριμένο χρονικό προσδιορισμό (χθες το βράδυ), αλλά ήδη μια δυσκολία σύνδεσης με την πραγματική διάσταση των γεγονότων∙ μια αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας (Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ). 
Ο ποιητής απευθύνει τα λόγια αυτά σ’ έναν υποτιθέμενο ακροατή, ο οποίος ωστόσο δεν αποκτά υπόσταση στο ποίημα. Γίνεται, ωστόσο, αισθητή η θεατρικότητα του κειμένου, αφού αποκτά τη μορφή ενός δραματικού μονολόγου.
Η θεατρικότητα έχει κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτό το ποίημα, καθώς γενικότερη πρόθεση του Πορφύρα είναι να αναδείξει την ομοιότητα του κόσμου με μια θεατρική σκηνή. Σκέψη που φανερώνει συνειδητή απομάκρυνση από την πραγματικότητα και φέρνει τον ποιητή πλησιέστερα στην τραγική αίσθηση πως η ζωή δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια θεατρική παράσταση, χωρίς τίποτε το γνήσιο και το αληθινό. 
Άνθρωποι που υποκρίνονται ο ένας απέναντι στον άλλον∙ άνθρωποι που υποκρίνονται ακόμη και στον εαυτό τους, και το πιο επώδυνο, άνθρωποι που δεν έχουν κανέναν έλεγχο στην ίδια τους τη ζωή, αφού μοιάζουν σαν ηθοποιοί που παίζουν ένα έργο που έχει γράψει άλλος γι’ αυτούς. Παίζουν σ’ ένα έργο, την πορεία του οποίου δεν μπορούν ν’ αλλάξουν, μέχρι να πέσει αιφνίδια η αυλαία και να τερματιστεί η παράσταση που αποκαλούν ζωή.
Ο ποιητής, λοιπόν, σχολιάζει πως ο δρόμος, χθες το βράδυ, μέσα στη σταχτιά, μουντή, συννεφιά, είχε γίνει σαν θέατρο, η σκηνή του οποίου μόλις και διακρινόταν στο αραιό σκοτάδι κι οι άνθρωποι, οι θεατρίνοι, φαινόντουσαν από μακριά σαν σκιές. Παρατηρούμε, άρα, πως μια εικόνα του πραγματικού κόσμου, ένας δρόμος και οι άνθρωποι που κινούνται σε αυτήν, μεταλλάσσονται στη σκέψη του ποιητή, ο οποίος επηρεασμένος βαθιά από τη μελαγχολική του διάθεση, αντικρίζει το δρόμο και τους ανθρώπους σαν μια δυσδιάκριτη θεατρική σκηνή.
Το θολό και ασαφές του σκηνικού εξυπηρετεί την πρόθεση του ποιητή να δημιουργήσει ένα ρευστό κλίμα, όπου τα όρια της πραγματικότητας δεν είναι σαφώς προσδιορισμένα, ώστε να είναι ευκολότερη η μετάβαση στον κόσμο του συναισθήματος και των ιδεών. Ο δρόμος χάνει σημαντικό μέρος της πραγματικής του υπόστασης και λαμβάνει συμβολικές διαστάσεις μέσα από μια εικόνα με έντονα συγκινησιακή ατμόσφαιρα.
Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα 
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα, 
κι εκείνοι έβγαιναν κι έπαιζαν τ’ αλλόκοτο τους δράμα, 
κι άκουγες βόγκους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.
Ο ποιητής δίνει ακόμη περισσότερα στοιχεία του πραγματικού κόσμου που συνιστούν το θεατρικό σκηνικό: τα σπίτια που βρίσκονται κάπως μακριά, οι αυλές τους και μαζί τα κλωνάρια, δηλαδή τα δέντρα που βρίσκονται στις αυλές (σχήμα συνεκδοχής: τα κλωνάρια αντί για τα δέντρα), δίνουν την εντύπωση σκηνικών παλιών και ξεβαμμένων. 
Μια έντονη αίσθηση φθοράς που φανερώνει την απελπισία του ποιητή, αφού τίποτε γύρω του δεν μοιάζει ικανό να του ξυπνήσει την ελπίδα και την προσδοκία για κάτι καλύτερο. 
Φανερώνεται, επίσης, η αίσθηση της διαρκούς επανάληψης, εφόσον το ίδιο αυτό σκηνικό έχει υποδεχθεί ξανά και ξανά νέους ανθρώπους και τους έχει συνοδεύσει μέχρι το τέλος της ζωής τους, μόνο και μόνο για να έρθουν άλλοι νέοι άνθρωποι να περάσουν κι εκείνοι μια μουντή και άχαρη ζωή υποκρισίας και συμβιβασμών.
Οι θεατρίνοι της μάταιης αυτής παράστασης -οι άνθρωποι της καθημερινότητας- βγαίνουν και παίζουν το αλλόκοτο δράμα τους∙ κι είναι αλλόκοτο, διότι χωρίς να έχει στην πραγματικότητα καμία ουσία και καμία προοπτική να οδηγήσει σε κάτι το ιδιαίτερο ή κάτι το ουσιαστικό, οι ίδιοι οι άνθρωποι το αντιμετωπίζουν σαν να είναι κάτι πολύ σπουδαίο και εγκλωβίζονται στους ρόλους τους και κάποτε παθιάζονται, σαν να έχουν την εντύπωση πως ό,τι ζουν έχει καθοριστική σημασία. 
Ο ποιητής, εντούτοις, αντιλαμβάνεται την απόλυτη ματαιότητα αυτής της κωμικοτραγικής παράστασης, αυτής της δίχως πραγματικό νόημα ζωής, γι’ αυτό και παραθέτει κατά τρόπο εξισωτικό τόσο τους βόγκους, τους καημούς δηλαδή των ανθρώπων, όσο και τα γέλια της ευτυχίας τους.
Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν 
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία. 
Κι έβγαινε, Θε μου! κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
έβγαινε, Θε μου, κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.
Ο ποιητής μπροστά στο θέαμα αυτής της παράδοξης θεατρικής παράστασης, δηλώνει την αδυναμία του να κατανοήσει ποια δύναμη ωθεί τους ανθρώπους στο να συνεχίζουν να συμμετέχουν σε αυτή. Εγώ δεν ξέρω, μονολογεί, καθώς παρακολουθεί τους ανθρώπους-θεατρίνους να βγαίνουν από τα σπίτια τους, να συναντιούνται με άλλους ανθρώπους και να προχωρούν μαζί∙ δεν ξέρει ποιο το νόημα, μεταφέροντας στους συλλογισμούς του κάτι από το συγκεχυμένο και ασαφές του σκηνικού που αντικρίζει γύρω του.
Η παράσταση χαρακτηρίζεται από τον ποιητή, εύλογα, θλιβερή, εφόσον μοιάζει να μην έχει κανένα ουσιαστικό νόημα∙ χαρακτηρίζεται, όμως, και ωραία, γεγονός που προφανώς αναφέρεται στην αισθητική της πτυχή. Η ομορφιά της έγκειται στο σκηνικό της πλαίσιο κι όχι στο περιεχόμενό της, το οποίο είναι εμφανώς μάταιο σε ό,τι αφορά το ποιητικό υποκείμενο.
Η παράσταση αυτή έχει, βέβαια, πάντοτε περιορισμένη διάρκεια, το τέλος της, ωστόσο, προκαλεί κάθε φορά έκπληξη, αφού έρχεται τελείως απροσδόκητα, διακόπτοντας την παράσταση σε κάθε πιθανό σημείο, χωρίς να της δίνει απαραίτητα τον αναγκαίο χρόνο προκειμένου να φτάσει σε κάποια ολοκλήρωση. Η αυλαία μπορεί να πέσει ακόμη και ελάχιστα μετά την αρχή της.
Εδώ, το τέλος αυτής της παράστασης δίνεται συμβολικά με την έλευση της νύχτας, η οποία ρίχνει τη μαύρη της αυλαία και διακόπτει τις κινήσεις και τη δράση των ανθρώπων. Διακοπή που γίνεται αποδεκτή από τον ποιητή με την αίσθηση έκπληξης που συνοδεύει πάντοτε το άκαιρο τέλος∙ έκπληξη που αισθητοποιείται με τις δύο αναφωνήσεις (Θε μου) και τη χρήση θαυμαστικού.
Το αιφνίδιο τέλος είναι ακόμη ένα στοιχείο που ενισχύει τη ματαιότητα της παράστασης, αφού κανείς επί της ουσίας δεν γνωρίζει πότε θα τερματιστεί η δική του προσωπική παράσταση, κι αν θα του δοθεί ο χρόνος να υλοποιήσει όσα επιθυμεί ή έστω κάποια από αυτά.

Ερωτήσεις - Απαντήσεις
.................
εδώ: latistor