Wildlife - Colin Woolf |
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ Με τον Κώστα Κρυστάλλη η ελληνική ποίηση, που ως τότε ήταν κυρίως ψεύτικη, ρομαντική και κλαψιάρικη, βρήκε μια καινούρια νότα, εύρωστη, λεβέντικη και γνήσια ελληνική. Μας ζωντάνεψε τον κόσμο του χωριού και της στάνης· του βουνού και του δάσους, της ορεινής ομορφιάς και της εθνικής μας παράδοσης. Ήταν μιά σημαντική στροφή της ποιητικής έμπνευσης προς την ντόπια παράδοση και μάλιστα με τα μέτρα που ήταν σε χρήση και στο δημοτικό τραγούδι, με τον λαϊκό δεκαπεντασύλλαβο. H ποίηση αυτή αγαπήθηκε αμέσως από το ελληνικό κοινό και εξακολουθεί να αγαπιέται ακόμα, όπως αγαπήθηκε και ο ποιητής, στον οποίο η λατρεία του κοινού έχει στήσει ως σήμερα τέσσερις προτομές (στην Πεντέλη, στην Αρτα, στα Γιάννενα και στή Λάρισα).Στην προτίμηση αυτή συντέλεσαν ασφαλώς και οι δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησε ο ποιητής, που πέθανε άλλωστε πολύ νέος, σχεδόν παιδί, μόλις είκοσι έξι χρονών. Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, από οικογένεια που είχε προσφέρει πολλά στην υπόθεση της πατρίδας. Οταν τελείωσε το δημοτικό, κατέβηκε στα Γιάννενα, να μπεί στη Ζωσιμαία Σχολή. Στην πόλη αυτή έμενε και ο πατέρας του, πλούσιος έμπορος άλλοτε, που άρχισε όμως να ξεπέφτει μετά το 1881. Ενας πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας ζήτησε τότε από το γερο-Κρυστάλλη, να του δώσει τον Κώστα να τον στείλει γιά δωρεάν σπουδές στο Βουκουρέστι. Με την πρόταση αυτή ο πατέρας πληγώθηκε στην εθνική φιλοτιμία του, και μάλιστα εράπισε τον πράκτορα. Τα ίδια πατριωτικά αισθήματα είχε και ο νεαρός μαθητής-ποιητής, ο οποίος είχε τελειώσει τότε ένα πρωτόλειο «επύλλιον», με τον τίτλο: «Αι Σκιαί του Αδου». H ποιητική αυτή σύνθεση, μολονότι άτεχνη, παλλόταν από πατριωτική έξαρση. Ο πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί. Κατάγγειλε τo έργο στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή, o oποίος διέταξε τη σύλληψη του νεαρού Κρυστάλλη. Οι συμμαθητές του της Ζωσιμαίας τον βοήθησαν να κρυφτεί, και ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, τα Χριστούγεννα του 1888, κατόρθωσε να περάσει τα σύνορα και να καταφύγει στην Αθήνα.H αγωνιώδης προσπάθεια του να πετύχει κάποια υποτροφία, για να τελειώσει την τελευταία τάξη του Γυμνασίου, δεν έφερε αποτέλεσμα. Και επειδή πλέον αντιμετώπιζε θέμα πείνας, αναγκάστηκε να εργαστεί επί δύο χρόνια ως τυπογράφος σ' ένα σκοτεινό υπόγειο. Αργότερα εργάστηκε γιά μερικούς μήνες ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάν. Δαμβέργη και ύστερα ως υπάλληλος των εκδοτηρίων στους Σιδηροδρόμους Πελοποννήσου. Η υγεία του όμως είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε στην Άρτα τον Απρίλιο του 1894, σε ηλικία είκοσι έξι χρονών. Μόνος, αβοήθητος, άρρωστος, χωρίς εφόδια, αλλά με τεράστια πίστη και ζήλο, ο νεαρός αυτός εξόριστος, ένα χωριατόπουλο άπραγο, χαμένο στη μεγάλη Αθήνα, πέτυχε να φέρει ένα ρυάκι δροσερό νερό, από τη βουνίσια ομορφιά μέσα στην αδιάφορη Αθήνα. Πέτυχε να επιβάλει τις ποιμενικές αναμνήσεις του, να μας γνωρίσει το κάλλος της αγροτικής ζωής, να μας ξυπνήσει την πατριωτική φλόγα και να δημιουργήσει μιά δική του παράδοση, που του εξασφάλισε ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.Αναστημένος στη σκλαβιά, ύμνησε την ελευθερία. Και χάνοντας τίς ομορφιές της ορεινής Ηπείρου, που δεν επρόκειτο να ξαναδεί, (οι Τούρκοι τον είχαν καταδικάσει ερήμην 25 χρόνια εξορία στό φεζάν), έκανε τραγούδι τη νοσταλγία του. Υπάρχει πολύ πάθος και πολλή αλήθεια μέσα στους στίχους του, γι' αυτό και μας δίνουν μιά γνήσια συγκίνηση. Η εργατικότητα του εξάλλου υπήρξε χωρίς προηγούμενο. Παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες του βίου του, έγραψε μέσα σε μιά πενταετία τόσα, όσα άλλοι χρειάστηκαν ολόκληρη ζωή γιά να τα γράψουν. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: «Το επύλλιον», «Ο καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου» (1889). Τα «Αγροτικά» (1891), τον «Τραγουδιστή του χωριού και της στάνης» (1893). Τα «Αγροτικά» τιμήθηκαν με έπαινο στον Α' φιλαδέλφειο Διαγωνισμό και ο «Τραγουδιστής» με πρώτο και θερμότατο έπαινο στον Β' φιλαδέλφειο διαγωνισμό. H κρίση θεωρήθηκε άδικη. Μα έδωσε την ευκαιρία στους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας να ξεσπαθώσουν με ενθουσιασμό υπέρ του Κρυστάλλη. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε το άρθρο του Βλάση Γαβριηλίδη στην «Ακρόπολη», που έπιανε ολόκληρη την πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Πέρα από την ποίηση ασχολήθηκε ακόμα με το διήγημα και δημοσίευσε τη συλλογή: «Πεζογραφήματα» (1894), όπου βλέπουμε επίσης να μοσκοβολάει η νοσταλγία γιά τη χαμένη πατρίδα και η απλότητα της βουνίσιας ψυχής. Μιά εκτεταμένη ιστορικο-λαογραφική μελέτη γιά τους «Βλάχους της Πίνδου» (τό υλικό της οποίας ο Κρυστάλλης ετοίμαζε από μαθητής) μας δείχνει τις σημαντικές δυνατότητες του, που δεν πρόλαβαν να αξιοποιηθούν. Οι τελευταίες ποιητικές συνθέσεις του: (Γκόλφω, Ψωμαπάτης) έμειναν μισοτελειωμένες. Μερικά άλλα έργα του χάθηκαν οριστικά (κάηκαν στη φωτιά από τη σπιτονοικοκυρά του, όταν έμαθε ότι ήταν φυματικός).Μία πλήρη βιογραφία του ποιητή, σε μορφή μυθιστορήματος, εκδόθηκε από τον εκλεκτό λογοτέχνη Μιχάλη Περάνθη με τον τίτλο: «Ο Τσέλιγκας». |
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου