«Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι.»
Άλλα γιατί με
κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις. Ίσως
γιατί στέκομαι
πάντα κάτω από μια μαρκίζα, αλλά δε βλέπουν
ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει
να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη
χτες; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν
ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας φεύγοντας
άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη
ελπίδα
που κάνει πιο
αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν μια
συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
«μα δεν ακούς,
λοιπόν — δεν ακούς;» «ν' ακούσω τι;»
μια θλίψη
παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου ν'
απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα
ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν
απεγνωσμένα — ποιόν ειδοποιούσαν; Τι ήθελαν να
πουν;
Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη
νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το
θυμάσαι.
Έτσι, παρ' όλο
που το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν,
«αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε»,
σκεφτόμουν
και θα
πεθάνουμε ολομόναχοι — κι εκείνο το μικρό καράβι που
μας χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια
μας πήγε μακριά.
(Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!)
Τώρα
περιπλανιέμαι σε βράδια που δε θα ξανάρθουν ποτέ ή μένω
κλεισμένος στην κάμαρα μου —
μόνο, για το
Θεό, μην τραβήξετε την κουρτίνα
είναι ανατριχιαστικό!
«Μια μέρα θα
ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος, αλλά θα 'ναι
αργά» και σκέφτηκα τα φαντάσματα
που
εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει (κι ίσως για να
κρύψουν ακριβώς αυτό).
Άλλα τώρα
χειμώνιασε, ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε
τα παλιά χειρόγραφα.
Και
κάποτε θα τρομάξεις
όταν
καταλάβεις ποιος είσαι.
Κι οι εραστές
υστέρα από μια νύχτα απερίγραπτη ξυπνάνε σ' ένα
φτωχό πρωινό του Νοέμβρη
ενώ η βρύση
στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης
διαδοχής των ήμερων.
Και πεθαίνουμε
στερημένοι σ' έναν παράδεισο από λέξεις.
Κι άξαφνα
έρχεται η
στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδιασε,
στη σάλα έχουν
ανάψει τα φώτα — στάθηκα στο διάδρομο,
είχα ένα
σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή —
με
κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού
σχολείου
ναι, δεν το
αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα
κι υστέρα τα
θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω από
κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα
μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς
το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι
μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να
'χει κανείς αλλού το νου του. Έξαλλου, εγώ έχω
το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.
Γι’ αυτό
κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον
Άγιο Δομίνικο
ή έφτιαχνα
πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες που 'γραφαν για
μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται;
κι αυτό το
μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με
πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά —
έτσι δεν
πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο. Κι εσύ, καλέ μου φίλε,
μόλις πεθάνω
θα σου γράψω
με ειλικρίνεια, θα σου πω για τον άνθρωπο που μ'
έφτυσε
για το κονιάκ
που μου λείπει, για τα πουλιά το πρωί που με
ξαναγυρίζουν στο σπίτι τού παππού.
Κ’
η Τερέζα
κάθε φορά που
πίναμε τσάι και μου επέστρεφε το φλιτζάνι, το χέρι
της ήταν ωχρό
απ’ το μακρύ
ταξίδι — που είχε πάει και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί
«δε σέβεστε
λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα, γι' αυτό ετοιμάζω
τις αποσκευές μου
αλλά δεν
απομακρύνομαι — αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί
εν' ανεξήγητο όνειρο.
Τότε το
εκκρεμές άρχισε να χτυπάει κι ακούστηκε η ώρα του
αναπότρεπτου
έτρεξα να τους
προλάβω στη σκάλα, «κανείς δεν πέθανε, τους
λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι'
αύριο»
ενώ την ίδια
στιγμή «κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν
— όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα
του θανάτου μας
θα 'ναι εκεί
και θα μας περιμένουν.
Και συχνά τις
νύχτες ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών
και κοίταξα τα
φωτισμένα τραίνα να χάνονται πέρα στο πουθενά.
Ώ
εποχή μου, όλα ειπώθηκαν
και μόνο το
φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.
Ώσπου
σιγά-σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα
και το φως της
μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν
κι υστέρα
είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης
που άργησε
οι φίλοι που
πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι
άπιαστο
λέξεις
συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό
κι αυτή η
αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο
ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή.
Ποιόν θέλουμε
να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;
Και καμία φορά
τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια
ακούγεται απ’ το παρελθόν — ακριβώς γιατί
ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας
βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν
ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι
συνέβη;
εξάλλου η
κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης, θέλω
να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή
ξένοι.
Ώ, που έζησα
μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο
που το ξεχνάς το πρωί και μετά το
ξαναθυμάσαι, μέχρι που
δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το
πεπρωμένο. Και είδα τ'
ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι
έπρεπε εγώ απ’ αυτό
το ποτέ και το
τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.
|
Συλλογή: «ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ - 3», 1987
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 366-370
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου