I
Ὁ παρών χρόνος καί ὁ παρελθών χρόνος
εἶναι ἴσως καί ὁ δύο παρόντες στόν μέλλοντα χρόνο,
καί ὁ μέλλων χρόνος περιέχεται στόν παρελθόντα χρόνο.
Ἄν ὅλος ὁ χρόνος εἶναι αἰωνίως παρών
ὅλος ὁ χρόνος δέν μπορεῖ νά πληρωθεῖ.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ εἶναι μιά ἀφαίρεση
πού παραμένει μιά διαρκής δυνατότητα
μόνο σ’ ἕναν κόσμο ἀπό εἰκασίες.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
Βήματα ἀντηχοῦν στή μνήμη
στό μονοπάτι πού δέν πήραμε
πρός τήν πόρτα πού ποτέ δέν ἀνοίξαμε
τοῦ κήπου μέ τίς τριανταφυλλιές. Οἱ λέξεις μου ἀντηχοῦν
ἑπομένως, στό μυαλό σου.
Ὅμως γιά ποιό λόγο
νά ταράξει κανείς τή σκόνη στήν κούπα μέ τά ροδόφυλλα
δέν ξέρω.
Ἄλλοι ἀντίλαλοι
κατοικοῦν στόν κῆπο. Θά τούς ἀκολουθήσουμε;
Γρήγορα, εἶπε τό πουλί, βρεῖτε τους, βρεῖτε τους,
ἐδῶ γύρω. Μέσα ἀπό τήν πρώτη πύλη,
στόν πρῶτο μας κόσμο, θ’ ἀκολουθήσουμε
τῆς τσίχλας τήν ἀπάτη; Στόν πρῶτο μας κόσμο.
Βρίσκονταν ἐκεῖ, ἐπιβλητικοί, ἀόρατοι.
Κινοῦνταν ἀβίαστα, πάνω ἀπό τά νεκρά φύλλα,
στή ζέστη τοῦ φθινοπώρου, μέσα ἀπό τόν παλλόμενο ἄνεμο,
καί τό πουλί λάλησε, ἀπαντώντας
στήν ἀνήκουστη μουσική κρυμμένης στούς θάμνους,
καί οἱ ἀθέατες ἀχτίνες τῶν ματιῶν διασταυρώθηκαν, γιατί τά τριαντάφυλλα
εἶχαν τήν ὄψη λουλουδιῶν πού κάποιος τά κοιτάζει.
Βρίσκονταν ἐκεῖ ὡς καλεσμένοι μας, πού τούς δεχόμασταν καί μᾶς δέχονταν.
Ἔτσι κινήσαμε, κι αὐτοί μαζί, μέ τρόπο τελετουργικό,
κατά μῆκος τῆς ἔρημης ἀλέας, στῶν πυξαριῶν τόν κύκλο,
νά δοῦμε τή στραγγισμένη λιμνούλα.
Στεγνή ἡ λιμνούλα, στεγνό τσιμέντο, καφετί στίς ἄκρες,
καί ἡ λιμνούλα γέμισε μέ νερό ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου,
καί ὁ λωτός ἀναδύθηκε, ἥσυχα, ἥσυχα,
ἡ ἐπιφάνεια ἔλαμψε ἀπό τήν καρδιά τοῦ φωτός,
καί ἐκεῖνοι ἦταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι στή λιμνούλα.
Ὕστερα πέρασε ἕνα σύννεφο, κι ἄδειασε ἡ λιμνούλα.
Φύγετε, εἶπε τό πουλί, γιατί οἱ φυλλωσιές ἦταν γεμάτες μέ παιδιά,
μέ ἔξαψη κρυμμένα, τά γέλια συγκρατώντας.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, εἶπε τό πουλί: τό ἀνθρώπινο εἶδος
δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει πολλή πραγματικότητα.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ὅ,τι θά μποροῦσε νά εἶχε συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
II
Σκόρδο καί ζαφείρια στή λάσπη.
Βουλιάζει καί κολλάει τῶν τροχῶν ὁ ἄξονας.
Τό παλλόμενο σύρμα στό αἷμα
τραγουδάει κάτω ἀπό ἀθεράπευτες πληγές
κατευνάζοντας πολέμους ἀπό καιρό ξεχασμένους.
Ὁ χορός κατά μῆκος τῆς ἀρτηρίας
ἡ κυκλοφορία τῆς λύμφης
διαγράφονται στήν τροχιά τῶν ἀστεριῶν.
Ἀνεβαίνοντας νά παραθερίσουμε στό δέντρο
κινούμαστε πάνω ἀπ’ τό κινούμενο δέντρο
σέ φῶς πάνω στό ἀχνογραμμένο φύλλο
κι ἀκοῦμε ἀπό κάτω μας πάνω στό βρεγμένο
χῶμα, τόν χοῖρο καί τό κυνηγόσκυλο
ν’ ἀκολουθοῦν ὅπως καί πρίν τό σχέδιό τους
συμφιλιωμένοι ὅμως ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια.
Στό ἀκίνητο σημεῖο, τοῦ κόσμου πού γυρίζει. Οὔτε σάρκα οὔτε μή σάρκα.
Οὔτε ἀπό, οὔτε πρός· στό ἀκίνητο σημεῖο, ἐκεῖ εἶναι ὁ χορός,
ἀλλά οὔτε στάση, οὔτε κίνηση. Καί μήν τό ὀνομάσεις μονιμότητα,
ὅπου συγκλίνουν παρελθόν καί μέλλον. Οὔτε κίνηση ἀπό, οὔτε πρός,
οὔτε ἄνοδος, οὔτε πτώση. Χωρίς τό σημεῖο, τό ἀκίνητο σημεῖο,
δέν θά ὑπῆρχε ὁ χορός, καί ὑπάρχει μόνον ὁ χορός.
Μπορῶ μόνο νά πῶ, ἐκεῖ ἔχουμε βρεθεῖ: ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ποῦ.
Καί δέν μπορῶ νά πῶ γιά πόσο, γιατί αὐτό σημαίνει νά τό τοποθετήσω στόν χρόνο.
Ἡ ἐσωτερική ἐλευθερία ἀπό τήν πρακτική ἐπιθυμία,
ἡ λύτρωση ἀπό τή δράση καί τόν πόνο, ἡ λύτρωση ἀπό τόν ἐσωτερικό
καί τόν ἐξωτερικό καταναγκασμό, ὡστόσο περιβάλλεται
ἀπό μιά χάρη αἴσθησης, ἕνα λευκό φῶς κινούμενο κι ἀκίνητο,
Erhebung χωρίς κίνηση, συμπύκνωση
χωρίς ἐξάλειψη, ταυτόχρονα ἕνας καινούριος κόσμος
κι ὁ παλιός, γίνεται σαφής, κατανοητός
στήν ὁλοκλήρωση τῆς μερικῆς του ἔκστασης,
τή διάλυση τῆς μερικῆς του φρίκης.
Κι ὅμως τά δεσμά τοῦ παρελθόντος καί τοῦ μέλλοντος
ὑφασμένα μές στήν ἀδυναμία τοῦ σώματος πού ἀλλάζει,
προστατεύουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τά οὐράνια καί τήν καταδίκη
πού ἡ σάρκα δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ἐπιτρέπουν λίγη ἐπίγνωση.
Τό νά ἔχεις ἐπίγνωση σημαίνει νά μή βρίσκεσαι μέσα στόν χρόνο
ἀλλά μόνο μέσα στόν χρόνο μπορεῖ κανείς νά θυμηθεῖ
τή στιγμή στόν κῆπο μέ τά τριαντάφυλλα,
τή στιγμή στήν κληματαριά πού τή χτυπᾶ ἡ βροχή,
τή στιγμή στήν ἀνεμοδαρμένη ἐκκλησία ὅταν ὁ καπνός καταλαγιάζει.
Δεμένος μέ τό παρελθόν καί τό μέλλον
μόνο μέ τόν χρόνο ὁ χρόνος κατακτᾶται.
ΙΙΙ
Ἐδῶ εἶναι τόπος ἀποξένωσης.
Ὁ χρόνος πρίν καί ὁ χρόνος μετά
σέ φῶς ἀμυδρό: οὔτε τό φῶς τῆς μέρας
πού περιβάλλει τή μορφή μέ διαυγή ἀκινησία
μετατρέποντας τή σκιά σέ ἐφήμερη ὀμορφιά
μέ ἀργή περιστροφή πού ὑπαινίσσεται μονιμότητα
οὔτε σκοτάδι πού ἐξαγνίζει τήν ψυχή
ἐξαντλώντας τήν ἡδυπάθεια μέ στέρηση
ἀποκαθαίροντας τό συναίσθημα ἀπό τό πρόσκαιρο.
Οὔτε πληρότητα οὔτε κενότητα. Μόνο μιά ἀναλαμπή
πάνω στά καταπονημένα, βασανισμένα ἀπό τόν χρόνο, πρόσωπα
ἀφηρημένα ἀπό τήν ἀφαίρεση λόγω τῆς ἀφαίρεσης
γεμάτα φαντασιώσεις καί ἀπό νόημα κενά
στομφώδης ἀπάθεια χωρίς συγκέντρωση
ἄνθρωποι καί κουρελόχαρτα, στροβιλισμένα στόν παγωμένο ἄνεμο,
πού φυσάει πρίν καί μετά τόν χρόνο,
ἄνεμος πού μπαινοβγαίνει σέ ἀρρωστημένα πνευμόνια
ὁ χρόνος πρίν καί ὁ χρόνος μετά.
Ρέψιμο φιλάσθενων/νοσηρῶν ψυχῶν
στόν ἐξασθενημένο ἀέρα, οἱ νωθροί
παρασυρμένοι ἀπό τόν ἄνεμο πού σαρώνει τούς μουντούς λόφους τοῦ Λονδίνου.
Χάμστεντ καί Κλέρκενγουελ, Κάμπντεν καί Πάτνεϋ,
Χάιγκεητ, Πρίμροουζ καί Λάντγκεητ. Ὄχι ἐδῶ
ὄχι ἐδῶ τό σκοτάδι, στόν κόσμο αὐτόν πού τιτιβίζει.
Κατέβα χαμηλότερα, κατέβα μόνο
στόν κόσμο τῆς ἀέναης μοναξιᾶς,
κόσμος ὄχι κόσμος, ἀλλά ἐκεῖνο πού δέν εἶναι κόσμος,
ἐσώτερο σκοτάδι, στέρηση
καί ἀπώλεια ὅλης τῆς περιουσίας,
ἀφυδάτωση τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων,
ἐκκένωση τοῦ κόσμου τῆς φαντασίας,
ἀδράνεια τοῦ κόσμου τοῦ πνεύματος·
αὐτός εἶναι ἕνας τρόπος, κι ὁ ἄλλος
εἶναι ἴδιος, ὄχι σέ κίνηση
ἀλλά ἀπέχοντας ἀπό κίνηση· ἐνῶ ὁ κόσμος κινεῖται
μέ λαχτάρα, στούς ἀσφαλτοστρωμένους δρόμους
τοῦ παρελθόντος χρόνου καί τοῦ μέλλοντος χρόνου.
IV
Ὁ χρόνος καί ἡ καμπάνα ἔχουν θάψει τή μέρα,
τό μαῦρο σύννεφο μεταφέρει τόν ἥλιο μακριά.
Θά στραφεῖ πρός τό μέρος μας τό ἡλιοτρόπιο, θά λυγίσει πρός τό μέρος μας
ἡ ἀγράμπελη ξεστρατίζοντας, ψαλίδα καί κλαράκι
θά πιαστοῦν καί θά κολλήσουν;
Παγωνιά.
Δάχτυλα τοῦ ἔλατου θά τυλιχτοῦν
πάνω μας; Ἀφοῦ τό φτερό τῆς ἀλκυόνας
ἀποκρίθηκε μέ φῶς στό φῶς, καί σωπαίνει, τό φῶς εἶναι ἀκίνητο
στό ἀκίνητο σημεῖο τοῦ κόσμου πού γυρίζει.
V
Οἱ λέξεις κινοῦνται, ἡ μουσική κινεῖται
μόνο στόν χρόνο· ὅμως μόνο ἐκεῖνο πού ζεῖ
μπορεῖ καί νά πεθάνει. Οἱ λέξεις, μετά τόν λόγο, ἀγγίζουν
τή σιωπή. Μόνο μέ τή μορφή, τό μοτίβο
οἱ λέξεις ἤ ἡ μουσική μποροῦν ν’ ἀγγίξουν
τήν ἀκινησία, ὅπως ἕνα κινέζικο ἀκίνητο βάζο
κινεῖται ἀδιάκοπα μέσα στήν ἀκινησία του.
Ὄχι ἡ ἀκινησία τοῦ βιολιοῦ, ὅσο διαρκεῖ ὁ ἦχος,
ὄχι μόνο ἐκεῖνο, ἀλλά ἡ συνύπαρξη,
ἤ ἄς ποῦμε ὅτι τό τέλος προηγεῖται τῆς ἀρχῆς,
καί τό τέλος καί ἡ ἀρχή βρίσκονταν πάντοτε ἐκεῖ
πρίν ἀπό τήν ἀρχή καί μετά τό τέλος.
Καί ὅλα εἶναι πάντοτε τώρα. Οἱ λέξεις τεντώνονται
ραγίζουν καί κάποτε σπᾶνε, ἀπό τό βάρος τοῦ φορτίου,
ἀπό τήν ἔνταση, γλιστροῦν, παραπατοῦν, σβήνουν,
φθίνουν ἀπό τήν ἀνακρίβεια, δέν μένουν στή θέση τους,
δέν μένουν ἀκίνητες. Φωνές πού στριγκλίζουν
πού ἐπιπλήττουν, χλευάζουν, ἤ ἁπλῶς φλυαροῦν,
πάντοτε καταφέρονται ἐναντίον τους. Ὁ Λόγος στήν ἔρημο
περισσότερο προσβάλλεται ἀπό τίς φωνές τοῦ πειρασμοῦ
τή σκιά πού κλαίει στόν νεκρικό χορό,
τόν δυνατό θρῆνο τῆς ἀπαρηγόρητης χίμαιρας.
Ἡ λεπτομέρεια τοῦ μοτίβου εἶναι κίνηση,
ὅπως στήν εἰκόνα τῶν δέκα σκαλοπατιῶν.
Ἡ ἴδια ἡ ἐπιθυμία εἶναι κίνηση
ὄντας ἡ ἴδια ἀνεπιθύμητη·
ἤ ἴδια ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκίνητη,
αἰτία μονάχα καί σκοπός τῆς κίνησης,
ἄχρονη καί χωρίς ἐπιθυμία
παρά μονάχα στήν προοπτική τοῦ χρόνου
παγιδευμένη σέ μιά μορφή περιορισμοῦ
ἀνάμεσα στό μή εἶναι καί τό εἶναι.
Ξαφνικά σέ μιά ἡλιαχτίδα φωτός
κι ἄς κινεῖται ἀκόμη ἡ σκόνη
ξεσπάει τό κρυμμένο χάχανο
τῶν παιδιῶν στίς φυλλωσιές
γρήγορα τώρα, ἐδῶ, τώρα, πάντα –
γελοῖος ὁ χαμένος θλιβερός χρόνος
πού ἁπλώνεται πρίν καί μετά.
Ὁ παρών χρόνος καί ὁ παρελθών χρόνος
εἶναι ἴσως καί ὁ δύο παρόντες στόν μέλλοντα χρόνο,
καί ὁ μέλλων χρόνος περιέχεται στόν παρελθόντα χρόνο.
Ἄν ὅλος ὁ χρόνος εἶναι αἰωνίως παρών
ὅλος ὁ χρόνος δέν μπορεῖ νά πληρωθεῖ.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ εἶναι μιά ἀφαίρεση
πού παραμένει μιά διαρκής δυνατότητα
μόνο σ’ ἕναν κόσμο ἀπό εἰκασίες.
Ὅ,τι θά μποροῦσε νά συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
Βήματα ἀντηχοῦν στή μνήμη
στό μονοπάτι πού δέν πήραμε
πρός τήν πόρτα πού ποτέ δέν ἀνοίξαμε
τοῦ κήπου μέ τίς τριανταφυλλιές. Οἱ λέξεις μου ἀντηχοῦν
ἑπομένως, στό μυαλό σου.
Ὅμως γιά ποιό λόγο
νά ταράξει κανείς τή σκόνη στήν κούπα μέ τά ροδόφυλλα
δέν ξέρω.
Ἄλλοι ἀντίλαλοι
κατοικοῦν στόν κῆπο. Θά τούς ἀκολουθήσουμε;
Γρήγορα, εἶπε τό πουλί, βρεῖτε τους, βρεῖτε τους,
ἐδῶ γύρω. Μέσα ἀπό τήν πρώτη πύλη,
στόν πρῶτο μας κόσμο, θ’ ἀκολουθήσουμε
τῆς τσίχλας τήν ἀπάτη; Στόν πρῶτο μας κόσμο.
Βρίσκονταν ἐκεῖ, ἐπιβλητικοί, ἀόρατοι.
Κινοῦνταν ἀβίαστα, πάνω ἀπό τά νεκρά φύλλα,
στή ζέστη τοῦ φθινοπώρου, μέσα ἀπό τόν παλλόμενο ἄνεμο,
καί τό πουλί λάλησε, ἀπαντώντας
στήν ἀνήκουστη μουσική κρυμμένης στούς θάμνους,
καί οἱ ἀθέατες ἀχτίνες τῶν ματιῶν διασταυρώθηκαν, γιατί τά τριαντάφυλλα
εἶχαν τήν ὄψη λουλουδιῶν πού κάποιος τά κοιτάζει.
Βρίσκονταν ἐκεῖ ὡς καλεσμένοι μας, πού τούς δεχόμασταν καί μᾶς δέχονταν.
Ἔτσι κινήσαμε, κι αὐτοί μαζί, μέ τρόπο τελετουργικό,
κατά μῆκος τῆς ἔρημης ἀλέας, στῶν πυξαριῶν τόν κύκλο,
νά δοῦμε τή στραγγισμένη λιμνούλα.
Στεγνή ἡ λιμνούλα, στεγνό τσιμέντο, καφετί στίς ἄκρες,
καί ἡ λιμνούλα γέμισε μέ νερό ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου,
καί ὁ λωτός ἀναδύθηκε, ἥσυχα, ἥσυχα,
ἡ ἐπιφάνεια ἔλαμψε ἀπό τήν καρδιά τοῦ φωτός,
καί ἐκεῖνοι ἦταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι στή λιμνούλα.
Ὕστερα πέρασε ἕνα σύννεφο, κι ἄδειασε ἡ λιμνούλα.
Φύγετε, εἶπε τό πουλί, γιατί οἱ φυλλωσιές ἦταν γεμάτες μέ παιδιά,
μέ ἔξαψη κρυμμένα, τά γέλια συγκρατώντας.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, εἶπε τό πουλί: τό ἀνθρώπινο εἶδος
δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει πολλή πραγματικότητα.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ὅ,τι θά μποροῦσε νά εἶχε συμβεῖ καί ὅ,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ἕνα τέλος, πού εἶναι πάντοτε παρόν.
II
Σκόρδο καί ζαφείρια στή λάσπη.
Βουλιάζει καί κολλάει τῶν τροχῶν ὁ ἄξονας.
Τό παλλόμενο σύρμα στό αἷμα
τραγουδάει κάτω ἀπό ἀθεράπευτες πληγές
κατευνάζοντας πολέμους ἀπό καιρό ξεχασμένους.
Ὁ χορός κατά μῆκος τῆς ἀρτηρίας
ἡ κυκλοφορία τῆς λύμφης
διαγράφονται στήν τροχιά τῶν ἀστεριῶν.
Ἀνεβαίνοντας νά παραθερίσουμε στό δέντρο
κινούμαστε πάνω ἀπ’ τό κινούμενο δέντρο
σέ φῶς πάνω στό ἀχνογραμμένο φύλλο
κι ἀκοῦμε ἀπό κάτω μας πάνω στό βρεγμένο
χῶμα, τόν χοῖρο καί τό κυνηγόσκυλο
ν’ ἀκολουθοῦν ὅπως καί πρίν τό σχέδιό τους
συμφιλιωμένοι ὅμως ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια.
Στό ἀκίνητο σημεῖο, τοῦ κόσμου πού γυρίζει. Οὔτε σάρκα οὔτε μή σάρκα.
Οὔτε ἀπό, οὔτε πρός· στό ἀκίνητο σημεῖο, ἐκεῖ εἶναι ὁ χορός,
ἀλλά οὔτε στάση, οὔτε κίνηση. Καί μήν τό ὀνομάσεις μονιμότητα,
ὅπου συγκλίνουν παρελθόν καί μέλλον. Οὔτε κίνηση ἀπό, οὔτε πρός,
οὔτε ἄνοδος, οὔτε πτώση. Χωρίς τό σημεῖο, τό ἀκίνητο σημεῖο,
δέν θά ὑπῆρχε ὁ χορός, καί ὑπάρχει μόνον ὁ χορός.
Μπορῶ μόνο νά πῶ, ἐκεῖ ἔχουμε βρεθεῖ: ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ποῦ.
Καί δέν μπορῶ νά πῶ γιά πόσο, γιατί αὐτό σημαίνει νά τό τοποθετήσω στόν χρόνο.
Ἡ ἐσωτερική ἐλευθερία ἀπό τήν πρακτική ἐπιθυμία,
ἡ λύτρωση ἀπό τή δράση καί τόν πόνο, ἡ λύτρωση ἀπό τόν ἐσωτερικό
καί τόν ἐξωτερικό καταναγκασμό, ὡστόσο περιβάλλεται
ἀπό μιά χάρη αἴσθησης, ἕνα λευκό φῶς κινούμενο κι ἀκίνητο,
Erhebung χωρίς κίνηση, συμπύκνωση
χωρίς ἐξάλειψη, ταυτόχρονα ἕνας καινούριος κόσμος
κι ὁ παλιός, γίνεται σαφής, κατανοητός
στήν ὁλοκλήρωση τῆς μερικῆς του ἔκστασης,
τή διάλυση τῆς μερικῆς του φρίκης.
Κι ὅμως τά δεσμά τοῦ παρελθόντος καί τοῦ μέλλοντος
ὑφασμένα μές στήν ἀδυναμία τοῦ σώματος πού ἀλλάζει,
προστατεύουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τά οὐράνια καί τήν καταδίκη
πού ἡ σάρκα δέν μπορεῖ ν’ ἀντέξει.
Ὁ παρελθών χρόνος καί ὁ μέλλων χρόνος
ἐπιτρέπουν λίγη ἐπίγνωση.
Τό νά ἔχεις ἐπίγνωση σημαίνει νά μή βρίσκεσαι μέσα στόν χρόνο
ἀλλά μόνο μέσα στόν χρόνο μπορεῖ κανείς νά θυμηθεῖ
τή στιγμή στόν κῆπο μέ τά τριαντάφυλλα,
τή στιγμή στήν κληματαριά πού τή χτυπᾶ ἡ βροχή,
τή στιγμή στήν ἀνεμοδαρμένη ἐκκλησία ὅταν ὁ καπνός καταλαγιάζει.
Δεμένος μέ τό παρελθόν καί τό μέλλον
μόνο μέ τόν χρόνο ὁ χρόνος κατακτᾶται.
ΙΙΙ
Ἐδῶ εἶναι τόπος ἀποξένωσης.
Ὁ χρόνος πρίν καί ὁ χρόνος μετά
σέ φῶς ἀμυδρό: οὔτε τό φῶς τῆς μέρας
πού περιβάλλει τή μορφή μέ διαυγή ἀκινησία
μετατρέποντας τή σκιά σέ ἐφήμερη ὀμορφιά
μέ ἀργή περιστροφή πού ὑπαινίσσεται μονιμότητα
οὔτε σκοτάδι πού ἐξαγνίζει τήν ψυχή
ἐξαντλώντας τήν ἡδυπάθεια μέ στέρηση
ἀποκαθαίροντας τό συναίσθημα ἀπό τό πρόσκαιρο.
Οὔτε πληρότητα οὔτε κενότητα. Μόνο μιά ἀναλαμπή
πάνω στά καταπονημένα, βασανισμένα ἀπό τόν χρόνο, πρόσωπα
ἀφηρημένα ἀπό τήν ἀφαίρεση λόγω τῆς ἀφαίρεσης
γεμάτα φαντασιώσεις καί ἀπό νόημα κενά
στομφώδης ἀπάθεια χωρίς συγκέντρωση
ἄνθρωποι καί κουρελόχαρτα, στροβιλισμένα στόν παγωμένο ἄνεμο,
πού φυσάει πρίν καί μετά τόν χρόνο,
ἄνεμος πού μπαινοβγαίνει σέ ἀρρωστημένα πνευμόνια
ὁ χρόνος πρίν καί ὁ χρόνος μετά.
Ρέψιμο φιλάσθενων/νοσηρῶν ψυχῶν
στόν ἐξασθενημένο ἀέρα, οἱ νωθροί
παρασυρμένοι ἀπό τόν ἄνεμο πού σαρώνει τούς μουντούς λόφους τοῦ Λονδίνου.
Χάμστεντ καί Κλέρκενγουελ, Κάμπντεν καί Πάτνεϋ,
Χάιγκεητ, Πρίμροουζ καί Λάντγκεητ. Ὄχι ἐδῶ
ὄχι ἐδῶ τό σκοτάδι, στόν κόσμο αὐτόν πού τιτιβίζει.
Κατέβα χαμηλότερα, κατέβα μόνο
στόν κόσμο τῆς ἀέναης μοναξιᾶς,
κόσμος ὄχι κόσμος, ἀλλά ἐκεῖνο πού δέν εἶναι κόσμος,
ἐσώτερο σκοτάδι, στέρηση
καί ἀπώλεια ὅλης τῆς περιουσίας,
ἀφυδάτωση τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων,
ἐκκένωση τοῦ κόσμου τῆς φαντασίας,
ἀδράνεια τοῦ κόσμου τοῦ πνεύματος·
αὐτός εἶναι ἕνας τρόπος, κι ὁ ἄλλος
εἶναι ἴδιος, ὄχι σέ κίνηση
ἀλλά ἀπέχοντας ἀπό κίνηση· ἐνῶ ὁ κόσμος κινεῖται
μέ λαχτάρα, στούς ἀσφαλτοστρωμένους δρόμους
τοῦ παρελθόντος χρόνου καί τοῦ μέλλοντος χρόνου.
IV
Ὁ χρόνος καί ἡ καμπάνα ἔχουν θάψει τή μέρα,
τό μαῦρο σύννεφο μεταφέρει τόν ἥλιο μακριά.
Θά στραφεῖ πρός τό μέρος μας τό ἡλιοτρόπιο, θά λυγίσει πρός τό μέρος μας
ἡ ἀγράμπελη ξεστρατίζοντας, ψαλίδα καί κλαράκι
θά πιαστοῦν καί θά κολλήσουν;
Παγωνιά.
Δάχτυλα τοῦ ἔλατου θά τυλιχτοῦν
πάνω μας; Ἀφοῦ τό φτερό τῆς ἀλκυόνας
ἀποκρίθηκε μέ φῶς στό φῶς, καί σωπαίνει, τό φῶς εἶναι ἀκίνητο
στό ἀκίνητο σημεῖο τοῦ κόσμου πού γυρίζει.
V
Οἱ λέξεις κινοῦνται, ἡ μουσική κινεῖται
μόνο στόν χρόνο· ὅμως μόνο ἐκεῖνο πού ζεῖ
μπορεῖ καί νά πεθάνει. Οἱ λέξεις, μετά τόν λόγο, ἀγγίζουν
τή σιωπή. Μόνο μέ τή μορφή, τό μοτίβο
οἱ λέξεις ἤ ἡ μουσική μποροῦν ν’ ἀγγίξουν
τήν ἀκινησία, ὅπως ἕνα κινέζικο ἀκίνητο βάζο
κινεῖται ἀδιάκοπα μέσα στήν ἀκινησία του.
Ὄχι ἡ ἀκινησία τοῦ βιολιοῦ, ὅσο διαρκεῖ ὁ ἦχος,
ὄχι μόνο ἐκεῖνο, ἀλλά ἡ συνύπαρξη,
ἤ ἄς ποῦμε ὅτι τό τέλος προηγεῖται τῆς ἀρχῆς,
καί τό τέλος καί ἡ ἀρχή βρίσκονταν πάντοτε ἐκεῖ
πρίν ἀπό τήν ἀρχή καί μετά τό τέλος.
Καί ὅλα εἶναι πάντοτε τώρα. Οἱ λέξεις τεντώνονται
ραγίζουν καί κάποτε σπᾶνε, ἀπό τό βάρος τοῦ φορτίου,
ἀπό τήν ἔνταση, γλιστροῦν, παραπατοῦν, σβήνουν,
φθίνουν ἀπό τήν ἀνακρίβεια, δέν μένουν στή θέση τους,
δέν μένουν ἀκίνητες. Φωνές πού στριγκλίζουν
πού ἐπιπλήττουν, χλευάζουν, ἤ ἁπλῶς φλυαροῦν,
πάντοτε καταφέρονται ἐναντίον τους. Ὁ Λόγος στήν ἔρημο
περισσότερο προσβάλλεται ἀπό τίς φωνές τοῦ πειρασμοῦ
τή σκιά πού κλαίει στόν νεκρικό χορό,
τόν δυνατό θρῆνο τῆς ἀπαρηγόρητης χίμαιρας.
Ἡ λεπτομέρεια τοῦ μοτίβου εἶναι κίνηση,
ὅπως στήν εἰκόνα τῶν δέκα σκαλοπατιῶν.
Ἡ ἴδια ἡ ἐπιθυμία εἶναι κίνηση
ὄντας ἡ ἴδια ἀνεπιθύμητη·
ἤ ἴδια ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκίνητη,
αἰτία μονάχα καί σκοπός τῆς κίνησης,
ἄχρονη καί χωρίς ἐπιθυμία
παρά μονάχα στήν προοπτική τοῦ χρόνου
παγιδευμένη σέ μιά μορφή περιορισμοῦ
ἀνάμεσα στό μή εἶναι καί τό εἶναι.
Ξαφνικά σέ μιά ἡλιαχτίδα φωτός
κι ἄς κινεῖται ἀκόμη ἡ σκόνη
ξεσπάει τό κρυμμένο χάχανο
τῶν παιδιῶν στίς φυλλωσιές
γρήγορα τώρα, ἐδῶ, τώρα, πάντα –
γελοῖος ὁ χαμένος θλιβερός χρόνος
πού ἁπλώνεται πρίν καί μετά.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
Ολοκλήρωσα πρίν μερικούς μῆνες τή μετάφραση τῶν Τεσσάρων κουαρτέτων τοῦ Τ.Σ. Ἔλιοτ, ἔργο τό ὁποῖο μέ ἔχει ἀπασχολήσει πάνω ἀπό δύο δεκαετίες.
Ἀνέβαλα διαρκῶς νά καταπιαστῶ μαζί του, καθώς ἄλλοι (ἀγαπημένοι) ποιητές, Ἀμερικανοί κυρίως καί μή (Γουίτμαν, Μπλαίηκ, Πάουντ, Στῆβενς, κάμμινγκς, Ἄσμπερυ, Κάρσον, Λόνγκλεϋ), διεκδικοῦσαν τήν προσοχή μου καί δοκίμαζαν τίς μεταφραστικές μου ἀντοχές.
Τά χρόνια πέρασαν καί ἡ φωνή τοῦ Ἔλιοτ, πού κάποτε ἔμοιαζε ξένη κι ἀπόμακρη, ἔγινε γνώριμη, οἰκεία, ἀγαπημένη. Αὐτό πού εἶχα ἀρχικά ἐκλάβει ὡς «ψυχρότητα» στήν ποίησή του δέν ἦταν παρά ὁ τρόπος τοῦ Ἔλιοτ νά στοχάζεται σέ βάθος τήν ἀνθρώπινη κατάσταση καί νά ὀργανώνει μέ τρομακτική ἀκρίβεια καί διαύγεια τό ποιητικό του ὑλικό. Στά χρόνια αὐτά καί ἡ δική μου ποίηση πῆρε ἄλλους δρόμους, πιό δύσβατους, καί οἱ ποιητικές μου ἀναζητήσεις μέ ἔφεραν ξανά κοντά του.
Σέ μιά ἐποχή πού τό κυρίαρχο ποιητικό αἴτημα φαίνεται νά εἶναι «τό τίποτα πού λέγεται γιά πρώτη φορά νά μήν ἀξίζει ν’ ἀκουστεῖ δεύτερη», τά Κουαρτέτα μᾶς ὑπενθυμίζουν πόσο δύσκολο εἶναι νά μπορεῖ κανείς νά ἀποτυπώνει στό χαρτί σκέψεις καί συναισθήματα καί νά βρίσκει λέξεις πού νά πλησιάζουν ὅλο καί περισσότερο στή ρίζα τῆς ἀληθινῆς συγκίνησης, τῆς πραγματικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἔλιοτ θεωροῦσε τά Κουαρτέτα τό κορυφαῖο του ποίημα. Δικαίως.
Ἐδῶ παρουσιάζουμε τό πρῶτο Κουαρτέτο, τό «Burnt Norton». Δεῖγμα ἱκανό νά φανερώσει τήν ἰδιοφυΐα τοῦ Ἔλιοτ, τήν αὐθεντικότητα τοῦ βλέμματός του, τήν ποιητική του δεινότητα, τή μοναδική του θέση στήν ἀμερικανική καί τήν εὐρωπαϊκή ποίηση.
Τά Κουαρτέτα στό σύνολό τους θά κυκλοφορήσουν ἀπό τίς ἐκδόσεις Πατάκη τόν Σεπτέμβριο, σέ δίγλωσση, σχολιασμένη ἔκδοση.
Χ.Β.
T. S. Eliot reading the first of the four quartets -
Burnt Norton. Music: Beethoven
Burnt Norton
I
Time present and time past
Are both perhaps present in time future
And time future contained in time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable.
What might have been is an abstraction
Remaining a perpetual possibility
Only in a world of speculation.
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.
Footfalls echo in the memory
Down the passage which we did not take
Towards the door we never opened
Into the rose-garden. My words echoThus, in your mind. But to what purpose
Disturbing the dust on a bowl of rose-leaves
I do not know. Other echoes
Inhabit the garden. Shall we follow?
Quick, said the bird, find them, find them,
Round the corner. Through the first gate,
Into our first world, shall we follow
The deception of the thrush? Into our first world.
There they were, dignified, invisible,
Moving without pressure, over the dead leaves,
In the autumn heat, through the vibrant air,
And the bird called, in response to
The unheard music hidden in the shrubbery,
And the unseen eyebeam crossed, for the roses
Had the look of flowers that are looked at.
There they were as our guests, accepted and accepting.
So we moved, and they, in a formal pattern,
Along the empty alley, into the box circle,
To look down into the drained pool.
Dry the pool, dry concrete, brown edged,
And the pool was filled with water out of sunlight,
And the lotos rose, quietly, quietly,
The surface glittered out of heart of light,
And they were behind us, reflected in the pool.
Then a cloud passed, and the pool was empty.
Go, said the bird, for the leaves were full of children,
Hidden excitedly, containing laughter.
Go, go, go, said the bird: human kind
Cannot bear very much reality.
Time past and time future
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.
II
Garlic and sapphires in the mud
Clot the bedded axle-tree.
The trilling wire in the blood
Sings below inveterate scars
Appeasing long forgotten wars.
The dance along the artery
The circulation of the lymph
Are figured in the drift of stars
Ascend to summer in the tree
We move above the moving tree
In light upon the figured leaf
And hear upon the sodden floor
Below, the boarhound and the boar
Pursue their pattern as before
But reconciled among the stars.
At the still point of the turning world.
Neither flesh nor fleshless;
Neither from nor towards;
at the still point, there the dance is,
But neither arrest nor movement.
And do not call it fixity,
Where past and future are gathered.
Neither movement from nor towards,
Neither ascent nor decline.
Except for the point, the still point,
There would be no dance, and there is only the dance.
I can only say, there we have been: but I cannot say where.
And I cannot say, how long, for that is to place it in time.
The inner freedom from the practical desire,
The release from action and suffering, release from the inner
And the outer compulsion, yet surrounded
By a grace of sense, a white light still and moving,
Erhebung without motion, concentration
Without elimination, both a new world
And the old made explicit, understood
In the completion of its partial ecstasy,
The resolution of its partial horror.
Yet the enchainment of past and future
Woven in the weakness of the changing body,
Protects mankind from heaven and damnation
Which flesh cannot endure. Time past and time future
Allow but a little consciousness.
To be conscious is not to be in time
But only in time can the moment in the rose-garden,
The moment in the arbour where the rain beat,
The moment in the draughty church at smokefall
Be remembered; involved with past and future.
Only through time time is conquered.
III
Here is a place of disaffection
Time before and time afterIn a dim light: neither daylight
Investing form with lucid stillness
Turning shadow into transient beauty
Wtih slow rotation suggesting permanence
Nor darkness to purify the soul
Emptying the sensual with deprivation
Cleansing affection from the temporal.
Neither plentitude nor vacancy. Only a flicker
Over the strained time-ridden faces
Distracted from distraction by distraction
Filled with fancies and empty of meaning
Tumid apathy with no concentration
Men and bits of paper, whirled by the cold wind
That blows before and after time,
Wind in and out of unwholesome lungs
Time before and time after.
Eructation of unhealthy soulsInto the faded air, the torpid
Driven on the wind that sweeps the gloomy hills of London,
Hampstead and Clerkenwell, Campden and Putney,
Highgate, Primrose and Ludgate. Not here
Not here the darkness, in this twittering world.
Descend lower, descend only
Into the world of perpetual solitude,
World not world, but that which is not world,
Internal darkness, deprivation
And destitution of all property,
Dessication of the world of sense,
Evacuation of the world of fancy,
Inoperancy of the world of spirit;
This is the one way, and the other
Is the same, not in movement
But abstention from movememnt;
while the world moves
In appetency, on its metalled ways
Of time past and time future.
IV
Time and the bell have buried the day,
the black cloud carries the sun away.
Will the sunflower turn to us, will the clematis
Stray down, bend to us; tendril and spray
Clutch and cling?
ChillFingers of yew be curled
Down on us? After the kingfisher's wing
Has answered light to light, and is silent, the light is still
At the still point of the turning world.
V
Words move, music moves
Only in time; but that which is only living
Can only die. Words, after speech, reach
Into the silence. Only by the form, the pattern,
Can words or music reach
The stillness, as a Chinese jar still
Moves perpetually in its stillness.
Not the stillness of the violin, while the note lasts,
Not that only, but the co-existence,
Or say that the end precedes the beginning,
And the end and the beginning were always there
Before the beginning and after the end.
And all is always now. Words strain,
Crack and sometimes break, under the burden,
Under the tension, slip, slide, perish,
Will not stay still. Shrieking voices
Scolding, mocking, or merely chattering,
Always assail them. The Word in the desert
Is most attacked by voices of temptation,
The crying shadow in the funeral dance,
The loud lament of the disconsolate chimera.
The detail of the pattern is movement,
As in the figure of the ten stairs.
Desire itself is movement
Not in itself desirable;
Love is itself unmoving,
Only the cause and end of movement,
Timeless, and undesiring
Except in the aspect of time
Caught in the form of limitation
Between un-being and being.
Sudden in a shaft of sunlight
Even while the dust moves
There rises the hidden laughter
Of children in the foliage
Quick now, here, now, always-
Ridiculous the waste sad time
Stretching before and after.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου