Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε σ' το 'χω πει ακόμα.
Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε σ' τό 'χω πει ακόμα.
Μετάφραση, Γιάννης Ρίτσος
Δεν ανακάλυπτε, ούτε αποκάλυπτε, αλλά επαλήθευε παραδεγμένες ήδη ιδέες,
και στοχαζόταν φυσικά πάνω απ’ το αίσθημά του, κι όχι μέσα απ’ το αίσθημά
του.
Κι η σύμπτωση του αισθήματος και της ιδέας (και η ισορροπία τους μέσα
στο έργο του) είναι φυσική στην περίπτωση του Χικμέτ, κι όχι
καταναγκαστική.
Ναι, δεν είναι «διανοούμενος». Δεν κατεχόταν απ’ το συναίσθημα της αμηχανίας μπροστά στους ανθρώπους, στα γεγονότα, το χρόνο ─ δεν ένιωθε ούτε «ξένος» ούτε «ιδιαίτερος» ούτε «μονάχος».
Ναι, δεν είναι «διανοούμενος». Δεν κατεχόταν απ’ το συναίσθημα της αμηχανίας μπροστά στους ανθρώπους, στα γεγονότα, το χρόνο ─ δεν ένιωθε ούτε «ξένος» ούτε «ιδιαίτερος» ούτε «μονάχος».
Δε ζούσε μέσα στη σκοτεινή «χιλιοόμματη καχυποψία» που εξαντλείται σε
μιαν ανεξάντλητη έρευνα, ψηλαφώντας απίθανες περιοχές διαρκώς
επικρεμάμενων «αόρατων απειλών» και δημιουργώντας «απαραβίαστα
καταφύγια» μιας καταπληκτικής τεχνικής ευστροφίας.
Οι απειλές γι’ αυτόν είχαν οριστεί μέσα στον συγκεκριμένο ιστορικό,
κοινωνικό χώρο. Κι ο αγώνας του, ο αγώνας της τέχνης του, είχε ορισμένο,
ορατό στόχο. Δεν ένιωθε την ανάγκη μιας εσωτερικής αυτοπροστασίας.
Προστατευόταν, προστατεύοντας τους άλλους, και μαχόταν με την πιο γυμνή
παρρησία».
(Πρόλογος και απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου