Γιώργος Σταθόπουλος |
Όστριας
και Τραμουντάνας, θαλασσόλυκοι, με το πηγμένο αλάτι
στα μουστάκια τους
σε
σκάλισαν, καλή Κυρά, σε πλώρη Βατικιώτικη ξεχτένιστη
γοργόνα.
μαντήλια
στον πουνέντε της Μονοβασιάς σου γνέψανε το ξεπρο-
βόδισμα,
νησιώτισσες
με κανελογαρύφαλλα σου 'γράψαν τ' όνομά σου στα
μηλοροδάκινα του Κλείδωνα
στης
Καθαροδευτέρας την λαγάνα σε κεντήσαν σε μυρτόκλωνο.
και
στα μαλλιά σου μπλέκουνται φύκια νωπά και ροκανίδια από
κυπαρισσόξυλο.
Μάινα,
Κυρά. Συρτά κουπιά. Στο περιγιάλι καλωσόρισμα της
θαλασσοφαμίλιας.
Του
αποσπερίτη πυροφάνι φέξε στα ρηχά να κουβαλήσουν τα κα-
λάθια.
Η
καπετάνισσα σταυρώνει το ψωμί κι αγιάζει το νερό της στά-
μνας
κι
ο κάβουρας αυτιάζεται το χτυποκάρδι του αχινού που μλπέ-
χτηκε μ' ένα άστρο.
Τρατάρηδες
στο καπηλιό κερνάν το πρωτοπαίδι τους δυο κατο-
στάρια θάλασσα
κ'
έξω απ' το τζάμι τ' αργυρό τραμπάλισμα του φεγγαριύ στα
νοτισμένα βότσαλα.
Μουγγό-μουγγό
στο μεσονύχτι τ' άραγμα της τράτας που χτενίζει
τα ισκιόνερα με κουπιά μαλαματένια,
αγκίστρια,
πετονιές, νεροκολόκυθα — σιγά-σιγά πως
περπατά το
ψάρι ανάμεσα στα φύκια
και
πως σαλιώνει η Γενοβέφα τα δυο δάχτυλα πλέκοντας τις πλε-
ξούδες της
και
πως ακούς το χάραμα στα χοχλαδάκια ολόγυρα το «φχαρι-
στώ» της πούλιας.
Νυχτέρι
του νησιού στις μπαλκονόπορτες πάνου στα ξάγναντα
του δυόσμου —
όρθιες
κι αμίλητες οι μοσχοθυγατέρες των καπεταναίων
κι
απάνου στο κεφάλι τους να στραφταλίζουν τ' άστρα σαν πανέ-
ρια με χρυσόψαρα,
— οι αρραβωνιαστικές του πέλαγου, μες στην
υπομονή τους οργι-
σμένες.
Αχ,
ναυτικέ καημέ μας, το μαράζι της μεγάλης θάλασσας που
παίρνει, παίρνει, παίρνει —
φανάρια
γαλανά στις βίγλες του μεσονυχτιού και πλώρες που ξε-
σκίζουν σα σπαθιά τον ύπνο της μπουνάτσας —
ξένα
καράβια σημαδεύουνε της περιστέρας τ' άσπρο μπαλκονάκι
και
στους Γουλάδες τα παλιά κανόνια σα μονόφθαλμα δελφίνια.
Σιγά-σιγά
μην πάρει ο μούτσος μυρουδιά το ντέρτι της καλής του
μη
θυμηθεί κι ο σφουγγαράς τη μάνα του που ξώμεινε παντέρμη
στο μουράγιο
μη
θυμηθούν κ' οι σκοτωμένοι το αίμα τους που εχύθη στα λι-
θάρια.
Δυο
φορές μάνα, μάνα μας, μπαλώνοντας του ναύτη τη φανέλα
μπαλώνοντας
τη θύμηση, τα κάστρα, τα πορτοπαράθυρα,
κρεμώντας
χάντρα γαλανή στου βουτηχτή τον κόρφο,
κάνε
σιγά την προσευκή και μέτρα μέσα σου ποιοι λείπουν
ποιες
μαυροφορεθήκανε, ποιοι κάτσανε σκυφτοί στο παραγώνι
έτσι
που μένει σταυρωμένο το χταπόδι στου ψαρά τον τοίχο.
Κάνε
καρδιά, Κυρά μ', Κυρά μ', και μάσα του καημού μας τα
δαφνόκκουκα
μην
πάρει σβάρνα ο αμανές, του φεγγαριού τ' άσπρα πεζούλια
κι
από γλαροσπηλιά σε λιακωτό φυσήξουν τα πανιά της άνοιξης
και
μες σε κάντρα από κοχύλια μη δακρύσουν οι καπεταναίοι
μη
ρουθουνίσουν οι παλιές λαβωματιές κι αχνίσει της εικόνας σου
το τζάμι.
ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου