Όλο το σπίτι μας μοσχοβολούσε ρίγανη, κερί λυωμένο και μπα-
ρούτι
μα πιότερο τις μέρες που 'βρεχε κ' έμπαινε απ' τις χαραματιές
των χωραφιών η
ανάσα
φουσκί βρεγμένο, αλυγαριά, σανός, ρετσίνι, σιναπόσπορος.
Τότε το χάναμε το σπίτι μας —
γινόταν σαν τρικάταρτο που αρμε-
νίζει στις πέντε
θάλασσες
ή σαν την κιβωτό που σκαμπανέβαζε στα ουρανοκρέμαστα ποτάμια
κ' είμαστε μέσα εμείς, μαζί κ' οι κότες, το γουρούνι κ' η κα-
τσίκα μας με τα
τρία νεογέννητα
γι' αυτό μοσκοβολούσε κουτσουλιά, σάπιο κυδώνι κι άχερο.
Η μάνα μας, απ' όταν τη θυμάμαι, είταν ντυμένη μες στα μαύρα
γιατί όλο κάποιος απ' τους δικούς της θα μάς είχε αφήσει χρό-
νους
ωστόσο εμείς το ξέραμε πως πάρα μέσα δεν της λείπει το γαλά-
ζιο μεσοφόρι
γι' αυτό τα μάτια της, το βράδι, μες απ' τις ρυτίδες της
είταν σα δυό αστρουλάκια ανάμεσα στα φύλλα του ελαιώνα.
Δω μέσα είναι όλα απλά και σιωπηλά και παστρικά, όπως είναι
τ' αυτιά του πιο μικρού μας αδερφού που τον πηγαίνουμε την
Κυριακή στην
εκκλησία —
το κάθε πράμα βρίσκεται στη θέση του μέσα στου τοίχου το ντου-
λάπι
όπως το μέλι στα κελάρια της κερήθρας —
το καφεκούτι, τα δαφνόφυλλα για τις φακές και το στυφάδο
το χαμομήλι και το μολοχάνθι κ' οι βεντούζες για τις θέρμες
τα βάζα με το στρογγυλό νεράντζι, τη μαστίχα και το κίτρο
και τ' ασημένια κουταλάκια της γιαγιάς για όταν μάς έρχονται
μουσαφιραίοι τις
σκόλες.
Δεν πελαγώνουμε ποτές, Ό,τι γυρέψεις ξέρεις θαν το 'βρεις.
Η ρόκα, τα σταμνιά, οι ανθρώποι κ' οι καρέκλες κι ο κατρέφτης
όλα σφιχτοδεμένα και καλοβαλμένα ως είναι τα κουκκιά μέσα
στο ρόιδι —
κι αν τρίξει κεραμίδι, κι αν ραγίσει τοίχος
σκουπίζει η μάνα μας τα μάτια της, κ' εμείς το 'χουμε μάθει
πως τα κουκκιά αυγαταίνουνε και σπάζει του ροϊδιού το φλούδι.
Και πάνου από τη στέγη μας στέκει κάθε βραδιά η γαλήνη ασά-
λευτη
έτσι που στέκει απάνου-απάνου στην καντήλα μας δυό δάχτυλα
το λάδι.
ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου