The Grape Harvest at the Chateau Lagrange Artist: Jules Breton |
Περνάνε οι μέρες κουβαλώντας στο κεφάλι τους πανέρια με στα-
φύλια.
Στρίβουνε το πευκόδασο — δεν τις ακούς που φεύγουν.
Αφήνουν πίσω τους ασάλευτο έναν ήχο από νερά κρεμάμενα.
Δεν τον ακούς ούτε τον ήχο, γιατί πάνου στην ποδιά σου ο τζί-
τζικας κουρντίζει
το βιολί του
πάνου στα χέρια σου οι ροδακινιές ρίχνουνε τα μαντήλια τους
και φέγγουν τα κεράσια, φαναράκια κόκκινα, στο δειλινό σου δρόμο.
Τα βράδια που γυρνάς αργά με μια στάμνα στον ώμο σου
μ' όλη τη σιγαλιά του κάμπου περασμένη στο μπράτσο σου σαν
καλάθι με κούμαρα,
ο αποσπερίτης περπατάει σιμά σου ανάμεσα στις πικροδάφνες
βρέχει τα δάχτυλά του στο ποτάμι και δεν ξέρει να μιλήσει
σαν το βοσκόπουλο που αχνά κοιτάζει τη φλογέρα του και δεν τη
φέρνει πλάι στα
χείλη του
τρέμοντας μήπως σπάσει κ' η καρδιά του κ' η φλογέρα του.
Τότε τα βόδια ασάλευτα σα σκαλιστά στο βράχο
κοιτάν τη δύση και δυο γνέφια απ' την ανάσα τους θυμιάζουν τον
αγέρα
κι ο ίσκιος τους μες στην κόκκινη αντηλιά σκίζει τον κάμπο σαν
καράβι.
Όταν οι πόρτες κλείσουν στη νυχτιά και το λυχνάρι του σπιτιού
νυστάξει
κι όταν απάνου στο τραπέζι μείνει μόνο το ψωμί σαν τη ψυχή
του κόσμου
το ξέρουμε πως πάλι Εσύ θα σεργιανίζεις την αυλή μας
κρεμώντας πέντε αραποσίτια απ' την αστροφεγγιά στ' ανώφλι
του σπιτιού μας
ποτίζοντας με το σταμνί σου τις τριανταφυλλιές μας.
Κι έτσι γύρω απ' τον ύπνο μας σκόρπια τα βήματά σου
σαν τα κουδούνια των αρνιών ανάρια-ανάρια γύρω στο βοσκό της
Σπάρτης
κ' έτσι αλαφρύ το πέρασμά σου απ' των ξωμάχων τα όνειρα
όπως η Παναγία περνάει ανάμεσα στις κοιμισμένες αγελάδες
κι όπως το ελάφι ανάμεσα στις καλαμιές της όχτης.
Και κείνος ο ήχος του νερού κρεμάμενος μέσα στη νύχτα
πήζει απ' το κρύο των αστεριών σε κρουσταλλένια κρίνα
που καρτεράνε να τα βάλουμε μες στο ποτήρι της ψυχής
μας.ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου