October - Time Lapse Painting |
Καθόντουσαν στο λιόφυτο δίπλα στις αγελάδες τους.
Δε βγάζανε άχνα. Ο ήλιος τσίτωνε την τέντα του πάνου απ’ τα
κυπαρίσσια.
Μέσα τους πλέκανε ήσυχα κόμπο τον κόμπο ένα τραγούδι
έτσι που πλέκουν οι ψαράδες στ’ ακροθάλασσο τα δίχτυα τους.
Καμιά φορά κόβαν καλάμια και σκαλίζανε με το σουγιά φλογέρες
κ’ έμεναν έτσι — δεν τις παίζανε — και λογαριάζανε
τί ήχο να βγάζει η Κυριακή σε μιάν αυλή με τα βασιλικά και τα
γεράνια
τί ήχο να βγάζει η αντηλιά στις πλάτες της κοπέλας που ό,τι
λούστηκε
τί χρώμα να ‘χει ο ήχος του νερού καθώς αδειάζει η στάμνα
τί στεναγμό να βγάζει το γαρύφαλλο του δειλινού πέφτοντας στο
ποτάμι όπου
ποτίζονται τ' άλογα και τα βόδια
τί μυστικά να λέει η αστροφεγγιά τα γιασεμιά της ρίχνοντας στη
στέγη μας.
Μα ο ήλιος είταν δυνατός — δε σ'
άφηνε να λογαριάσεις.
Κοιμότανε ο Άη-Γιώργης στα πλατάνια κάτου απ' τα τζιτζίκια
το ποτάμι αναβόσβηνε σαν άγγελος μαλαματένιος μες στους ίσκιους
πέρα τα σπίτια λάμπανε σκόρπια στα δέντρα και στον αέρα
κι όλη η μεγάλη θάλασσα φέγγιζε μες στη θύμηση
έτσι που αντιφεγγίζει ένα παράθυρο σ' ένα ποτήρι του νερού φρε-
σκοπλυμένο.
Δεν είχαν τίποτ' άλλο. Πίσω απ' τα γυάλινα βουνά περνούσε ο
χρόνος
με την καπελαδούρα του ήλιου αναγερτή στον ώμο του
κι ό,τι τους έπαιρνε ο αγέρας έμενε στην ξαστεριά σαν το λυω-
μένο χιόνι μες
στις ρίζες του έλατου
απόμενε βαθιά στη σιγαλιά σαν το παλιό δαχτυλίδι στη στέρνα
ως μένει λάμποντας το αλάτι μες στη φούχτα του ξερόβραχου
κι ως η φουρτούνα αφήνει στο βυθό ένα δίχτυ ασημένιας
ησυχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου