Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Ὕμνοι — Μαρία καθαρώτατον, χρυσοῦν θυμιατήριον ...

Ιταλοβυζαντινό (;) αντίγραφο του 13ου αιώνα της Παναγίας Αγιοσορίτισσας.
Διαστάσεις 65 Χ 103 εκ. Σήμερα βρίσκεται στην εκκλησία
Chiesa di Santa Maria Maggiore, Τίβολι.
Μαρία καθαρώτατον,
χρυσοῦν θυμιατήριον,
τῆς ἀχωρήτου Τριάδος,
δοχεῖον ὄντως ἐγένου,
ἐν ᾧ Πατὴρ ηὐδόκησεν,
ὁ δὲ Υἱὸς ἐσκήνωσε,
καὶ Πνεῦμα τὸ Πανάγιον,
ἐπισκιάσαν σοι Κόρη,
ἀνέδειξε Θεοτόκον.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Απαγγέλει την Κυρά των Αμπελιών

«Η Κυρά των Αμπελιών» I - II (στο 2:20) - III (στο 6:25) - IV (δεν συμπεριλαμβάνεται) 
V (στο 8:46) - VI (στο 10:56)
«Η Κυρά των Αμπελιών» VII - VIII (στο 2:07) - IX (στο 3:56) - X (στο 5:50)

«Η Κυρά των Αμπελιών» XI - XII (στο 2:40) - XIII (δεν συμπεριλαμβάνεται)XIV (στο 5:03) - XV (δεν συμπεριλαμβάνεται) XVI (στο 8:40)

«Η Κυρά των Αμπελιών» XVII (από την τρίτη στροφή) - XVIII (στο 1:03) - XIX (στο 2:46)- XX (στο 3:46)- XXI (στο 4:57)- XXII (στο 6:22) - XXIII (στο 7:59)- XXIV (στο 9:50)

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών (The Lady of the Vineyards)

Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί 

την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών (ΑΘΗΝΑ, 1945-1947)

Στο ποίημα παρουσιάζονται όλες οι γωνιές της Ελλάδας μαζί με την ιστορία τους. 
Η Κυρά διασχίζει τον τόπο και τον χρόνο. 
Είναι η Παναγία, η Μπουμπουλίνα, η Περσεφόνη, η Μάνα και η περήφανη Αγωνίστρια.

Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί 

την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
--------------
«Ο Ρίτσος, κυρίως με τα μεγάλα ποιήματα "Ρωμιοσύνη" και "Η Κυρά των Αμπελιών", στρέφεται προς το ελληνικό τοπίο, που κοντά του έζησε τα φωτεινά διαλείμματα των παιδικών του χρόνων, αλλά τώρα με καινούργια προοπτική.
Το τοπίο συμμετέχει κι αυτό στην ιστορική αυτογνωσία του Έλληνα. Έχει επάνω του χαραγμένη την ιστορία της ρωμιοσύνης, είναι η ίδια η ρωμιοσύνη. 
Ο Ρίτσος προσπαθεί να μυηθεί και να μυήσει στο βαθύτερο νόημα που αποκτά ο ελληνικός χώρος και τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά και σε όλο το εύρος της ελληνικής ιστορίας. [...] Ο Ρίτσος ερμηνεύοντας τη γένεση του Επιτάφιου τονίζει ότι “κάθε φορά που μια χώρα κινδυνεύει από εξωτερικό κίνδυνο, από τη δράση ξένων παραγόντων, από κατοχή, για να διατηρήσει τη φυσιογνωμία της, καταφεύγει σε αναγνωρίσιμες από όλο το λαό μορφές”. Είναι η περίπτωση που αιτιολογεί και την τωρινή επανασύνδεση με γνώριμες στο λαό μορφές.... »


Διαλησμάς Στ., 1981, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα: Επικαιρότητα, σελ. 35-42 
πηγή

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XXIV. Κυρά των Αμπελιών που η κάπνα της φωτιάς σου άχνισε τα
γαλάζια μάτια και τα μαύρα φρύδια

Set Fire To The Rain – Painting
Κυρά των Αμπελιών που η κάπνα της φωτιάς σού άχνισε τα
.... γαλάζια μάτια και τα μαύρα φρύδια
τί σιγανό το βήμα σου κάτου απ' τα κυπαρίσσια
τί σιγανή μιλιά της δόξας στα τετράγωνα της πυρκαϊάς
να λέει με πόσο «γάλα ανδρείας και ελευθεριάς» βύζαξες τα ορ-
.... φανά σου
να λέει με πόσον αίμα πότισες τα φυλλοκάρδια του αμπελιού να
.... δώσει το βαθύ κρασί του δισκοπότηρου.

Κι όπως περνάει απ' την Ωραία Πύλη ο Δέσποτας κρατώντας
.... τ' άγια των αγίων
έτσι περνάς κάτου απ' την πύλη των σταυρών κρατώντας στ'
.... ανοιχτά σου χέρια τη φαρδιά σπάθα του Αγώνα
σα να κρατάς μια πλάκα φως με της Ειρήνης το δεκάλογο
σα να κρατάς τον ήλιο τον νιοβάφτιστο που στάζει απ' τ' ουρανού
.... την κολυμπήθρα.

Τώρα η αυγή κ' η νύχτα σμίγουν όπως δένονται τα δέκα δάχτυλα
.... γύρω στο γόνα της γαλήνης
και μόνη εσύ, Κυρά των Αμπελιών, μέσα στο χάραμα,
να σκίζει ο μέγας ίσκιος σου τον κάμπο σαν καράβι
και πάνου από τα λιόδεντρα τα δυο σου χέρια ασάλευτα δεμένα
σάμπως ένα άγιο περιστέρι που κρατάει στο ράμφος του
μια δέσμη φως ισοζυγιάζοντας τη ζυγαριά του κόσμου.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Βασιλική Δεδούση — Στον Πευκιά μου

(Το Πουκάμισο του Τεμπέλη) 
Μέσα σε κείνα τα κουτάκια,
είν' η  Χρυσή μας Μύγα,
ακόμα ολοζώντανη,
με των ονείρων μας ιριδίζοντα
τ’ ανεξίτηλα τα χρώματα,
The cicada art print
«Θα σκάσουμε σήμερα, σαν τα τζιτζίκια», ακούγαμε τη μάνα μας να λέει
και χανόμασταν μες στον Πευκιά με μια γερή κλωστή στο χέρι,
απ’ το καλάθι της γιαγιάς το καλαμένιο,
μη βρούμε καμιά Ζίνα, κάτου απ’ της συκιάς τα πλατόφυλλα,
να τηνε γυρίσουμε ανάποδα,
να τηνε κάνουμε χρυσοπράσινο ελικόπτερο, να ζουζουνίζει
πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Αφήναμε τα τσίτινα φορέματα στην πέτρα
μη και κολλήσουν πάνω τους τα δάκρυα των πεύκων
και γυμνά, μ’ ένα βρακί μονάχα,
στολισμένα στα μαλλιά, τη μέση και τα χέρια με καραμελωτές γιρλάντες,
σαν άλλα νεραϊδόπουλα, κατάμαυρα απ’ τον ήλιο,
ψηλαφούσαμε με τα μάτια το χώμα και τις ρίζες
να βρούμε τα πουκάμισα των τεμπέληδων.

Μες σε σπιρτόκουτα, απ’ αυτά που ‘χε η μάνα μας δίπλα στη γκαζιέρα,
 χωνιάζαμε τους θησαυρούς μας

Αφουγκραζότανε η μάνα τη σιωπηλή μας πείνα, έβαζε φωνή
και μάνι-μάνι μας μπούκωνε με προσφάι
-ψωμί, ντομάτα και τυράκι και αυγό βραστό σφιχτό,
απ’ αλανιάρα κότα -
και πάλι πίσω τρέχαμε με τη μπουκιά στο στόμα
τόπο να βρούμε να χτίσουμε φωλιές για τα  τσιρόπουλα,
με κλωναράκια και πούσια ξερά, πάνω στο χώμα,
με μιαν αθώα σιγουριά, πως σ’ αυτές και μόνο τις φωλιές
τη νύχτα τους περνάνε.

Όλη τη νύχτα ανακούκουρδα τζιτζικίζαμε,
σκασμένα από τη ζέστη,
και το πρωί μάς έβρισκε και μας μεγαλωμένα
με το σεντόνι τυλιγμένο στο λαιμό ή στα ποδάρια,
τσαλακωμένο απ’ τον ιδρώ κι από το στριφογύρισμα,
ίδιο με το πουκάμισο του τεμπέλη, που τ’ άφησε
μιας και παραμεγάλωσε και πια δε τον χωρούσε.

Τι κι αν μας έμαθαν πώς κλίνεται ο τέττιξ,
«ως τριτόκλιτον, ουρανικόληκτον, καταληκτικόν, μονόθεμον», 
τι κι αν μάθαμε ότι η χρυσόμυγα είναι «κολεόπτερον, ουδόλως επιβλαβές»,
τι κι αν το μυαλό γεμίσαμε με τα «περί των ουσιαστικών και τα περί εντόμων»,
τι κι αν μάθαμε ν’ απαξιώνουμε τα «αδειανά πουκάμισα»;

Μέσα σε κείνα τα κουτάκια, είν' η  Χρυσή μας Μύγα,
ακόμα ολοζώντανη,
με των ονείρων μας ιριδίζοντα τ’ ανεξίτηλα τα χρώματα,
είν’ ο τεμπέλης τζίτζικας π’ άφησε πίσω του το διάφανο πουκάμισο,
- όπως εμείς τα τσίτινα ρουχαλάκια πάνω στην πέτρα,
ή τ’ ολάσπρο σεντονάκι μας -,
που τελικά δεν σκάει – ποτέ δεν έσκασε- αλλά το ‘σκασε,
για να ‘βρει κάπου αλλού δροσιά,
από του Κυνός τα καύματα, που ξαποστέλνει ο Σείριος
καταμεσίς του Ιούλη.
Βασιλική Π. Δεδούση

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XXIII
... κι ακούμε πέρα από τον κάμπο σα χελιδονοτιτίβισμα
το στρίμωγμα των σταφυλιών που κουτουλιούνται μες στ' αγιάζι

Το σπίτι είναι ήσυχο, βαθύ, σαν Επιτάφιος το Μεγάλο Σάββατο.
Βουβά-βουβά. Λείπει το σώμα Του. Τ' αστέρια λυώνουν το κερί
.... τους το ξημέρωμα.
Έξω στο δρόμο πατημένα πορτοκαλάνθια.
Και μέσα εδώ, στον τοίχο κρεμασμένα σταυρωτά το καριοφίλι
.... κ' η φλογέρα.

Index of Oil Painting Masterpieces on Canvas 
Knight Daniel Ridgway, USA 1839-1924
Κυρά των Αμπελιών, μυρίζει ακόμα η αμασκάλη σου καμένο
.... πεύκο και θυμάρι.
Μες στο σεντούκι το χαρτί του Μακρυγιάννη τρίζει σαν την πε-
.... ταλούδα στο κουκούλι
κι ακούμε πέρα από τον κάμπο σα χελιδονοτιτίβισμα
το στρίμωγμα των σταφυλιών που κουτουλιούνται μες στ' αγιάζι
κι ακούμε κάτου στο γιαλό ν' ανηφορίζει ο αχινός στο γόνατο
.... της άνοιξης.

Ακόμα η στράτα σκοτεινή. Κράτα, Κυρά, τη σπάθα ακόμη ξε-
.... κλειδώνοντας τις νύχτες μας.
Θύμιαζε με μπαρούτι τα κονίσματα. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα.
Γύρω απ' τα δέντρα κουλουριάζεται η σιωπή σα ναρκωμένο φίδι.
Τύλιχ'το τ' άσπρο σπίτι μας τρεις γύρους σπάγγο με κερί αλειμ-
.... μένο της ειρήνης
ν' ακούσουμε τη βουή της περασμένης τρικυμίας τραγουδισμένη 
.... απ' τα κοχύλια της ταζέρας
ν' ακούσουμε τ' αδράχτι της γιαγιάς να βουίζει σα χρυσόμυγα
.... στο φωτισμένο τζάμι
κ' έτσι ξεσφίγγοντας τα δάχτυλα να σε χαϊδέψουμε στο στόμα
.... της φλογέρας.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XXII / ... ώρα μουγγή που αράζουνε οι ελιές μες στην υπομονή τους

The Rainbow - Painted originally by Robert Henri
Κυρά των Αμπελιών, που στύλωσες απάνου απ' τις καμένες στέ-
    γες μας το ουράνιο τόξο.
Κυρά που φέρνεις το κριθάρινο ψωμί και το κρασί στο δείπνο των
    τσοπάνων
και με τις πλάτες σου στεριώνεις τα δοκάρια του φτωχόσπιτου.

Κυρά που ευώδιασες ξανά τη σιγαλιά στα πατρικά σεντόνια
κ' είναι το σπίτι σαν αμπάρι καραβιού μετά από τη φουρτούνα
κι ο σφουγγαράς κοιμάται μες στις σπίθες των ψαριών και τρέ-
     χουν στα μαλλιά του οι αχιβάδες
και χώνει ο καπετάνιος μες στο κιάλι του το κόνισμα της τρα-
     μουντάνας
κι ο Αρματωλός κρεμάει το καριοφίλι του κάτου απ' την καν-
    τήλα —
ώρα μουγγή που αράζουνε οι ελιές μες στην υπομονή τους
και μόνο λιγοστός αφρός παίζει με το φεγγάρι
απάνου απ' τα άρμπουρα της βουλιαγμένης πολιτείας —

Πως ναν το πεις το φλάμπουρο που τίναξες στον ουρανό, το χι-
    λιοτρυπημένο
πως να το πεις το πέλαγος με τις μπουρούνες του ανέμου με του
    νερού τα σήμαντρα
πως ναν τα πεις τ' αμπέλια που αφηνιάσανε και κάλπασαν μες
    στο αίμα τους;

Με ποιες κοχύλες ναυτικές, ποιες σάλπιγγες των έλατων
να φέρεις τον καημό και το θυμό μέσα στη φλέβα της σιωπής
     και στης αυγής το στόμα;

Βαθιά - βουβά μανταλωμένο χάραμα. Τ' αστέρι στάχυ κρέμεται
     μπροστά στο παραθύρι
πάνου στα καραούλια του νησιού των κανονιών οι μπούκες αχνι-
     στές κοιτάν τα ουράνια
σφίγγει μέσα στη φούχτα του το ρόϊδι ρόδινο χαλάζι
και πάνου στο τετράγωνο τραπέζι του σπιτιού στέκει για κούπα
     του κρασιού μια σκαλισμένη οβίδα.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XXI ... νάτη η αυγή τινάζοντας τον ήλιο της παντιέρα — η σάλπιγγα της λευτεριάς και τ' άστραμα του δίκιου.

Fire in the Village, by Cathleen McAllister
Παν, παν, τραβάνε, σκουντουφλάν κουτσαίνοντας οι χάροι
παν, παν οι σιδερόφραχτοι με τις σπασμένες πόρτες
με τους σπασμένους τους σταυρούς, με τους σπασμένους μήνες
και τα κλαδιά τούς κυνηγάν και τα πουλιά τούς φτύνουν
κ' η κοκκινόμαυρη φωτιά τούς παίρνει το κατόπι
κ' οι σκοτωμένοι τούς σφαλάν με κόκκαλα τη στράτα.

Πίσω καπνίζουν τα χωριά κ' οι πολιτείες μουγκρίζουν
και πίσω απ' τα κατάμαυρα της πυρκαϊάς ντουβάρια
και πίσω από καπνών σταυρούς κι από σπαθιών γεφύρια
νάτη η αυγή τινάζοντας τον ήλιο της παντιέρα —
η σάλπιγγα της λευτεριάς και τ' άστραμα του δίκιου.

Κ' η βάβω μας πετούμενη σε μυγδαλίτσας κλώνο
μες από τ' άσπρο σύγνεφο τεντώνει για δοξάρι
τη βέρα της, και βέλη της πέντε καλτσοβελόνες.

Και κει πάνου στον Όλυμπο στέκει ο Τρανός Τσομπάνος
με τη φλοκάτα του χιονιού, με το ζουνάρι του ήλιου
και βγάζει τη χερούκλα του πάνου απ' τ' αρνιά του πάγου
βλογώντας τ' άστρα των κλεφτών και των σπαθιών το φέγγος
βλογώντας φλάμπουρα ψηλά και κούνιες και μνημούρια.


ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XX. Οι άσπροι σταυροί των φλάμπουρων φωτάν τα μεσονύχτια κι αγγέλοι από γυαλί και φως μ' ολάνοιχτες φτερούγες φωτάνε τα ελατόδασα και τ' αϊτομονοπάτια.

Τούτο δεν είναι πόλεμος τούτο δεν είναι αμάχη
τούτο είναι ημέρα των Φωτώ τούτο είναι χοροστάσι
τ' Άη - Θυμαριού η ανάσταση τ' Άη -Έλατου το γλέντι.
Πίνακας ζωγραφικής που φυλάσσεται στους χώρους της Ιεράς Μονής
Μεγάλου Μετεώρου, στα Μετέωρα
Εδώ τα δέντρα μάχονται μαζί με τους ανέμους
εδώ βρυχιούνται τα βουνά και τα χοντρά κοτρώνια
τ' αστέρια βόλια σφεντονάν και το φεγγάρι μπάλες
κι ολημερίς κι ολονυχτίς μες στου ήλιου το καζάνι
μαύρο κατράμι κοχλακά για των οχτρών τ' ασκέρια.

Εχ, τι λαγούτα και βιολιά και κλέφτικα νταούλια
οι πίπιζες του πλάτανου, του πεύκου τα σαντούρια —

Στραφτοκοπάν στον άνεμο τα χρυσοπετραχήλια
γιορτάζουν τα καμπαναριά με τις χρυσές καμπάνες
οι άσπροι σταυροί των φλάμπουρων φωτάν τα μεσονύχτια
κι αγγέλοι από γυαλί και φως μ' ολάνοιχτες φτερούγες
φωτάνε τα ελατόδασα και τ' αϊτομονοπάτια.

Και συ, Κυρά των Αμπελιών, φορώντας τις σημαίες
γιομίζεις τα σταφύλια σου μ' αίμα και δυναμίτη
στον άνεμο τινάζοντας τα θέμελα του χάρου.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XIX
Κυρά, τα πατερμά της νύχτας άναψαν καψούλια
κι απάνου στα ψηλά βουνά ξημέρωσαν οι σπάθες

Βάλιας Σεμερτζίδης Πινελιές για την Ελευθερία
Βουβά η ελιά διαβάζει μέσα της το πέτρινο βαγγέλιο
τ' αμπέλια βράζουν το χυμό για το μεγάλο δισκοπότηρο του Αγώνα
— αχ του καημού λιβανιστήρι, η Άγια Πύλη βρόντηξε: 
«σώνουν τα σαραντάμερα της νήστειας και της πίκρας
τα κόλλυβα σωθήκανε κ' η Παναγιά αρματώθη».

Κυρά, τα πατερμά της νύχτας άναψαν καψούλια
κι απάνου στα ψηλά βουνά ξημέρωσαν οι σπάθες
κι αστροβολάν οι ανηφοριές κι αχολογάν οι βίγλες
κ' ένας αϊτός τρανός αϊτός απ' το Σταυρό της Γκιώνας
φέρνει τη διάτα του Κυρού σε πλάκα μαρμαρένια:

«Σήμερα ανοίγει ο ουρανός τα παραθύρια του ήλιου,
να σκούξουνε τα σήμαντρα κ' οι αγγέλοι να σαλπίσουν — 
σήμερα αρχίζει στα βουνά το μέγα πανηγύρι
τ' Άη -Θυμαριού η ανάσταση τ' Άη -Έλατου το γλέντι»

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XVIII
Δάγκωσ' τα χείλα σου, Κυρά, μην ακουστεί το σκούσμα.
Συδαύλα τη φωτιά — μηδέ ο στερνός μηδέ κι ο πρώτος.

Bierstadt Albert: "Storm over the Rocky Mountains"
Fogg Art Museum, Cambridge (USA)
Κλείσε, Κυρά, τα παραθύρια. Καβατζάρει ο άνεμος της νύχτας.
Μπαίνει απ' τη χαραμάδα η παγωνιά κι αχνίζει τον κατρέφτη.
Στη στέγη η προκαδούρα της φουρτούνας σπάει τα κεραμίδια
και μόνο το αχ του λυχναριού σταυροκοπιέται μες στο δώμα.

Σιγά, σιγά, μην τρίξει το σανίδι. Στο κελάρι ο ποντικός
μασάει τη μετζεσόλα της σιωπής. Σιγά — ποιος είναι;
Ανοίγει η πόρτα μόνη της και μπαίνει η θαλασσοδαρμένη Δέ-
.... σποινα.
Κάτου απ' τη μασκάλη της κρατάει τα ρούχα του πνιγμένου
— η πατατούκα η ναυτική κ' η ραβδωτή φανέλα
κ' η χάρτα με την έγνοια του μελετημένη στ' άστρα
κ' ένα αμπελόφυλλο από ξύλο — ακροπρεπίδι της Γοργόνας.

Δάγκωσ' τα χείλα σου, Κυρά, μην ακουστεί το σκούσμα.
Συδαύλα τη φωτιά — μηδέ ο στερνός μηδέ κι ο πρώτος.

Σπίθα τη σπίθα η αστραπή φωτίζει τα μπακίρια στο πατάρι
και το μεγάλο σπιτικό μας διπλοκρέββατο μ' όλους τους μπρούν-
.... τζους του μες στο σκοτάδι ανάβει
σαν Επιτάφιος του σπιτιού που όλος μοσκοβολά πορτοκαλάνθι
.... και μπαρούτι.

Κι απόμακρα μουγκό - μουγκό κορφή - κορφή το κορφοβούνι
μέσ' απ' τα γιαταγάνια των κυπαρισσιών το μέγα μπουμπουνίδι
σα να κυλάει ο άγριος θεός της Κρίσης τα καζάνια.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XVII
... τρεις ναύτες, τρεις ομορφονιοί σού φέρνουνε δυο ταμιζάνες φως
απ' τους μεγάλους κάβους.

J. M. W. Turner - Fishermen at Sea exhibited in 1796
Σαν τι μαντάτο φέρνει ο γλάρος στην απανεμιά του κάστρου μας —
ποιος να παστρέψει τώρα με τα νύχια του των άστρων τα κου-
.... κουνάρια
και ποιος να μείνει στην ποδιά σου, μάνα μας, να καθαρίζει μπι-
.... ζελάκια;

Σπουργίτι που γεννάει τ' αυγά του στ' άχερο της ερημιάς
ανηφοριές του Άη-Θεριστή που λιβανίζει η μαντζουράνα
αυλόπορτες της άνοιξης στου δειλινού το μοσκολίβανο
βρύσες που στριμωχτήκαν στις αλυγαριές ανάμεσα
κι αράδα - αράδα οι στάμνες στα περβάζια του ύπνου δροσι-
.... σμένες —
κάτι ποτίζουν σιωπηλά στη ρίζα - ρίζα την αθώρητη
κάτι ετοιμάζουν μες στο χέρι μας που ούτε το μάτι δεν το ξέρει.

Κυρά των Αμπελιών, Κυρά της θάλασσας, με πεταλίδες κι άστρα
.... κολλημένα στις κοτσίδες σου,
καράβια πάνε κ' έρχουνται μες στο μουγγό ανεμόβροχο,
τρεις ναύτες, τρεις ομορφονιοί σού φέρνουνε δυο ταμιζάνες φως
.... απ' τους μεγάλους κάβους.

Ποιος θα σε φτάσει τώρα στο φεγγάρι που χτυπάς φλουρί στου
.... βιολιστή το κούτελο;
Πέφτουν τα πικραμύγδαλα στη στέγη μας πιο πέρα απ' τα με-
.... σάνυχτα
στον πέρα μώλο τα καράβια βουλιαγμένα
στην πέρα γειτονιά της πυρκαϊάς τ' αποκαΐδια
σιδερικά και σπίτια καπνισμένα
και τα φανάρια του νοτιά στα καλντερίμια μπρούμυτα
τα καραούλια θεόγυμνα και τ' άλογα σφαγμένα.

Μια Κυριακή στη ντάπια του νησιού βαρέσαν τα κανόνια
και μπήκε η προσφυγιά η αλμυροπότιστη κάτου απ' του κόρακα
.... τον ίσκιο
και τα τραπεζομάντηλα ξεκρέμαστα στην αστραπή φέξαν τον πόνο
.... της ελιάς και του μωρού την κούνια.  

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ