Η ποιητική του Γ. Ρίτσου
Η ποίησή του υπάρχει για να δηλώνει τη μέθεξη στη ζωή, μεταρσιώνοντας λέξεις, χρώματα, φυσικά στοιχεία, απλά καθημερινά αντικείμενα. Ο Ρίτσος δημιούργησε , με το δικό του τρόπο, το έπος της καθημερινότητας.
Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.
Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.
Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.
Η ποίησή του υπάρχει για να δηλώνει τη μέθεξη στη ζωή, μεταρσιώνοντας λέξεις, χρώματα, φυσικά στοιχεία, απλά καθημερινά αντικείμενα. Ο Ρίτσος δημιούργησε , με το δικό του τρόπο, το έπος της καθημερινότητας.
Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.
Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.
Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.
(Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, 1938)
Εγγενής ρεαλισμός, συνδυασμένος με σπάνια οπτική και απτική μνήμη·
τον οδηγεί στην καταγραφή πάμπολλων φευγαλέων εικόνων (αντικείμενα,
χερονομίες, στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής )
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;
(Η σονάτα του σεληνόφωτος, 1956, Τέταρτη Διάσταση)
Επιδράσεις από τον υπερρεαλισμό: επαναστατική ματιά, κοινωνικές διεκδικήσεις, απόκρυφος , σχεδόν, ανθρωπισμός, συνειρμικές εικόνες
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.
(Ρωμιοσύνη, 1945-47 )
Εικαστικές εικόνες με έντονο συναισθηματικό φορτίο εικόνες με απαράμιλλη διαύγεια και πρωτότυπο τρόπο έκφρασης
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας;
(Ο τόπος μας, από τη συλλογή ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη, 1967)
Επιδέξιος συνδυασμός του συγκεκριμένου και του αφηρημένου στη λεκτική διατύπωση
Τώρα που η αυγή και η νύχτα σμίγουν όπως δένονται
τα δέκα δάκτυλα στο γόνα της σελήνης
και συ μόνη , Κυρά των Αμπελιών, μέσα στο χάραμα
να σκίζει ο μέγας ίσκιος σου τον κάμπο σαν καράβι
(Κυρά των Αμπελιών, 1946, 1952 )
Έκφραση της συλλογικής μοίρας, μέσα και από αυτοβιογραφικά στοιχεία, χωρίς ρητορικό ευτελισμό. Η ποιητική ματιά του στραμμένη στην αναζήτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης
Πολλὰ πράματα μᾶς δυσκολεύουνε. Πολλά.
Πρέπει νὰ πλύνουμε τὰ πιάτα μας, τὰ ροῦχα μας
νὰ κουβαλήσουμε νερὸ ἀπ᾿ τὴ βρύση μὲ τὶς μεγάλες στάμνες
νὰ σκουπίσουμε τὸ θάλαμο δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς τὴ μέρα
νὰ μπαλώσουμε καμμιὰ κάλτσα καὶ τὰ λόγια μας -
Τρυπᾶνε γρήγορα κι οἱ χτεσινὲς κουβέντες
τὰ πρόσωπα ἀλλάζουν ὅσο τὰ κοιτάζεις
μπορεῖ ν᾿ ἀλλάζεις καὶ σὺ - γιατὶ κοιτάζοντας τὰ χέρια σου
καταλαβαίνεις πὼς μάθανε πιὰ σὲ τοῦτες τὶς δουλειὲς
σὲ τοῦτες τὶς μέρες.
(Ημερολόγια εξορίας, Στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων
Κοντοπούλι Λήμνου, 1948-1949)
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.
Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες τού παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά, πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.
(Καπνισμένο τσουκάλι, 1949 )
Αναφορές στην Αρχαία Γραμματεία και χρήση των αρχαίων μύθων· αυτοί , αν και διατηρούν τον αρχετυπικό τους χαρακτήρα, συνομιλούν με τα σύγχρονα ιστορικά , κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα .Μέσα από αυτούς ο Ρίτσος περισσότερο θέτει ερωτήσεις για τον άνθρωπο και τη μοίρα του, παρά δίνει απαντήσεις. ερωτήσεις όμως στις οποίες λανθάνει η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και τη δύναμή του
Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,
θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψη
είταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κ’ ήξερε
ότι δεν είταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένει
αργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησε
να τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομα
μιας πονηρής κ’ ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβο
όλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφοντας
τον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,
ναι, ναι ,ευτελή, παρ’ όλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,
αυτή η αιώνια φοβισμένη ως το θυμό, η αιώνια τρομαγμένη
μπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,
μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;
[Η Ισμήνη μιλά για την αδελφή της Αντιγόνη]
( Ισμήνη, Τέταρτη Διάσταση, 1966- 1972)
fotodendro
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου