sunflowers bouquet over a dark gray brown background. |
κίτρινα τα φυτά στις γλάστρες, σαν καλαμποκιές,
η γυναίκα μου είχε φύγει
και τ’ αδειανά μπουκάλια: πτώματα κουτσουρεμένα
με κύκλωναν ανήμπορα.
Μονάχα ο ήλιος μού έμεινε' και τότε
να ο λογαριασμός για το νοίκι:
άψογα, επαρμένα κίτρινος. Αν χρειαζόταν κάτι
κείνη την ώρα, ήτανε ένας ωραίος κωμικός, απ’ τους παλιούς,
κάνας καραγκιόζης, να σπάει πλάκα με τον παραλογισμό
του πόνου: ο πόνος είναι παράλογος μόνο και μόνο
επειδή υπάρχει.
Ξυρίστηκα προσεκτικά μ’ ένα παλιό ξυράφι.
Ανήκε σε κάποιον που κάποτε υπήρξε νέος
και τον πέρασαν για ιδιοφυία
όμως εδώ έγκειται η τραγωδία των φύλλων:
οι ξεραμένες φτέρες, τα ξεραμένα φυτά.
Τελικά βγήκα στο σκοτεινό διάδρομο.
Η σπιτονοικοκυρά μου στεκόταν ορθή, αγριεμένη,
αποφασισμένη.Τελικά βγήκα στο σκοτεινό διάδρομο.
Η σπιτονοικοκυρά μου στεκόταν ορθή, αγριεμένη,
Με διαολόστειλε
κουνώντας τα παχιά, κάθιδρα μπράτσα της.
«Το νοίκι!» ούρλιαξε.
Ούρλιαξε,
γιατί η ζωή είχε πια τσακίσει
και τους δυο μας.
The Tragedy of the Leaves
I awakened to dryness and the ferns were dead,
the potted plants yellow as corn;
my woman was gone
and the empty bottles like bled corpses
surrounded me with their uselessness;
the sun was still good, though,
and my landlady’s note cracked in fine and
undemanding yellowness; what was needed now
was a good comedian, ancient style, a jester
with jokes upon absurd pain; pain is absurd
because it exists, nothing more;
I shaved carefully with an old razor
the man who had once been young and
said to have genius; but
that’s the tragedy of the leaves,
the dead ferns, the dead plants;
and I walked into a dark hall
where the landlady stood
execrating and final,
sending me to hell,
waving her fat, sweaty arms
and screaming
screaming for rent
because the world has failed us
both
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου