«… Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι, αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που ’ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε στιγμή τραγούδι…
Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη»
Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη»
(Απόσπασμα από «Μια Επιστολή» - «Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα…»)
Σκέψεις-λόγοι της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη, που στις 29 Απριλίου 1930, σε ηλικία μόλις 28 ετών, έφυγε από τη ζωή, μια ζωή γεμάτη ποίηση, έρωτα και θλίψη.
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα στις 1 Απριλίου 1902. Ήταν κόρη του φιλόλογου καθηγητή Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου. Μετά τις μεταθέσεις του πατέρα της στο Γύθειο και στα Φιλιατρά, το 1916 η Μαρία επιστρέφει στην Καλαμάτα.
Το 1918, τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται μετά από εξετάσεις στην Νομαρχία Μεσσηνίας. Παρά τη μικρή της ηλικία, ενδιαφέρεται πολύ για κοινωνικά θέματα όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία, ή το γυναικείο ζήτημα και η χειραφέτηση της γυναίκας, παλεύοντας να σπάσει όλο το απίστευτο βάρος κοινωνικών προκαταλήψεων και κοινωνικών «καθηκόντων» ολόκληρων αιώνων. Ήταν μία από τις γυναίκες που έστειλαν τηλεγράφημα…στον Πρόεδρο της Βουλής επί Ελευθερίου Βενιζέλου και ζητούσαν παροχή ψήφου στις γυναίκες.
Αυτά βέβαια τα όφειλε στους γονείς της, που είχαν ανάψει την φλόγα της αναζήτησης και της κριτικής σκέψης σε όλα τους τα παιδιά. Η μητέρα της ασχολείτο και εκείνη με το γυναικείο ζήτημα, ενώ ο πατέρας της ήθελε τις κόρες του ελεύθερες.
Η «καλή κοινωνία» της Καλαμάτας θα αναστατωθεί από τις πεποιθήσεις της Μαρίας και όλοι, άντρες και γυναίκες, θα τα βάλουν με την «περίεργη» που φέρνει …. αναστάτωση στα «σπιτικά»!!!
Το 1920, η Μαρία Πολυδούρη, μετά το θάνατο των γονέων της, τους οποίους χάνει μέσα σε διάστημα 40 ημερών, αποφασίζει να μείνει στην Αθήνα και να σπουδάσει Νομικά και όχι φιλολογία όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα της. Έτσι το 1921 εγγράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής με μισθό πείνας.
Η μετάθεσή της στη Νομαρχία Αττικής, ήταν η «μοιραία κίνησή» της, αφού εκεί γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, μετατεθείς και εκείνος εκεί από την Σύρο.
Από τότε η ζωή της και το έργο της είχαν τη σφραγίδα του.
Η «καλή κοινωνία» της Καλαμάτας θα αναστατωθεί από τις πεποιθήσεις της Μαρίας και όλοι, άντρες και γυναίκες, θα τα βάλουν με την «περίεργη» που φέρνει …. αναστάτωση στα «σπιτικά»!!!
Το 1920, η Μαρία Πολυδούρη, μετά το θάνατο των γονέων της, τους οποίους χάνει μέσα σε διάστημα 40 ημερών, αποφασίζει να μείνει στην Αθήνα και να σπουδάσει Νομικά και όχι φιλολογία όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα της. Έτσι το 1921 εγγράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής με μισθό πείνας.
Η μετάθεσή της στη Νομαρχία Αττικής, ήταν η «μοιραία κίνησή» της, αφού εκεί γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, μετατεθείς και εκείνος εκεί από την Σύρο.
Από τότε η ζωή της και το έργο της είχαν τη σφραγίδα του.
Οι ζωές τους έγιναν ζωές συνυφασμένες. Η επικοινωνία τους στην κυριολεξία ποιητική. Στη σκέψη όλων, μέχρι και σήμερα ακόμα, όπου Πολυδούρη και Καρυωτάκης, όπου Καρυωτάκης και Πολυδούρη.
Η σχέση τους, μια σχέση σφοδρή, γεμάτη πάθος, δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ. Τον Αύγουστο του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, ασθένεια τότε ανίατη.
Η σχέση τους, μια σχέση σφοδρή, γεμάτη πάθος, δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ. Τον Αύγουστο του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, ασθένεια τότε ανίατη.
Με το ποίημά του «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα» ο Καρυωτάκης θα αποκαλύψει στην Πολυδούρη το φοβερό μυστικό του.
Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.
Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.
Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.
Η Πολυδούρη ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της εποχής της, με μια πράξη ιδιαίτερα τολμηρή, αν λάβουμε υπόψη μας και την ηλικία της, προτείνει στον Καρυωτάκη να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης αρνήθηκε και βλέπουμε την ψυχολογική διάθεση της Πολυδούρη να αποτυπώνεται στο ποίημα «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα» του 1922.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ' στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Με ένα ποίημα του που δημοσιεύθηκε το 1923, με τον τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», ο Κώστας Καρυωτάκης δίνει το τέλος του έρωτά του με την Μαρία Πολυδούρη.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ' στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Με ένα ποίημα του που δημοσιεύθηκε το 1923, με τον τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», ο Κώστας Καρυωτάκης δίνει το τέλος του έρωτά του με την Μαρία Πολυδούρη.
Και πάντα εδαπανούσαμε τον έρωτα, την ήβη.
Έμοιαζε το Ενδεχόμενο σα μια μεθυστική
άβυσσος, όταν έρημος διαβάτης όλο σκύβει
μόνο για να φαντάζεται το πέσιμό του εκεί.
Αυτή ήταν η πρώτη στροφή του ποιήματος. Αργότερα, ο Καρυωτάκης παρέλειψε την στροφή αυτή και έδωσε στο ποίημα τον τίτλο «Ωχρά Σπειροχαίτη» (το μικρόβιο της σύφιλης) και το συμπεριέλαβε στην συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» του 1927.
Το 1923, η Μαρία αδιαφορώντας για την υγεία της παθαίνει αδενοπάθεια. Αναρρώνει στο Μαρούσι - τόπος παραθερισμού τότε- όπου την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, με τον οποίο διατήρησε μια φιλική σχέση, ενώ η ίδια εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη μαζί του.
Ο Καρυωτάκης νιώθοντας την τρικυμία στην καρδιά της θα της δώσει το πεζό ποίημα «Η τελευταία», το οποίο η Πολυδούρη το εμπιστεύθηκε στην ποιήτρια Μυρτιώτισσα.
Το 1923, η Μαρία αδιαφορώντας για την υγεία της παθαίνει αδενοπάθεια. Αναρρώνει στο Μαρούσι - τόπος παραθερισμού τότε- όπου την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, με τον οποίο διατήρησε μια φιλική σχέση, ενώ η ίδια εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη μαζί του.
Ο Καρυωτάκης νιώθοντας την τρικυμία στην καρδιά της θα της δώσει το πεζό ποίημα «Η τελευταία», το οποίο η Πολυδούρη το εμπιστεύθηκε στην ποιήτρια Μυρτιώτισσα.
Το 1924, μπαίνει στη ζωή της ο Αριστοτέλης Γεωργίου ένας όμορφος νέος, πλούσιος δικηγόρος, ο οποίος την ερωτεύθηκε και στις αρχές του 1925 αρραβωνιάστηκαν. Η σκέψη όμως της Πολυδούρη ήταν μόνο στον Καρυωτάκη.
Λόγω των συχνών απουσιών της, απολύθηκε από τη Νομαρχία και το 1925 σταματά τις σπουδές της στη Νομική. Πηγαίνει στη Φτέρη Αιγίου και εκεί γράφει μια νουβέλα που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, ωστόσο με τον τίτλο «Μυθιστόρημα» περιλαμβάνεται στα «Απάντα» της.
Το 1925 γράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα στην Σχολή Κουνελάκη.
Το 1926 παίζει στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι, ενώ την ίδια χρονιά ξαφνιάζοντας τους πάντες διαλύει τον αρραβώνα της με τον Αριστοτέλη Γεωργίου και φεύγει για το Παρίσι, όπου φοίτησε στην σχολή υψηλής ραπτικής Εκόλ Πιζιέ.
Την 1η Φεβρουαρίου 1928 εισέρχεται στο νοσοκομείο Σαριτέ, με γνωμάτευση φυματίωσης. Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Την έβαλαν στη τρίτη θέση σε ένα δωματιάκι που προοριζόταν για τους κατάκοιτους.
Εκεί θα μάθει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και εκεί θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, άρρωστος κι αυτός τότε, στον οποίο αφιέρωσε το ποίημα «Θυσία». Στο «Σωτηρία» θα της σταθεί ιδιαίτερα η αδελφή της Βιργινία που αφιέρωσε όλη της την ζωή στην Μαρία.
Στὸν κ. Γιάννη Ρίτσο
Καρδιά μου, τούτη ἡ ὥρα ἐδῶ ποὺ ἐστάθη
μὲ μία δεσποτικιὰ γαλήνη, κάτι
ἔχει βαρύ, μ᾿ ἀγγίζει σὰν τὸ μάτι
τοῦ ἄγριου μοιραίου ποὺ λάθεψα πὼς χάθη.
Ὁ λογισμός μου τώρα ἀδυνατίζει
καὶ σκύβει σὰν ὁ ἔνοχος μπροστά σου.
Καμμιὰ φωνὴ νὰ μοῦ φωνάζη, στάσου.
Οὔτε μία ἐλπίδα, ἐντός μου νὰ φωτίζῃ.
Καὶ δὲν ἀντέχω, θὰ τ᾿ ἀκούσῃς ὅλα,
τίποτα δὲν ἐσκέπασεν ἡ λήθη.
Θὰ σοῦ τὰ πῶ σὰν ἕνα παραμύθι
καρδιά μου ἐρημικὴ κι᾿ ὀνειροπόλα.
Κύτταξε τὸ βραδάκι αὐτὸ ποὺ κλείνει
τόση γαλήνη κι᾿ ὅταν ἀντικρύζη
τὸν κάμπο εἶνε σὰ χάδι, δὲ δροσίζει
ὅμως, μία νοσταλγία μέσα μας χύνει...
Μαντεύω ἀπ᾿ τὴ γαλήνη σου τί θλίψη
πικρὴ σὲ τρώει φτωχὴ καρδιά μου κ᾿ ἔρμη.
Τῆς ὕπαρξής σου σοὔκλεψαν τὴ θέρμη
κ᾿ ἡ δρόσο τοῦ καημοῦ σοὔχει ἀπολείψει.
Λουλούδι ποὺ τὸ φῶς σ᾿ εἶχε ἀγαπήσει
ἔμεινες μοναχὰ μὲ τὴ λαχτάρα,
ποὺ ἀργὰ γίνηκε φλόγα καὶ κατάρα
τίποτα πιὰ ᾿πὸ σὲ νὰ μὴν ἀφήση.
Εἶδα τὸ φῶς αὐτὸ νὰ λιγοστεύη
τότε καὶ σένα ἀγάλια νὰ χλωμαίνης.
Σούειπα, θυμᾶσαι; Πρέπει νὰ ὑπομένης
καὶ σοὔδειξα τὴ σκέψη ποὺ πιστεύει.
Ἦταν ὡραῖα κάποτε, θυμᾶσαι;
τὴν ἐκαμάρωσες καὶ σὺ καρδιά μου.
Ἄχ, ἡ ἁρμονία πὼς ὤρμησε βαθιά μου
τότε. Μὰ σὲ εἶδα πάλι νὰ λυπᾶσαι...
Τώρα, γιὰ σένα εἶνε ὅλα τελειωμένα.
Καὶ τὴ στερνὴ πνοούλα ἔχεις ἀφήσει.
Ἡ σκέψη μου ποὺ μάταια ἔχει ἀνθίσει
Μαδάει σὲ νεκράνθια σπαραγμένα.
Το δωματιάκι όπου νοσηλευόταν το διακόσμησε με πορτραίτα ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο Μποντλέρ, ενώ την φωτογραφία του Καρυωτάκη την είχε στο κομοδίνο της. Την επισκεπτόταν ο Φώτος Πολίτης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, οι ποιητές Παπαδάκης, Ζώτος, Χονδρογιάννης. Της συμπαραστάθηκε με πολύ αγάπη η ποιήτρια Μυρτιώτισσα.
Το 1928 η Πολυδούρη εκδίδει την συλλογή της «Τρίλιες που σβήνουν» και το 1929 πάντα νοσηλευόμενη στην «Σωτηρία» εκδίδει την δεύτερη συλλογή της «Ηχώ στο Χάος».
Τον Φεβρουάριο του 1930, η Μαρία Πολυδούρη μεταφέρεται στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια, με πρωτοβουλία του Άγγελου Σικελιανού και μερικών άλλων φίλων, που δεν άντεχαν να την βλέπουν να αργοπεθαίνει πάμπτωχη σε άθλιες συνθήκες δημόσιου νοσοκομείου. Αρνείται τον έρανο που είχε ανοίξει το «Βήμα».
Έφυγε τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 με ενέσεις μορφίνης που ζήτησε να της "περάσει" ένας αφοσιωμένος θαυμαστής της ο Βασίλης Γεντέκος. Κηδεύτηκε την ίδια μέρα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ο τάφος της δεν υπάρχει πλέον, αφού η αδελφή της Βιργινία έκανε εκταφή των οστών τον Σεπτέμβριο του 1933.
Ο Άγγελος Τερζάκης («Ο ματωμένος λυρισμός» - Εφημερίδα «Το Βήμα», 19 Απριλίου 1961) γράφει για την κηδεία της Πολυδούρη: «… Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι, που δεν μοιάζει με τίποτα, το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται. Είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα. Εμείς, την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής».
η συνέχεια εδώ: teiopoteion
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου