John William Waterhouse - Matilda (study) (formerly called "Beatrice") |
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.
Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό,
τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε,
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει: «ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.
Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.
Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.
Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,
καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς,
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ, - ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.
Ανάλυση
Το ποίημα ανήκει στην παραδοσιακή ποίηση, διότι ακολουθεί αυστηρή δομή σύνθεσης και ειδικότερα αυτής ενός σονέτου. Έχει ομοιοκαταληξία, είναι χωρισμένο σε στροφές, έχει συντεθεί με βάση το ιαμβικό μέτρο και σε νοηματικό επίπεδο υπάρχει λογική αλληλουχία.
Το ποίημα είναι δεκατετράστιχο και χωρίζεται σε τέσσερις στροφές εκ των οποίων οι δύο πρώτες είναι τετράστιχες ενώ οι δύο τελευταίες είναι τρίστιχες.
Στις δύο πρώτες στροφές η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή, εφόσον ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο (αβαβ). Ενώ στις δύο τελευταίες στροφές, που είναι τρίστιχες, υπάρχει ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία ανάμεσα στους δύο πρώτους στίχους της κάθε στροφής, και ο τρίτος στίχος της μίας στροφής ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο στίχο της άλλης (γγδ, γγδ).
.......................
Η πρώτη εικόνα του ποιήματος παρουσιάζει το άτομο που περιμένει όρθιο στην πόρτα του σπιτιού την αγάπη, έχοντας τα μάτια του προσηλωμένου στους έρημους δρόμους:
«Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στηλωμένα:»
Η δεύτερη εικόνα παρουσιάζει την αγάπη να εμφανίζεται απρόσμενα πίσω από την πλάτη εκείνου που την περιμένει, χωρίς ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται, και να του κλείνει με τα λευκά της χέρια τα μάτια. Η εικόνα συμπληρώνεται με την αγάπη που ρωτά τον ανυποψίαστο άνθρωπο ποια είναι, γελώντας:
«και, πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα,
θε να σου κλείσει απαλά με τ’ άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει:…Ποια ’μαι εγώ;
απ’ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.»
Η επόμενη εικόνα παρουσιάζει την αγάπη να εμφανίζεται αιφνίδια σ’ έναν απροσδιόριστο χώρο του οποίου ωστόσο όλες οι είσοδοι είναι κλειστές, και να παίρνει στην αγκαλιά της εκείνον που δεν την περίμενε πια:
«Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ’ αγκαλιάσει˙»
Με την τελευταία εικόνα ο ποιητής παρουσιάζει με εμφατικό τρόπο το υποθετικό σκηνικό, τονίζοντας πως ακόμη κι αν κάποιος είναι διατεθειμένος να έχει ανοιχτά τα φώτα του σπιτιού του για να υποδεχτεί την αγάπη, κι αν ακόμη είναι έτοιμος να τρέξει μόλις τη δει και είναι πρόθυμος να συρθεί στα πόδια της, εκείνη θα έρθει μόνο αν είναι έτσι ορισμένο, αλλιώς θα προσπεράσει:
«ειδέ κι αν έχεις φωτεινό το σπίτι για να τη δεχτείς
και, σαν φανεί, τρέξεις σ’ αυτήν και μπρος στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει!...»
Επαναλήψεις
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
Το ποίημα ανήκει στην παραδοσιακή ποίηση, διότι ακολουθεί αυστηρή δομή σύνθεσης και ειδικότερα αυτής ενός σονέτου. Έχει ομοιοκαταληξία, είναι χωρισμένο σε στροφές, έχει συντεθεί με βάση το ιαμβικό μέτρο και σε νοηματικό επίπεδο υπάρχει λογική αλληλουχία.
Το ποίημα είναι δεκατετράστιχο και χωρίζεται σε τέσσερις στροφές εκ των οποίων οι δύο πρώτες είναι τετράστιχες ενώ οι δύο τελευταίες είναι τρίστιχες.
Στις δύο πρώτες στροφές η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή, εφόσον ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο (αβαβ). Ενώ στις δύο τελευταίες στροφές, που είναι τρίστιχες, υπάρχει ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία ανάμεσα στους δύο πρώτους στίχους της κάθε στροφής, και ο τρίτος στίχος της μίας στροφής ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο στίχο της άλλης (γγδ, γγδ).
.......................
Η πρώτη εικόνα του ποιήματος παρουσιάζει το άτομο που περιμένει όρθιο στην πόρτα του σπιτιού την αγάπη, έχοντας τα μάτια του προσηλωμένου στους έρημους δρόμους:
«Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στηλωμένα:»
Η δεύτερη εικόνα παρουσιάζει την αγάπη να εμφανίζεται απρόσμενα πίσω από την πλάτη εκείνου που την περιμένει, χωρίς ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται, και να του κλείνει με τα λευκά της χέρια τα μάτια. Η εικόνα συμπληρώνεται με την αγάπη που ρωτά τον ανυποψίαστο άνθρωπο ποια είναι, γελώντας:
«και, πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα,
θε να σου κλείσει απαλά με τ’ άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει:…Ποια ’μαι εγώ;
απ’ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.»
Η επόμενη εικόνα παρουσιάζει την αγάπη να εμφανίζεται αιφνίδια σ’ έναν απροσδιόριστο χώρο του οποίου ωστόσο όλες οι είσοδοι είναι κλειστές, και να παίρνει στην αγκαλιά της εκείνον που δεν την περίμενε πια:
«Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ’ αγκαλιάσει˙»
Με την τελευταία εικόνα ο ποιητής παρουσιάζει με εμφατικό τρόπο το υποθετικό σκηνικό, τονίζοντας πως ακόμη κι αν κάποιος είναι διατεθειμένος να έχει ανοιχτά τα φώτα του σπιτιού του για να υποδεχτεί την αγάπη, κι αν ακόμη είναι έτοιμος να τρέξει μόλις τη δει και είναι πρόθυμος να συρθεί στα πόδια της, εκείνη θα έρθει μόνο αν είναι έτσι ορισμένο, αλλιώς θα προσπεράσει:
«ειδέ κι αν έχεις φωτεινό το σπίτι για να τη δεχτείς
και, σαν φανεί, τρέξεις σ’ αυτήν και μπρος στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει!...»
Επαναλήψεις
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
Δεν ωφελεί να καρτεράς:
Ο ποιητής επαναλαμβάνει τη φράση πως δεν ωφελεί να αναμένει κάποιος με ανυπομονησία τον ερχομό της αγάπης, θέλοντας να τονίσει πως η έλευσή της δεν είναι ούτε δεδομένη, αλλά ούτε και στο χέρι του κάθε ανθρώπου. Η αναμονή είναι μάταια, εφόσον είναι πιθανό το άτομο να περιμένει ίσως και για χρόνια χωρίς ποτέ εκείνη να φανεί.
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στηλωμένα:
Ο ποιητής επαναλαμβάνει τη φράση πως δεν ωφελεί να αναμένει κάποιος με ανυπομονησία τον ερχομό της αγάπης, θέλοντας να τονίσει πως η έλευσή της δεν είναι ούτε δεδομένη, αλλά ούτε και στο χέρι του κάθε ανθρώπου. Η αναμονή είναι μάταια, εφόσον είναι πιθανό το άτομο να περιμένει ίσως και για χρόνια χωρίς ποτέ εκείνη να φανεί.
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στηλωμένα:
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε
Ο ποιητής επαναλαμβάνει με εμφατικό τρόπο την εικόνα ενός ανθρώπου που κοιτάει τους έρημους δρόμους, θέλοντας να αποδώσει τη ματαιότητα αυτής της αναμονής ή και της αναζήτησης. Μας παραπέμπει, μάλιστα, στη συνήθεια των ανθρώπων να κοιτάζουν επίμονα το δρόμο, όταν περιμένουν κάποιον, με την ελπίδα να τον δουν να έρχεται και να τερματιστεί έτσι η αγωνία ή η πλήξη της αναμονής.
αν είναι νάρθει, θε να ’ρθεί δίχως να νιώσεις από πού / αν είναι να ’ρθει θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί / αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει!...
Η πιο συχνή επανάληψη του ποιήματος είναι κι αυτή που μεταδίδει το κεντρικό του μήνυμα: αν είναι να έρθει η αγάπη, θα έρθει, είτε την περιμένει κάποιος είτε όχι. Ο ποιητής επιμένει σε αυτή τη σκέψη, μιας και της αποδίδει τη μεγαλύτερη σημασία.
Ο ποιητής επαναλαμβάνει με εμφατικό τρόπο την εικόνα ενός ανθρώπου που κοιτάει τους έρημους δρόμους, θέλοντας να αποδώσει τη ματαιότητα αυτής της αναμονής ή και της αναζήτησης. Μας παραπέμπει, μάλιστα, στη συνήθεια των ανθρώπων να κοιτάζουν επίμονα το δρόμο, όταν περιμένουν κάποιον, με την ελπίδα να τον δουν να έρχεται και να τερματιστεί έτσι η αγωνία ή η πλήξη της αναμονής.
αν είναι νάρθει, θε να ’ρθεί δίχως να νιώσεις από πού / αν είναι να ’ρθει θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί / αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει!...
Η πιο συχνή επανάληψη του ποιήματος είναι κι αυτή που μεταδίδει το κεντρικό του μήνυμα: αν είναι να έρθει η αγάπη, θα έρθει, είτε την περιμένει κάποιος είτε όχι. Ο ποιητής επιμένει σε αυτή τη σκέψη, μιας και της αποδίδει τη μεγαλύτερη σημασία.
Είναι, λοιπόν, μάταιο να περιμένει κάποιος την αγάπη και να έχει ανοιχτά τα φώτα του σπιτιού του για χάρη της, αφού η αγάπη θα έρθει μόνο αν είναι γραπτό να έρθει∙ μόνο αν είναι αποφασισμένο από τη μοίρα. Κι αν η αγάπη είναι να έρθει, τότε θα εμφανιστεί χωρίς καν να καταλάβει ο άνθρωπος από πού ήρθε∙ ακόμη κι αν βρίσκεται κάπου που μοιάζει απίθανο να εμφανιστεί κανείς∙ αν είναι έτσι το γραμμένο η αγάπη θα βρει τον άνθρωπο όπου κι αν είναι αυτός∙ είτε την περιμένει, είτε όχι.Αν, όμως, δεν είναι αυτή η θέληση της μοίρας, ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, όσο κι αν περιμένει, όσο πρόθυμος κι αν είναι να δεχτεί την αγάπη, εκείνη θα τον προσπεράσει.
περισσότερα εδώ: latistor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου