Ulysses and the Sirens, John William Waterhouse (1891). |
«Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage»
Joachim Du Bellay (1522-1560)
Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρματωσιὰ
Γιῶργος Σεφέρης, «Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο»,
Το ποίημα αυτό του Σεφέρη μας παρέχει μια εικόνα της μυθικής μεθόδου που υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη στο έργο του ποιητή. Η μυθική μέθοδος, όπως αποκλήθηκε από τον Edmund Keeley, είναι το αντίστοιχο της αντικειμενικής συστοιχίας που συναντάμε στο έργο του T. S. Elliot. Όπως ο Elliot επιχειρεί να προκαλέσει τη συγκίνηση του αναγνώστη μέσα από αναφορές σε ιστορικά ή μυθικά γεγονότα, που συνειρμικά του ενεργοποιούν ποικίλα συναισθήματα και τον ωθούν σε μια παράλληλη αναβίωση των συναισθηματικών διαθέσεων που είχε αισθανθεί όταν διάβαζε ή μάθαινε τα ιστορικά εκείνα γεγονότα, έτσι και ο Σεφέρης, χρησιμοποιεί το μύθο ή την ιστορία για να δημιουργήσει ένα πλαίσιο κατάλληλο ώστε ο αναγνώστης να «διαβάζει» πολλαπλά μηνύματα στα λόγια του ποιητή και η ανάγνωση να εμπλουτίζεται συναισθηματικά και νοηματικά μέσω της διακειμενικότητας.
Στο ποίημα «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» το προσωπικό βίωμα του ποιητικού υποκειμένου εμπλουτίζεται μέσω των αναφορών στον Οδυσσέα και στο περιβόητο ταξίδι επιστροφής του ομηρικού ήρωα.
Όταν ο Σεφέρης γράφει αυτό το ποίημα (1931) βρίσκεται στο Λονδίνο, μακριά από την πατρίδα του κι αισθάνεται τη νοσταλγία να τον κατακλύζει. Ο ποιητής ποθεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπως ποθεί να αισθανθεί κάτι ισχυρότερο από τη θλίψη και την κενότητα. Ποθεί να νιώσει μια αγάπη πέρα από τη λογική, μια αγάπη που θα υπερκαλύψει κάθε έλλειψη και κάθε πόνο.
Στα πλαίσια της διακειμενικότητας, δεν μπορούμε παρά να δούμε στην πρώτη αυτή στροφή, πέραν από την Οδύσσεια του Ομήρου και την Ιθάκη του Καβάφη, διακρίνοντας έτσι όχι μόνο την αγάπη για την πατρίδα, αλλά και την ανάγκη μιας ουσιαστικής επιδίωξης, ενός στόχου που με τη βαρύτητά του θα δώσει νόημα σε όλες τις άλλες ενέργειες και επιθυμίες.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρματωσιὰ
μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάντασμα
τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάντασμα
τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀκούσεις
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀκούσεις
ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνάμεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχαστοῦμε
πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάλεψε
μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μουΤροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ σου
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχαστοῦμε
πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάλεψε
μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μουΤροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ σου
φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρνητος
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρνητος
σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γοργόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γοργόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.
Γιῶργος Σεφέρης, «Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο»,
Ποιήματα, Ἀθήνα, ἔκδ. Ἴκαρος, 1985, σσ. 87-89
Ανάλυση
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Σεφέρη είναι μια παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί «Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage» (Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα έκανε ένα ωραίο ταξίδι)Το ποίημα αυτό του Σεφέρη μας παρέχει μια εικόνα της μυθικής μεθόδου που υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη στο έργο του ποιητή. Η μυθική μέθοδος, όπως αποκλήθηκε από τον Edmund Keeley, είναι το αντίστοιχο της αντικειμενικής συστοιχίας που συναντάμε στο έργο του T. S. Elliot. Όπως ο Elliot επιχειρεί να προκαλέσει τη συγκίνηση του αναγνώστη μέσα από αναφορές σε ιστορικά ή μυθικά γεγονότα, που συνειρμικά του ενεργοποιούν ποικίλα συναισθήματα και τον ωθούν σε μια παράλληλη αναβίωση των συναισθηματικών διαθέσεων που είχε αισθανθεί όταν διάβαζε ή μάθαινε τα ιστορικά εκείνα γεγονότα, έτσι και ο Σεφέρης, χρησιμοποιεί το μύθο ή την ιστορία για να δημιουργήσει ένα πλαίσιο κατάλληλο ώστε ο αναγνώστης να «διαβάζει» πολλαπλά μηνύματα στα λόγια του ποιητή και η ανάγνωση να εμπλουτίζεται συναισθηματικά και νοηματικά μέσω της διακειμενικότητας.
Στο ποίημα «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» το προσωπικό βίωμα του ποιητικού υποκειμένου εμπλουτίζεται μέσω των αναφορών στον Οδυσσέα και στο περιβόητο ταξίδι επιστροφής του ομηρικού ήρωα.
Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ
Ὀδυσσέα. Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν
ἀρματωσιὰμιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του, σὰν τὶς
φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.Από τον πρώτο στίχο το θέμα του ποιήματος μοιάζει να είναι η χαρά που αντλείται από την επιστροφή ενός ανθρώπου στην αγαπημένη του πατρίδα. Όποιος κάνει το ταξίδι του Οδυσσέα είναι ευτυχισμένος, όχι μόνο γιατί επιστρέφει στη γενέτειρά του αλλά γιατί έχει μια αγάπη δυνατή που τον ωθεί και τον βοηθά να προχωρήσει σ’ αυτό το δύσκολο ταξίδι. Η πανίσχυρη αγάπη που αισθάνεται ο ξενιτεμένος είναι από μόνη της πηγή ευτυχίας, γιατί υποδηλώνει πως ο άνθρωπος αυτός έχει τη δυνατότητα να αγαπήσει κάτι πέραν από τον εαυτό του, με τόση ένταση ώστε το συναίσθημα αυτό να τον χαλυβδώνει και να του παρέχει πληρότητα. Όπως το αίμα κυλά στις φλέβες και διατρέχει όλο μας το σώμα, έτσι και μια αγάπη τόσο δυνατή μπορεί να καλύψει όλη την υπόσταση του ανθρώπου, προσφέροντάς του κάτι σημαντικότερο κι από την ίδια την επιστροφή, προσφέροντάς του την αίσθηση ενός σκοπού, την αίσθηση πως δεν είναι όλα μάταια και αδιάφορα, αλλά πως υπάρχει κάτι που αξίζει κάθε πιθανή προσπάθεια και ταλαιπωρία.
Όταν ο Σεφέρης γράφει αυτό το ποίημα (1931) βρίσκεται στο Λονδίνο, μακριά από την πατρίδα του κι αισθάνεται τη νοσταλγία να τον κατακλύζει. Ο ποιητής ποθεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπως ποθεί να αισθανθεί κάτι ισχυρότερο από τη θλίψη και την κενότητα. Ποθεί να νιώσει μια αγάπη πέρα από τη λογική, μια αγάπη που θα υπερκαλύψει κάθε έλλειψη και κάθε πόνο.
Στα πλαίσια της διακειμενικότητας, δεν μπορούμε παρά να δούμε στην πρώτη αυτή στροφή, πέραν από την Οδύσσεια του Ομήρου και την Ιθάκη του Καβάφη, διακρίνοντας έτσι όχι μόνο την αγάπη για την πατρίδα, αλλά και την ανάγκη μιας ουσιαστικής επιδίωξης, ενός στόχου που με τη βαρύτητά του θα δώσει νόημα σε όλες τις άλλες ενέργειες και επιθυμίες.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σὰνΗ αγάπη αυτή, η αγάπη για την πατρίδα, αλλά και πολύ βαθύτερα η ικανότητα να αισθανθεί κάποιος ένα συναίσθημα ισχυρό που θα τον διαπερνά και θα τον ενεργοποιεί αδιάκοπα, εμφανίζεται εδώ ως κυρίαρχη ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου. Είναι ευτυχισμένος αυτός που μπορεί να αισθανθεί κάτι τόσο δυνατό και ανίκητο, σαν μια παντοτινή μουσική που γεννιέται με τη δική μας γέννηση, αλλά δεν είναι βέβαιο πως θα πάψει με το θάνατό μας. Πόσο διαφορετικά θα χρωματίζονταν η ζωή του ανθρώπου αν μπορούσε να αγαπήσει με τόση ένταση ώστε η αγάπη του αυτή να ξεπερνούσε ακόμη και την ίδια του την ύπαρξη και να συνέχιζε ακλόνητη τη δική της πορεία. Όπως, με μοναδικό τρόπο, ο ήρωας του Σολωμού, ο Κρητικός, αναζητά την αγαπημένη του και πέραν από το θάνατο, όταν οι νεκροί ανασταίνονται και αναμένουν την ώρα της κρίσης τους.
τὴ μουσικὴ καὶ παντοτινῆςγιατί γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·κάθομαι
κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω τὸ μακρινὸ
βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ
ἀνεξήγητο δρολάπι.Ο ποιητής ζητά από το θεό να του δοθεί η δυνατότητα να μιλήσει κάποτε για την πολύτιμη αυτή αγάπη, που τόσο έντονα επιθυμεί και τόσο απόλυτα εκτιμά. Μιαν αγάπη που μας αφήνει να τη συνδέσουμε με την αγάπη για την πατρίδα, αλλά δεν την κατονομάζει, καθώς δεν είναι ανάγκη το υπέροχο αυτό συναίσθημα να λάβει συγκεκριμένη μορφή. Θα μπορούσε να είναι ο ακατάλυτος δεσμός με την πατρίδα –άλλωστε ο ποιητής τη στιγμή που γράφει τους στίχους συγκλονίζεται από συναισθήματα νοσταλγίας- αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αγάπη για οτιδήποτε άλλο. Κάθε άνθρωπος ιεραρχεί διαφορετικά τις αξίες και τα ποθούμενα της ζωής του, γι’ αυτό και ο ποιητής προτιμά να μην περιορίσει τη μορφή και την ουσία της αγάπης σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Εντούτοις, όσον αφορά τον ίδιο, το συναίσθημα που τον τυραννά είναι ο πόθος του να επιστρέψει ξανά στην πατρίδα του. Η ξενιτιά και ο πόνος που προκαλεί στον ποιητή, λαμβάνει υπόσταση και κυκλώνει τον ποιητή τόσο υλικά όσο και ηχητικά, μ’ ένα βουητό δημιουργούμενο από τη βοή της θάλασσας όταν αίφνης ταράζεται από απροσδόκητη καταιγίδα. Με την ένταση της ηχητικής αυτής εικόνας, ο ποιητής επιχειρεί να μεταδώσει τη δύναμη με την οποία τον χτυπά ο πόνος της ξενιτιάς.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ
φάντασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπό
Joachim Du Bellay - «Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage»
Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage,
Ou comme cestuy-là qui conquit la toison,
Et puis est retourné, plein d’usage et raison,
Vivre entre ses parents le reste de son âge!
Quand reverrai-je, hélas, de mon petit village
Fumer la cheminée, et en quelle saison
Reverrai-je le clos de ma pauvre maison,
Qui m’est une province, et beaucoup davantage?
Plus me plaît le séjour qu’ont bâti mes aïeux,
Que des palais Romains le front audacieux,
Plus que le marbre dur me plaît l’ardoise fine:
Plus mon Loir gaulois, que le Tibre latin,
Plus mon petit Liré, que le mont Palatin,
Et plus que l’air marin la doulceur angevine.
Ευτυχισμένος αυτός, που σαν τον Οδυσσέα,έκανε ένα όμορφο ταξίδι
Ευτυχισμένος αυτός, που σαν τον Οδυσσέα,
έκανε ένα όμορφο ταξίδι,*
Ή σαν κι εκείνο, που κατέκτησε το χρυσόμαλλο δέρας,
Και έπειτα επέστρεψε, γεμάτος εμπειρίες και γνώση,
Να ζήσει ανάμεσα στους δικούς του το υπόλοιπο της ηλικίας του!
Πότε θα ξαναδώ,αλίμονο, του μικρού χωριού μου
Να καπνίζει το τζάκι, και σε ποιά εποχή
Θα δω τη θύρα του φτωχού μου σπιτιού,
που ΄ναι για μενα μια επαρχία** και κάτι παραπάνω;
Πιο πολύ μ’ ευχαριστεί η διαμονή*** που έχτισαν οι πρόγονοί μου
από τα Ρωμαϊκά παλάτια με τις τολμηρές προσόψεις
Πιο πολύ από το σκληρό μάρμαρο, μ’ευχαριστεί ο λεπτός σχιστόλιθος
Πιο πολύ ο γαλατικός μου Λίγηρας από τον λατίνο Τίβερη
Πιο πολύ το μικρό μου Λιρέ, από τον Παλατίνο λόφο
Και πιο πολύ από τη θαλασσινή αύρα η γλυκύτητα του Ανζού****
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Βουτσίνου
Σημειώσεις της μεταφράστριας
*εννοεί μεγάλο και ηρωικό
**εννοεί βασίλειο, σαν του Οδυσσέα ή του Ιάσωνα
***χρησιμοποιεί τη λέξη διαμονή και όχι σπίτι, διότι δεν έχει ως πρόθεση να κάνει μια επανάληψη στο σημαινόμενο της εκφοράς ”φτωχό σπίτι”, αλλά σε μια νέα ιδέα, την πατρίδα και το γεννεαλογικό του υπόβαθρο
****Angevine: επίθετο, από την περιοχή του Ανζου. Προτίμησα να το γράψω έτσι, μιας και η περιοχή είναι γνωστή από την Ιστορία, από το φως, τη γλυκύτητα του τοπίου και τα σχιστολιθικές σκεπές των σπιτιών.
------------------
Για τη λέξη θύρα (clos): Εννοεί την αυλόθυρα, την περίφραξη του κήπου την θύρα του σπιτιού. Στην αντίθεση ”φτωχό σπίτι”- ”αυτό για μένα είναι μια Επαρχία (βασίλειο)”τα στοιχεία είναι κοινά: Αυτοί που επιστρέφουν, έχουν την ίδια εικόνα πλησιάζοντας στις εστίες τους. Η λέξη θύρα, είναι ίσως η λέξη-“κλειδί” στο ποίημα, που βασίζεται πάνω στην αντίθεση:
Το άνοιγμα της θύρας είναι η νεότητα, το ταξίδι, η θάλασσα η Ρώμη.
Το κλείσιμο είναι η ώριμη ηλικία, οι γονείς, το σπίτι … αντίθεση που συμπυκνώνεται στο τέλος του σονέτου, στο στίχο ”και πιο πολύ από την θαλασσινή αύρα η γλυκύτητα του Ανζού”.
Την αντίθεση θα την εκφράσει και με τη χρήση των κτητικών ”mon, mes” (μου, δικο μου, δικά μου) στην προσωποποίηση, όταν αναφέρεται με΄τρυφερότητα και ευαισθησία στον τόπο του..ο γαλατικός μου Λίγηρας,το Λιρέ μου “Plus me plaît”… “Plus que le marbre”… “Plus mon Loir gaulois…” “Plus mon petit Liré…” “Et plus que l’air marin…”
Η πενταπλή αναφορά της λέξης “περισσότερο” (plus) στην αρχή των στίχων εισάγει μια σειρά αντιθέσεων βασισμένων στην επαναλαμβανόμενη συντακτική δομή, με μια ρητορική επίδραση επανάληψης και συμμετρίας. Στο δεύτερο και τον τελευταίο στίχο, ο οποίος αποτελεί την αιχμή του σοννέτου, η συμμετρική δομή ανατρέπεται, για να σπάσει η μονοτονία της εκφραστικής μεθόδου (διαδικασίας) Ο ντυ Μπελλαί χρησιμοποιεί σκοπίμως την περίφραση “le séjour qu’ont bâti mes aïeux” αντί του “ma maison”, όχι σαν...
Η πενταπλή αναφορά της λέξης “περισσότερο” (plus) στην αρχή των στίχων εισάγει μια σειρά αντιθέσεων βασισμένων στην επαναλαμβανόμενη συντακτική δομή, με μια ρητορική επίδραση επανάληψης και συμμετρίας. Στο δεύτερο και τον τελευταίο στίχο, ο οποίος αποτελεί την αιχμή του σοννέτου, η συμμετρική δομή ανατρέπεται, για να σπάσει η μονοτονία της εκφραστικής μεθόδου (διαδικασίας) Ο ντυ Μπελλαί χρησιμοποιεί σκοπίμως την περίφραση “le séjour qu’ont bâti mes aïeux” αντί του “ma maison”, όχι σαν...
...............
η συνέχεια εδώ: tokoskino
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου