Ξέρω κάτι βάρκες…
που μένουν στο λιμάνι από φόβο
μή και τα ρεύματα τις παρασύρουν και τις ρίξουν στα βράχια.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που σκουριάζουν στο λιμάνι
επειδή δεν τόλμησαν ποτέ να ανοίξουν τα πανιά τους.
που σκουριάζουν στο λιμάνι
επειδή δεν τόλμησαν ποτέ να ανοίξουν τα πανιά τους.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που ξεχνούν να αναχωρήσουν
επειδή φοβούνται πως η θάλασσα θα τις γεράσει
και τα κύματα δεν τις έχουν μεταφέρει ποτέ πουθενά,
το ταξίδι τους σταμάτησε ακόμα πριν ξεκινήσει.
που ξεχνούν να αναχωρήσουν
επειδή φοβούνται πως η θάλασσα θα τις γεράσει
και τα κύματα δεν τις έχουν μεταφέρει ποτέ πουθενά,
το ταξίδι τους σταμάτησε ακόμα πριν ξεκινήσει.
Ξέρω κάτι βάρκες…
τόσο πολύ αλυσοδεμένες
που ξεμάθανε πως να απελευθερωθούν.
τόσο πολύ αλυσοδεμένες
που ξεμάθανε πως να απελευθερωθούν.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που παραμένουν να κουνιούνται πάνω στο κύμα
γιατί είναι σίγουρες πως δεν θα αναποδογυρίσουν.
που παραμένουν να κουνιούνται πάνω στο κύμα
γιατί είναι σίγουρες πως δεν θα αναποδογυρίσουν.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που πηγαίνουν σε ομάδες
να αντιμετωπίσουν τον δυνατό αέρα πέρα από κάθε φόβο.
που πηγαίνουν σε ομάδες
να αντιμετωπίσουν τον δυνατό αέρα πέρα από κάθε φόβο.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που γδέρνονται λίγο
στις ρότες των ωκεανών όπου τις φέρνει το παιχνίδι τους.
που γδέρνονται λίγο
στις ρότες των ωκεανών όπου τις φέρνει το παιχνίδι τους.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που δεν έπαψαν ποτέ να βγαίνουν κάθε μέρα της ζωής τους
και που δεν φοβούνται να ξεκινήσουν αψηφώντας
τους κινδύνους.
που δεν έπαψαν ποτέ να βγαίνουν κάθε μέρα της ζωής τους
και που δεν φοβούνται να ξεκινήσουν αψηφώντας
τους κινδύνους.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που επιστρέφουν στο λιμάνι “πληγωμένες” παντού
αλλά πιο θαραλέες και πιο δυνατές.
που επιστρέφουν στο λιμάνι “πληγωμένες” παντού
αλλά πιο θαραλέες και πιο δυνατές.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που ξεχειλίζουν από ήλιο
γιατί μοιράστηκαν υπέροχα χρόνια.
που ξεχειλίζουν από ήλιο
γιατί μοιράστηκαν υπέροχα χρόνια.
Ξέρω κάτι βάρκες…
που επιστρέφουν πάντα μετά το ταξίδι,
μέχρι την τελευταία τους μέρα,
και είναι έτοιμες να ξανανοίξουν τα πανιά τους
γιατί έχουν μια καρδιά μεγάλη σαν τον ωκεανό!
Jacques Brel
Je connais des bateaux qui restent dans le port
De peur que les courants ne les entraînent trop fort
Je connais des bateaux qui rouillent dans le port
A ne jamais risquer une voile dehors
Je connais des bateaux qui oublient de partir
Ils ont peur de la mer à force de vieillir
Et les vagues jamais ne les ont emportés
Leur voyage est fini avant de commencer
Je connais des bateaux tellement enchaînés
Qu’ils ont désappris comment se libérer !
Je connais des bateaux qui restent à clapoter
Pour être vraiment sûr de ne pas chavirer
Je connais des bateaux qui s’en vont à plusieurs
Affronter le grand vent au-delà de la peur
Je connais des bateaux qui s’égratignent un peu
Sur les routes de la mer où les mène leur jeu
Je connais des bateaux qui n’ont jamais fini
De partir encore chaque jour de leur vie
Et qui ne craignent pas parfois de s’élancer
Côte à côte en avant au risque de sombrer
Je connais des bateaux qui reviennent au port
Lacérés de partout mais plus braves et plus forts
Je connais des bateaux débordants de soleil
Quand ils ont partagé des années de merveilles
Je connais des bateaux qui reviennent toujours
Quand ils ont navigué jusqu’à leur dernier jour
Tout prêts à déployer leurs ailes de géants
Parce qu’ils ont un coeur à taille d’océan.
Jacques Brel
που επιστρέφουν πάντα μετά το ταξίδι,
μέχρι την τελευταία τους μέρα,
και είναι έτοιμες να ξανανοίξουν τα πανιά τους
γιατί έχουν μια καρδιά μεγάλη σαν τον ωκεανό!
Jacques Brel
Je connais des bateaux qui restent dans le port
De peur que les courants ne les entraînent trop fort
Je connais des bateaux qui rouillent dans le port
A ne jamais risquer une voile dehors
Je connais des bateaux qui oublient de partir
Ils ont peur de la mer à force de vieillir
Et les vagues jamais ne les ont emportés
Leur voyage est fini avant de commencer
Je connais des bateaux tellement enchaînés
Qu’ils ont désappris comment se libérer !
Je connais des bateaux qui restent à clapoter
Pour être vraiment sûr de ne pas chavirer
Je connais des bateaux qui s’en vont à plusieurs
Affronter le grand vent au-delà de la peur
Je connais des bateaux qui s’égratignent un peu
Sur les routes de la mer où les mène leur jeu
Je connais des bateaux qui n’ont jamais fini
De partir encore chaque jour de leur vie
Et qui ne craignent pas parfois de s’élancer
Côte à côte en avant au risque de sombrer
Je connais des bateaux qui reviennent au port
Lacérés de partout mais plus braves et plus forts
Je connais des bateaux débordants de soleil
Quand ils ont partagé des années de merveilles
Je connais des bateaux qui reviennent toujours
Quand ils ont navigué jusqu’à leur dernier jour
Tout prêts à déployer leurs ailes de géants
Parce qu’ils ont un coeur à taille d’océan.
Jacques Brel
O Ζακ Ρομέν Ζωρζ Μπρελ [Jacques Romain Georges Brel] (1929 – 1978) ήταν Βέλγος τραγουδιστής και τραγουδοποιός. Ανήκει στους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού σανσόν.
Οι πρώτες συνθέσεις του χρονολογούνται το 1950, αλλά η καριέρα του
ουσιαστικά ξεκίνησε το 1953 με τις πρώτες εμφανίσεις του στο θέατρο Les
trois baudets του Παρισιού.
Από το 1957 απέκτησε διεθνή φήμη. Οι στίχοι του διέπονται συχνά από
σατιρικό και δραματικό ύφος, ασκώντας κριτική σε κοινωνικές και ηθικές
αξίες, όπως ενδεικτικά αυτή αποτυπώνεται στα τραγούδια Les Bourgeois και
Les Flamandes. Ερμηνευτής με μεγάλη εκφραστικότητα, ο Μπρελ ενσωμάτωσε
θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του.
Η μουσική του είχε επίδραση σε αρκετούς δημιουργούς, όπως στον Λέοναρντ
Κοέν, στον Ντέηβιντ Μπόουι και κυρίως στον Σκοτ Γουόκερ, ο οποίος
ερμήνευσε αρκετές συνθέσεις του Μπρελ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου