Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη

Η Ρωμιοσύνη (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης και ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.
Painting the Light of Lesvos
I

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη

του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τα άγρια
γένια τους.
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη

νύχταβιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο που βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,

γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα

όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Ο Γιάννης Ρίτσος συνθέτει το ποίημα αυτό αμέσως μετά την τραγική εμπειρία της γερμανικής κατοχής και επιχειρεί να αποδώσει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού.Ο ασίγαστος πόθος των Ελλήνων για ελευθερία, οι συνεχείς μόχθοι του ελληνικού λαού, ο πόνος που έχει γίνει πια ένα με την ψυχή τους, αλλά και ο ακατάλυτος δεσμός τους με τον τόπο που κατοικούν αδιάκοπα για χιλιάδες χρόνια, είναι μερικές από τις θεματικές του ποιήματος.
Ο λόγος του ποιητή κινείται συχνά πέρα από την κυριολεξία με διατυπώσεις υπερρεαλιστικές που αποσκοπούν στη συγκινησιακή απόδοση στοιχείων της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού τοπίου. Η υπερρεαλιστική έκφραση επιτρέπει στον ποιητή τη δημιουργία εικόνων που φέρνουν στο φως τα συναισθήματα εκείνα που προκαλούνται στην ψυχή του από τη βαθιά αγάπη του για τον ελληνισμό. Η προσέγγιση του ποιητή αποδεσμεύεται από τους περιορισμούς της ρεαλιστικής θέασης και στοχεύει στη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται με όλη την ένταση της συναισθηματικής φόρτισης. 

Τα πρόσωπα και τα πράγματα του ελληνικού χώρου βαρύνουν στη συνείδηση του ποιητή όχι μόνο με την πραγματική και υλική τους υπόσταση, αλλά κυρίως με τις άπειρες προεκτάσεις που τους προσδίδει η αγάπη, ο πόνος κι οι πόθοι του ποιητή∙ αποκτούν άρα την ουσιαστική αξία που έχουν για κάθε Έλληνα, που ακόμη και σε μια πέτρα του ελληνικού χώρου βλέπει κάτι που αντιπροσωπεύει το σύνολο της πατρίδας του.
Η συναισθηματική φόρτιση του ποιητή που είναι εμφανής σε όλο το ποίημα δικαιολογείται όχι μόνο λόγω της έκτασης που έλαβαν οι απώλειες και οι κακουχίες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, αλλά κι από τη διαφαινόμενη ελπίδα του -κυρίως στις επόμενες ενότητες του ποιήματος- πως η πραγματικότητα για τους ήδη καταπονημένους Έλληνες θα λάβει μια νέα ευτυχέστερη μορφή. 

Καθώς ο ποιητής διατρέχει με τη σκέψη του το δύσκολο παρελθόν της Ελλάδας, θέλει και προσδοκά μια ουσιώδη αλλαγή σε ό,τι μοιάζει να αποτελεί μια συνεχή πορεία δυστυχίας και ψυχικής φθοράς.Αν λάβουμε υπόψη μας τη συναισθηματική ένταση του ποιητή, με τον πόνο, την αγανάκτηση, τη θλίψη μα και την ελπίδα να κατέχουν την ψυχή του, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάγκη του να βρεθεί πέρα από τα δεδομένα όρια των λέξεων σε μια εκφραστική περιοχή όπου εκείνο που προέχει είναι το συναίσθημα. Ό,τι θέλει περισσότερο να πει και να παραστήσει ο ποιητής είναι το πλήθος όσων νιώθει μέσα του για κάθε τι που αποτελεί μέρος και συνιστά εν τέλει την πατρίδα του. Άνθρωποι, δέντρα, τοπίο κι αντικείμενα είναι όλα βαπτισμένα στην αγάπη εκείνη που ξεπερνά το εγώ και το τώρα∙ είναι όλα ιδωμένα υπό το πρίσμα του εσώτατου πόθου για την ελευθερία της πατρίδας, για την αποτίναξη κάθε ξενικού ζυγού και φυσικά για την από καιρό ποθούμενη ευπορία του ελληνικού έθνους.

Ανάλυση ποιήματος
I

«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα 
βήματα,αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον 
ήλιο,αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.»

Ο ποιητής επιλέγει να τιτλοφορήσει το ποίημά του ρωμιοσύνη (ελληνισμός), χρησιμοποιώντας μια λέξη που βρίσκεται πιο κοντά στη λαϊκή διατύπωση και στην ψυχή των Ελλήνων. Μια λέξη που εμπεριέχει όλη την περηφάνια και τα υψηλά εκείνα αισθήματα που διαπνέουν κάθε Έλληνα για τη σκληρά δοκιμαζόμενη φυλή του. 
Λέξη ενδεικτική, άλλωστε, για το κλίμα που θα κινηθεί το ποίημα στο σύνολό του, καθώς ο ποιητής αποβλέπει σε μια έκφραση όσο γίνεται πιο κοντά στο λόγο και στη σκέψη του ελληνικού λαού, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα αλλοίωνε την αλήθεια του συναισθήματος που διατρέχει την ποιητική του σύνθεση.

Στην εισαγωγική στροφή του ποιήματος δηλώνεται εμφατικά πόσο αδιανόητο είναι για τον ελληνικό λαό να ζήσει χωρίς την ελευθερία του. Σ’ αυτή την ανάγκη μάλιστα συμμετέχουν εξίσου η ελληνική φύση κι ο ίδιος ο τόπος, που ως προσωποποιημένες παρουσίες δεν μπορούν να αρκεστούν, δεν μπορούν να υπάρξουν στα ασφυκτικά όρια της σκλαβιάς.Τα δέντρα δε μπορούν να ζήσουν με λιγότερο ουρανό, αναφορά που υποδηλώνει τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, την έλλειψη ελευθερίας, αλλά και το στένεμα της ελπίδας. Οι πέτρες δε βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα του κατακτητή, κάτω από τον εχθρικό και μισητό βηματισμό. Τα πρόσωπα των Ελλήνων δεν μπορούν να ζήσουν παρά μόνο στον ήλιο, στο φως της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, μακριά από τα σκοτάδια και τη συννεφιά της σκλαβιάς, και οι καρδιές τους δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο σ’ ένα κόσμο όπου επικρατεί δικαιοσύνη.

Η επαναφορά στους τέσσερις πρώτους στίχους της δεικτικής αντωνυμίας (αυτά, αυτές) και του ίδιου ρήματος (δε βολεύονται) δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο μήνυμα των στίχων, ενώ μέσω της επανάληψης ενισχύεται η μουσικότητα του ποιήματος. Η χρήση μάλιστα των δεικτικών αντωνυμιών, που μας φέρνουν στη σκέψη των ποιητή να δείχνει τα δέντρα, τις πέτρες και τους ανθρώπους γύρω του, προσδίδουν παραστατικότητα και ζωντάνια στην έκφραση του λόγου. Παρατηρούμε επίσης πως τα υποκείμενα των στίχων συνεκδοχικά αναφέρονται σε όλο το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού και χώρου.
Η αναφορά στις διαθέσεις, όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και του τοπίου, του ελληνικού χώρου, καθιστά τον πόθο των Ελλήνων για ανεξαρτησία εναργέστερο και μας παραπέμπει έμμεσα σε όλους τους αγώνες που έχουν γίνει ανά τους αιώνες επί ελληνικού εδάφους με στόχο πάντοτε την ελευθερία.

«Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,σφίγγει στον
κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια,σφίγγει στο φως τις
ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,σφίγγει τα δόντια. Δεν 
υπάρχει νερό. Μονάχα φως.Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο 
ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.»

Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος τίθεται σε πρωταγωνιστική θέση ο ελληνικός τόπος, που με τις ιδιαιτερότητές του έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του. Ο ποιητής μάλιστα επιλέγει να παρουσιάσει το ελληνικό τοπίο, όπως αυτό εμφανίζεται την πιο θερμή ώρα του καλοκαιριού∙ εποχή που είναι η πιο χαρακτηριστική για την Ελλάδα.
Ο παραδομένος στη ζέστη τόπος είναι σκληρός και κάτω από το δεσπόζον φως του ήλιου μοιάζει αμετάβλητος, σχεδόν ακινητοποιημένος. Η σκληρότητα του τοπίου αποδίδεται από τον ποιητή με μια παρομοίωση στην οποία αντιπαρατίθεται με τη σκληρότητα της σιωπής, παραπέμποντας έτσι στο πικρό συναίσθημα που προκαλεί η σιωπή ενός αγαπημένου προσώπου ή εν γένει η σιωπή τη στιγμή που κάποιος περιμένει με αγωνία μιαν απάντηση ή μιαν είδηση.
Το τοπίο σφίγγει στον κόρφο του τις πέτρες, που καίνε απ’ την πολύωρη έκθεση στον αμείλικτο ήλιο, σφίγγει στο φως του τις ορφανές ελιές (ορφανές υπό την έννοια πως είναι από τα ελάχιστα καρποφόρα δέντρα που κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο) και τα αμπέλια του. Οι εικόνες που συνθέτει εδώ ο ποιητής περιλαμβάνουν ακριβώς τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού τοπίου, ιδωμένα στατικά υπό το εκτυφλωτικό φως του ήλιου.
Το προσωποποιημένο τοπίο σφίγγει τα δόντια, καθώς παντού υπάρχει ξηρασία -το νερό είναι τόσο λίγο που είναι σα να μην υπάρχει καν- μόνο το φως κυριαρχεί και φλέγει όλο τον ελληνικό χώρο. Η κατάσταση αυτή -τόσο οικεία στους Έλληνες- έρχεται να αναδείξει τις δυσκολίες που προκύπτουν από έναν άνυδρο τόπο για τους κατοίκους, οι οποίοι πέρα από τα πλείστα άλλα προβλήματα που τους παρουσιάζονται, οφείλουν να αντέξουν και τη σκληρότητα του ίδιου του τόπου τους.
Είναι τέτοια η ένταση του ήλιου που ο δρόμος μπροστά χάνεται μέσα στη ...
...................
η συνέχεια εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: