Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Jacques Prévert — Ο κακός μαθητής

Λέει όχι με το κεφάλι
Μα λέει ναι με την καρδιά
Λέει ναι σε όσους αγαπάει
Λέει όχι στον καθηγητή
Είναι όρθιος
Τον ρωτούν
Και όλα τα προβλήματα έχουν δοθεί
Ξαφνικά τον πιάνουν ακατάσχετα γέλια
Και τα σβήνει όλα
Τα ψηφία και τις λέξεις
Τις ημερομηνίες και τα ονόματα
Τις φράσεις και τους γρίφους
Και παρά τις φοβέρες του καθηγητή
Κάτω από τα γιουχαΐσματα των καλών μαθητών
Με κιμωλίες όλων των χρωμάτων
Πάνω στον μαυροπίνακα της δυστυχίας
Ζωγραφίζει το πρόσωπο της ευτυχίας.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Μανώλης Αναγνωστάκης — Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς

Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὡράριο
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου παραγωγῆς
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδου καταναλώσεως
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνον, κατ᾿ ἐπιταγὴν
Ὁ τύπος νὰ μὴ γράφει ὅ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺς φορτοεκφορτωτάς
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.
Σημ.: Πρόκειται περὶ προσχεδίου, ὡς ὁ τίτλος, καὶ προσφέρεται εἰς ἐλευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετὰ τὰς ἀκουσθησομένας ἀπόψεις θὰ γίνει τελικὴ ἐπεξεργασία ὑπὸ ὁμάδος ἐγκρίτων Ποιητῶν καὶ θὰ παραδοθεῖ εἰς τὸ κοινὸ πρὸς γνῶσιν καὶ ἀναμόρφωσιν.

Μανώλης Αναγνωστάκης - Τὸ σκάκι


Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη


Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα


Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει


δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις


Ἔλα νὰ παίξουμε...

Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω


Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη


γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...


Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...

Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης — Το άστρο του ταξιδιώτη

Από ένα χαμένο όνειρο εμείς έπρεπε να φτιάξουμε έναν δρόμο για
   να συναντηθούμε
κι όταν μας τέλειωσαν τα δάκρυα στείλαμε τα πουλιά στους 
   πεθαμένους φίλους μας
χιόνιζε, φυσούσε αγέρας και χτίσαμε το σπίτι μας με λίγη λησμονιά
κι απ’ όλες τις τύχες προτιμήσαμε εκείνη του ταξιδιώτη που δεν
  ξέρει το άστρο του πού τον οδηγεί
ώσπου εξαγνιστήκαμε όπως αυτοί που έχουν πεθάνει εδώ και 
   χρόνια.

Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου. Εμείς
   συνεχίσαμε
και να που φτάσαμε απόψε εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, 
   χωρίς αποσκευές, μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος Γ' , σελ. 481

Πάμπλο Νερούδα - Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού/Sonnet Xvii - Poem by Pablo Neruda


Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.

Σ' αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.

Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.


(Μτφ.: Ηλίας Ματθαίου)

athensvoice
I do not love you as if you were salt-rose, or topaz,
or the arrow of carnations the fire shoots off.
I love you as certain dark things are to be loved,
in secret, between the shadow and the soul.

I love you as the plant that never blooms
but carries in itself the light of hidden flowers;
thanks to your love a certain solid fragrance,
risen from the earth, lives darkly in my body.

I love you without knowing how, or when, or from where.
I love you straightforwardly, without complexities or pride;
so I love you because I know no other way

than this: where I does not exist, nor you,
so close that your hand on my chest is my hand,
so close that your eyes close as I fall asleep.

Pablo Neruda

Form: Sonnet
poemhunter

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

Μελισσάνθη — Στή νύχτα πού ἔρχεται

Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι, καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο.
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν γιὰ οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ’ τὴ γῆ.
Μᾶς βρίσκουν τ’ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κύματα. Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας. Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριές συννεφιές
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες.
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε, ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα.
Ὡσότου φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
– κανείς δὲν ξέρει πότε κι ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ –
μᾶς ρίχνει κάτω μ’ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα, μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο – νὰ πεῖ μιὰ τρίλια του
στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται – ἕνα πουλί.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ώρα 12 τη νύχτα

Το χαρτί, στο τραπέζι, το χέρι μου.
Περιμένω. Όπου νάναι, θ’ αρχίσουν να πέφτουν.
Η ψυχή μου, δεν είναι παρά
ένα σπήλαιο σιωπής, που από πάνω του κρέμονται
            αμέτρητοι
φωτεινοί σταλαχτίτες. Πόσοι αιώνες χρειαστήκαν
για να γίνουν δεν ξέρω – είναι τα ποιήματα
που έχω να γράψω.
                            Ξέρω πως όσα
είναι τα κύματα κι όσα τ’ αστέρια
είναι τα ποιήματα που έχω να γράψω.
Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Ἄγγελος Σικελιανός — Μήτηρ Θεού


Ι. 
Xνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα,
όσα σωρεύει το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα

Και πηγαινόρχεται αστραπή, στη γη ν’ αδράξει κάτου
μια λαμπερή αλογότριχα, λίγο μαλλί προβάτου!

A, τούτ’ η ζέστα είναι βαθιά· δε μοιάζει, λες, εκείνη
που μέσα στου ήλιου την πηγή σαν κύκνοι πλένε οι κρίνοι!

Aυτή είναι ρόδο πόγινε και π’ όλο μεγαλώνει
σε μεταξένιο κέντημα, καιρούς, με το βελόνι·

κάθε γωνιά του, ανασκωτή μ’ ολάκερο νυχτέρι,
όλο χρυσό, που πια δεν είναι ρόδον, είναι αστέρι·

που πια είναι τ’ άστρο τ’ ορθρινό κι ο λύχνος στο σκοτάδι
και το καντήλι της Kυράς, πάντα γιομάτο λάδι,

που μες στη σκιά, κρεμάμενον από την περιστέρα,
τη νύχτα ανοίγει και μπουμπούκι σφίγγει την ημέρα!

Πούπουλα, χνούδια, ό,τι στη γην ανάλαφρο έχει μείνει,
να μου φωλιάσει φτάνει των αισθήσεων το καμίνι,

όσο δε φτάνει να μου ανάψει πόθο το λιοπύρι
κι όσο δεν καίει τα κόκαλα το χωνευτήρι...

Eδώ είναι τ’ άνθος το μικρό μπρος στον κλειστό πυλώνα,
και το νερό του πηγαδιού που χλιαίνει το χειμώνα.

Eδώ είν’ της μυρμηκοφωλιάς το καστανό το χώμα,
λαγαρισμένο σαν αφρός, κι ωστόσο στέριο ακόμα...

A, και ζεστό είναι σαν η γη μια σπιθαμή από κάτου,
κι ως το πουλί π’ αποκοιμιέται πίσω απ’ τα φτερά του!

K’ είν’ η ευωδιά του έτσι βαθιά, σαν το βιβλίο που μέσα
στα φύλλα του έκλεισεν ανθών χιλιάδων την ανέσα

Κ’ αιώνες πέρασαν πάνω του· κι αυτοί που τα ‘χαν βάλει,
σ’ αχνές εικόνες βρίσκονται κλειστές μες στο κρουστάλλι.

K’ είναι σαν πέπλος που ‘μεινε σε σπιτικό σεντούκι
που ‘ταν γιομάτο μύγδαλο, καρύδι και φουντούκι,

και σε μικρό κομπόδεμα, για τ’ αγγονού τα νιάτα,
σφιχτοδεμένα τα φλωριά και τα κωνσταντινάτα...

A, τούτ’ η ζέστα απ’ το Θεό μονάχα είναι βγαλμένη,
ακόμα και το θάνατο η ψυχή μου να υπομένει,

των αδερφών το θάνατο και των δικών, κι ακόμα
εκείνου που μας έδινε και την ψυχή στο στόμα!

A, τούτ’ η ζέστα πια δε μοιάζει καμιάν άλλη,
γιατί, αν κρατήσω μέσα στις δυο φούχτες το κεφάλι,

πότε το νιώθω σαν πηγή και πότε ωσάν καμίνι.
Zει ο σπόρος, ζει, του αθάνατου, και μέσα μου έχει μείνει!

Zει ο σπόρος όλων των ανθών, και η μυστική τους μάνα
μιλιά δεν έχει μέσα μου, μα βογκεί ως η καμπάνα,

Ως η καμπάνα η βροντερή που, με τα μεσημέρια,
στις στέγες κάνει να τρεμοπετάν τα περιστέρια...

Kι αν κλείσω και τα βλέφαρα. Tη βλέπω, πόσα, πόσα,
τρυγύρω απ’ το καντήλι Tης, του σκοταδιού τα κρόσσα,

Και των ματιών Tης η άβυσσο, κ’ η ασάλευτή Tης όψη,
σα σπάθα που μπορεί και την καρδιά στα δυο να κόψει!

Ωσάν αϊτίνα κάθεται μες στην αϊτοφωλιά Tης·
από τη γέννα εσκώθηκε, κι απάρθενη η κοιλιά Tης.

Λεχώνα στέκει ασάλευτη μες στην υπομονή Tης,
σφίγγοντας, ωσά νέο λιοντάρι, το μονογενή Tης!

Mε της λεχώνας τη ματιά που διαπερνάει την πλάση
και δεν αφήνει, ακοίμητη, κανένας να πλησιάσει

Αν ίσως και δεν έρχεται στα χείλη του να πάρει
του γιου Tης, που απ’ το σκέπασμα περσεύει, το ποδάρι.

II
Άγγελε, στο κατώφλι σου, την ώρα που δε θάρρεις,
άνεμος φύσαγε γλυκός πολύ, ψυχοπονιάρης.

Tην ώρα που στο τρίστρατον η πόρνη περιμένει,
μ’ άνανθη τέλεια την ψυχή, βαμμένη, στολισμένη, 


 Άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακρά φτασμένος,
με τη γαλήνια ευωδιά των κάμπων φορτωμένος.

Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου.

Και ιδές… Ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

Και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,
τ’ άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·

α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα μάγια
τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούν αρπάγια!

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα

Και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει
χλωμάδα μεγαλύτερην απ’ το μαργαριτάρι…

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι
η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!


Mατιά δεν ήταν να με ιδεί, καρδιά για να με κρίνει,
Κ’ έκλαψα, όπως δεν έκλαψε κανείς, την ώρα εκείνη...

Kι όπως την ώρα π’ ο ψαράς στα δίχτυα του διαλέει,
με το δαδί χωρίζοντας της θάλασσας τα ελέη,

Κι από τη μέση βγάνοντας ένα μικρό, περίσσο,
στο κύμο μέσα, ξένοιαστος, το ξαναρίχνει πίσω,

Κι αυτό γυρμένο εδώ κ’ εκεί, με το πλευρό, παλεύει,
ώσπου ο γοργός ανασασμός το σπλάχνο του σαλεύει,

Κ’ αιφνίδια βρίσκει το βυθό – παρόμοια, μες στα βύθη
της κλάψας, χάθηκε η ψυχή κι ολάκερη αναδύθη...

A, την ανείπωτην αφή σ’ όλα τα μέλη επήρα,
την πρώτη αφή μου, αθάνατη, στου δακρύου το νιφτήρα,

Κι όλα να τ’ άκουα σαν και πριν το μισημένο αιώνα·
καθώς το λάδι ολάκερο καρπίζει τον ελαιώνα,

σα σε πελάου εαρινού την άκρη νηνεμία
το πλάτος το ανεκύμαντον, η αγάπη μου ήταν μία.


------------------
Η Φύση στο ποιητικό όραμα του Σολωμού και του Σικελιανού
 
Ο Σολωμός στον Κρητικό δίνει στη φύση μια κυριαρχική λειτουργία μέσω της δραστικής παρουσίας της Φεγγαροντυμένης και της καταλυτικής επίδρασης του γλυκύτατου ήχου. 

Η φύση στο Σολωμό παρουσιάζεται αρχικά με την αρνητική έκφανση της τρικυμίας, που επιφέρει το ναυάγιο και δυσκολεύει την προσπάθεια του ήρωα να σώσει την αγαπημένη του, ενώ στη συνέχεια η φύση αποκτά μια επίφαση θετικότητας, με τη Φεγγαροντυμένη και το γλυκύτατο ήχο να παρουσιάζονται ως δυνάμεις θετικές για τον ήρωα, ενώ στην ουσία επιφέρουν το αποφασιστικό χτύπημα στον αγώνα του.
Η κορύφωση της προσπάθειας του Κρητικού οφείλεται στην αντίμαχη δράση της φύσης, η οποία επιχειρεί να κάμψει την αποφασιστικότητα του ήρωα, τόσο με τη θελκτική παρουσία της Φεγγαροντυμένης, όσο και με την μαγευτική επίδραση που ασκεί στον ήρωα ο γλυκύτατος ήχος. 

Ο Κρητικός συγκλονίζεται από την επίδραση που του ασκούν οι εκφάνσεις της φύσης, βιώνει έντονα συναισθήματα έλξης και αλλάζει βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, εξαιτίας της επαφής του με τη Φεγγαροντυμένη, αλλά και τον γλυκύτατο ήχο. 

Για τον Σολωμό, επομένως, η φύση έχει πρωταρχική σημασία στην εξέλιξη του ποιητικού του οράματος, υπό την έννοια πως η δύναμη που θέτει σε κίνηση όλη την πλοκή του ποιήματος, αλλά και η δύναμη που καθιστά το ναυάγιο αφορμή για μια εκ βάθρων αλλαγή της υπόστασης του κεντρικού ήρωα, είναι η φύση.
Μια παρόμοια κεντρική θέση κρατά η φύση και στην ποιητική δημιουργία του Σικελιανού, ο οποίος επανειλημμένα στην ποίησή του παρουσιάζει την πρωταρχική αξία που έχει η επαφή του ανθρώπου με τη φύση. 

Ο Σικελιανός αισθάνεται πως βρίσκεται σ’ ένα διαρκή διάλογο, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση με τη φύση γύρω του, καθώς όχι μόνο αντλεί μια απροσμέτρητη απόλαυση από τη θέαση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά αναγνωρίζει στη φύση τη δύναμη που έχει επάνω του, την ικανότητα να τον επηρεάζει στο μέγιστο βαθμό. Όπως, δηλαδή, ο Κρητικός εγκλωβίζεται από τη μαγεία της φύσης και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο πέραν από την απόλαυση που του προσφέρει ο γλυκύτατος ήχος ή η ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, έτσι κι ο Σικελιανός, αφήνεται στην επίδραση της φύσης, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να σπάσει τους δεσμούς που τον ενώνουν με κάθε στοιχείο της φύσης γύρω του.
Ο Σικελιανός έρχεται σ’ επαφή με τη φύση, με κάθε μία από τις αισθήσεις του, ξεκινώντας με το άρωμα των κάμπων που του φέρνει ο άνεμος και που πυροδοτούν μια έντονη εσωτερική κινητικότητα, μια ψυχική δράση του ποιητή, την οποία αποκαλεί μυστική άθληση. Μυστική, υπό την έννοια ότι η επαφή του ποιητή με τη φύση, η βίωσή της, έχει μια μυστηριακή διάσταση. Ο ποιητής δίνει στην αίσθηση της φύσης μια υπόσταση μυστικιστική, την οποία αντιλαμβάνεται ως άθληση της ψυχής, ως άνοιγμα του εσωτερικού του εαυτού στο κάλεσμα και τη δύναμη της φύσης.
Ο ποιητής κοιτάζει γύρω του και βλέπει παντού μια υπέροχη ομορφιά, φτιαγμένη από τα απλούστερα υλικά της μητέρας-φύσης. Λουλούδια, σταγόνες της βροχής κι ένα παιχνίδισμα του φωτός, που δημιουργεί ποικίλους χρωματισμούς καθώς οι αχτίνες του ήλιου διαπερνούν το νερό. Εικόνες απλές για έναν βιαστικό παρατηρητή, αλλά απίστευτα δυνατές για κάποιον που βιώνει το θαύμα της φύσης, τη μυστικιστική δύναμη της πλάσης και την τελειότητα που χαρακτηρίζει το φυσικό μας περιβάλλον απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Σικελιανός αποτίνει φόρο τιμής στη μεγαλύτερη πηγή αισθητικής απόλαυσης που μας προσφέρεται στη ζωή μας, τη φύση και τα δημιουργήματά της.
Μετά την ευωδιά των κάμπων και την οπτική απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος, ο ποιητής βιώνει ακόμη πιο έντονα την επαφή του με τη φύση, καθώς η δροσιά που αντλείται από τα πλέον παγωμένα σημεία της γης, εκεί δηλαδή που το χιόνι παραμένει απείραχτο από τη ζέστη του ήλιου καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, έρχεται και κυριεύει τον ποιητή, εγκλωβίζοντας ακόμη και την καρδιά του.

Ο ποιητής παραδίνεται σε κάθε στοιχείο της φύσης, ακόμη και σ’ αυτά που δεν είναι ευχάριστα στον άνθρωπο, αλλά έχουν τον ιδιαίτερο ρόλο τους στην πολύτιμη ισορροπία της φύσης. Το ψύχος διαπερνά το σώμα του ποιητή, δεσμεύει την καρδιά του κι αμέσως το αίμα του συγκεντρώνεται όλο στο νου του, στο κεφάλι του, όπως το ρουμπίνι βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του στέμματος. Με την παρομοίωση αυτή, ο Σικελιανός περιγράφει πως ξαφνικά το πρόσωπό του κοκκίνισε εξαιτίας του ψύχους που τον κυρίευσε, όπως ακριβώς το ρουμπίνι, ο κόκκινος πολύτιμος λίθος, τίθεται συνήθως στο κέντρο του στολισμού των στεμμάτων.
Το αίμα του ποιητή ανεβαίνει και συγκεντρώνεται στο κεφάλι του, αλλά γρήγορα ξεκινά και πάλι την πορεία του προς κάθε σημείο του σώματος, κάνοντας τον ποιητή να μοιάζει πιο χλωμός κι από μαργαριτάρι. Ο Σικελιανός βιώνει απόλυτα την επαφή του με τα στοιχεία της φύσης, και νιώθει μέχρι και τις κινήσεις του αίματός του, καθώς αυτό επιχειρεί να παλέψει με το ψύχος που κυρίευσε ξάφνου το σώμα του.
Η φύση δεν είναι μόνο πηγή ζωής, ζεστασιάς και ομορφιάς, είναι και πηγή θανάτου, μιας κι ο θάνατος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κύκλου της ζωής. Κάθε τι που γεννιέται πεθαίνει κι ο ποιητής το γνωρίζει καλά αυτό, ιδίως τις στιγμές που συνθέτει το ποίημα αυτό και θρηνεί για το χαμό της αδερφής του.
Η φύση γεννά το θάνατο και δίνει σε κάθε ον τη δυνατότητα να γνωρίσει τόσο τη χαρά της ζωής όσο και τον πόνο του θανάτου. Κι ο ποιητής ερχόμενος σ’ επαφή με το κρύο που πάγωσε την καρδιά του, ερχόμενος σ’ επαφή με το θάνατο, συνειδητοποιεί πως η ψυχή παραμένει ακόμη και στις στιγμές του χαμού δυνατή και σ’ επαφή με κάθε αγαπημένο μας πρόσωπο. Γι’ αυτό κι ο ποιητής αισθάνεται την ψυχή του να ακτινοβολεί και νιώθει τις ακτίνες της να βρίσκουν και να φωτίζουν το δάκρυ του σαν να είναι ένα πολύτιμο πετράδι. (Τριπλή παρουσία των πολύτιμων λίθων, ρουμπίνι, μαργαριτάρι, πετράδι.)
Μια διαδικασία αναγέννησης βιώνει ο ποιητής, που σαν τον μυθικό Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του, νιώθει την ψυχή του να κατανικά τα σκοτάδια του θρήνου και του πόνου, ακτινοβολώντας ξανά, έτοιμη να επανέλθει στη ζωή, στην απόλαυση της πολύτιμης και σύντομης ζωής.

[Για το ποίημα Μήτηρ Θεού του Σικελιανού, διαβάζουμε τα εξής στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη: 

Αλλά εκεί που οι διάχυτες ποιητικές δυνάμεις του Αλαφροΐσκιωτου φτάνουν σε μια έξοχη ωριμότητα και ολοκλήρωση είναι το μακρύ σχετικώς ποίημα Μήτηρ Θεού, γραμμένο το 1917 –«το πιο μουσικό ποίημα που γράφτηκε σ’ ελληνική γλώσσα μετά το θάνατο του Σολωμού» (R. Liddell). Μουσικό όχι μόνο για τη γοητεία του ρυθμού των δεκαπεντασύλλαβων διστίχων που θυμίζουν τον Κρητικό -και που ο ποιητής τα τυπώνει ξεχωρισμένα, σαν πλαστικά ολοκληρωμένες στροφές- αλλά και γιατί οι εικόνες στην αστείρευτη ροή τους διαδέχονται η μία την άλλη σαν μοτίβα μουσικά. 
Τρία χρόνια πριν ο Σικελιανός είχε χάσει την αδερφή του Πηνελόπη... και η καινούρια αυτή «συνείδηση» του θανάτου τον οδηγεί βαθύτερα προς την «εμπειρία του σ’ αδιάκοπη ενέργεια λειτουργούντος, γύρω και βαθιά του, Μυστηρίου». Για τον ορθόδοξο η Παναγία είναι περισσότερο η πονεμένη μητέρα του Θεού και λιγότερο η παρθένος. Η μητρική ή μητριαρχική θεότητα -όπως και οι μεγάλες θεές-μητέρες και μητέρες θεών του παρελθόντος- είναι πηγή της ζωής αλλά και του θανάτου, σε μια συνείδηση μυστική, όπως μυστικά συνδέονται στη λατρεία, το Μάρτιο, η μνήμη του Ευαγγελισμού, οι «χαιρετισμοί» της Παναγίας και το Ψυχοσσάβατο των νεκρών. 
.................
η συνέχεια εδώ: latistor

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Φερνάντο Πεσσόα - Έχουμε όλοι δυο ζωές

«Έχουμε όλοι δυο ζωές:
Την πραγματική, αυτή που ονειρευόμαστε
Στην παιδική μας ηλικία, αυτή
Που συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε, μεγάλοι,
Στο βάθος της ομίχλης
Και την ψεύτικη, αυτή που ζούμε
Στις συναλλαγές μας με τους άλλους.
Που είναι η πρακτική, η χρήσιμη,
Αυτή που την τελειώνουμε στο φέρετρο.
Στην άλλη δεν υπάρχουν φέρετρα, θάνατοι,
Μόνο εικόνες των παιδικών μας χρόνων:
Μεγάλα βιβλία χρωματιστά, για να δεις κι όχι για να διαβάσεις
Μεγάλες σελίδες χρωματιστές, για να θυμάσαι αργότερα.
Στην άλλη είμαστε εμείς,
Στην άλλη ζούμε.
Σ’ αυτή πεθαίνουμε, και ζωή σημαίνει αυτό ακριβώς.
Αυτή τη στιγμή, λόγω αηδίας, ζω στην άλλη…»

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Gabriela Mistral — Δώσ’ μου το χέρι σου/Dame la mano - Give Me Your Hand

Δώσ’ μου το χέρι σου και θα χορέψουμε
Δώσ’ μου το χέρι και θα μ’ αγαπάς.
Σαν ένα λουλούδι μόνο θα είμαστε
Σαν ένα λουλούδι – κι άλλο τίποτα πια.

Την ίδια στροφή θα τραγουδάμε,
Στο ίδιο βήμα χορό θα πατάς.
Σαν ένα στάχυ θα κυματίζουμε,
Σαν ένα στάχυ – κι άλλο τίποτα πια.

Σε λένε Ρόσα κι εμένα Ελπίδα,
Όμως το ίδιο σου τ’ όνομα θα το ξεχνάς
Γιατί σαν ένας χορός πάνω στο λόφο θα είμαστε
Σαν ένας χορός – κι άλλο τίποτα πια...
Μετάφραση: Δημήτρης Αγγελής
Dame la mano 

Dame la mano y danzaremos;
dame la mano y me amarás.
Como una sola flor seremos,
como una flor, y nada más...

El mismo verso cantaremos,
al mismo paso bailarás.
Como una espiga ondularemos,
como una espiga, y nada más.

Te llamas Rosa y yo Esperanza;
pero tu nombre olvidarás,
porque seremos una danza
en la colina y nada más...
👦👧👦👧👦👧👦👧

Give Me Your Hand

Give me your hand and give me your love,
give me your hand and dance with me.
A single flower, and nothing more,
a single flower is all we'll be.

Keeping time in the dance together,
you'll be singing the song with me.
Grass in the wind, and nothing more,
grass in the wind is all we'll be.

I'm called Hope and you're called Rose:
but losing our names we'll both go free,
a dance on the hills, and nothing more,
a dance on the hills is all we'll be.

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης — Πρόοδος

Τα δάκρυά μας πουλιούνται στη Λαχαναγορά
και κανείς δεν τ' αγοράζει.
Ξεχνούνε πως και τα λάχανα
με δάκρυα αγοράζονται κι εκείνα.
Social Media, Ben Robinson, acrylic+spray paint, 2019

Άλλοτε είχε πέραση κι ο ιδρώτας.
Μα τώρα χύνεται στο δρόμο
και κανείς δεν τον μαζεύει.
Με κάτι τέτοιες «εκκρίσεις ντεμοντέ»
θ΄ ασχοληθούμε τώρα;

Εμείς ζούμε στον αιώνα της Δόξας!
Με ηλεκτρονικούς εγκεφάλους
με ηλεκτρονικούς Δασκάλους
ηλεκτρονικούς συζύγους
ηλεκτρονικούς εραστές.

Με τη φόρα που πήραμε – αύριο
θα 'χουμε κι ηλεκτρονικές μητέρες!
Που θα γεννάνε… νούμερα.
Ψόφια, αλλά σοφά!

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Λίγο πριν την νύχτα

31 Μαρτίου 1958
Νιώθω παράξενα σήμερα. Κάπως
        Έτσι περίπου:
                        Όπως όταν ανοίγει
ένα παράθυρο στον ήλιο κανείς,
        νιώθω σα ν’ άνοιξα
            μια τρύπα στη γη
        και φωτίζω τον Άδη.
Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,
πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε.
Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν
ένα χρώμα ακαθόριστο. Ένα χρώμα από πνεύμα,
από φως, ένα αγίασμα.
                                    Νύχτωνε κι όμως
Θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,
σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο
βάθος ν’ ανταύγαζε. Τα μάτια σου δέσποζαν.
Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση
να πηγαίνει και να ‘ρχεται, δε μπορούσα να ειπώ
τι ακριβώς μου θυμίζανε. Μπορεί την Αγία
Άννα στους βράχους, ορθή, με του σύμπαντος
το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.
Μπορεί κάτι άλλο που τόχα συλλάβει
ο ίδιος εγώ, αλλά μούκαψε τη σκέψη και χάθηκε.
Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,
τη γιορτή της φωτιάς, τη γιορτή του νερού
και της βλάστησης.
                                     Κι όλα
μαζί, σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε
και χύνονταν επάνω στον γαλάζιο ουρανό,
σε δυο οροπέδια, που αχτιδίζαν δυο διάφανες
λίμνες: τα μάτια σου.
                                            Ποιος είναι άραγε
απ’ τους δυο μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;

Σε λίγο, βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας
πέρα στο βάθος. Είχεν απ’ ώρα
δύσει ο ήλιος. Πρίν να προφτάσει
γλυκός σαν μετέωρο μάτι παιδιού,
ν’ ανατείλει ο έσπερος, πήραν να γίνονται
πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.
Μέσα στο ημίφως σηκωνόνταν αυλαίες.

Άναψεν άξαφνα όλα τα μέσα
        φώτα του ο κόσμος.
Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Γιάννης Ρίτσος — «Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας – ... »

Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –
άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι
ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,
μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη
καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.
Frederic Leighton, Φλεγόμενος Ιούνιος. 1895. Μουσείο Τέχνης του Ponce. Πουέρτο Ρίκο.
Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.
Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.
Ένα πουλί ξύπνησε.
Το ποτάμι κυλούσε.

Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση
σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του
κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους
όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.

Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, Προσχέδια, τ. 3ος, Κέδρος