Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
τι τέλεια που μαραθήκαν
κι αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
με μιά φοβισμένη καρδιά χελιδονιού
χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια
γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό
δυό μαύρα σύννεφα στον ουρανό
κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα
αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή
απελπισμένη
μοιράζοντας τις ομπρέλλες της
τα κάστανα θα τη ζηλεύουν
και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές
θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι
αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια
αυτός που πουλάει τις ζεστές-ζεστές προβιές
αυτός που πουλάει το καφτό σαλέπι
κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι
για τις φτωχές καρδιές
(Από τη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο», 1958 –συγκεντρωτική έκδοση «Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα 1945-1971», εκδ. Κέδρος, 1977)