Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης — Του Αιγαίου. Del Egeo - Odiseas Elitis — Ο έρωτας Το αρχιπέλαγος - El amor El archipiélago

Το βίντεο είναι δουλειά των μαθητών της Α' Λυκείου
του σχολείου της Mungia (Χώρα των Βάσκων)
Μουσική: "Κύματα" Σταμάτης Σπανουδάκης
Ι
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό

II
Παιχνίδια τα νερά
Στα σκιερά περάσματα
Λένε με τα φιλιά τους την αυγή
Που αρχίζει
Ορίζοντας -

Και τ' αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή
Της μέρας
Ήλιος -

Δίνει ο μαΐστρος το πανί
Στη θάλασσα
Τα χάδια των μαλλιών
Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του
Δροσιά-
Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ' αγνάντεμα
Ζωή -

III
Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο - Έρωτας
Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
Δίνει στον ορίζοντα
Κύματα φεύγουν έρχονται
Αφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών
Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά
Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει - Φλοίσβος.

El video es un trabajo que hicimos
con los alumnos de 4o de ESO, del IES Mungia (País Vasco)
musica: " Kimata" (olas) Stamatis Spanoudakis

Del Egeo

I
El amor
El archipiélago
Y la proa de sus espumas
Y las gaviotas de sus sueños
En la vela más alta el marinero hace ondear
Una canción

El amor
Su canción
Y los horizontes de su viaje
Y el eco de su nostalgia
En la roca más mojada la novia espera
Un barco

El amor
Su barco
y la despreocupación por sus vientos etesios
Y el foque de su esperanza
En su más suave oleaje una isla acuna
La llegada.

II
Juguetes las aguas
En los sombríos vados
Anuncian con sus besos el alba
Que despunta
Horizonte -

Y las palomas torcaces un eco
Hacen resonar en su cueva
Despertar azul en la fuente
Del día
Sol-

Da el mistral la vela
Al mar
Las caricias de los cabellos
A la indolencia de su sueño
Relente -

Una ola en la luz
Hace renacer los ojos
Donde la Vida boga hacia
La contemplación
Vida-

ΙΙΙ
Murmullo beso en su arena acariciada - Amor
Su libertad azul la gaviota
Entrega al horizonte
Olas vienen y van
Espumosa respuesta en los oídos de las caracolas
¿Quién se llevó a la muchacha rubia y quemada por el sol?
La brisa con su soplo transparente
Inclina la vela del sueño
A lo lejos
Amor su promesa murmura - Bisbiseos.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης — Μελαγχολία του Αιγαίου

Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος!
Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!
Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
Κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων
Κι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα
Το μακρινό μαράζι της γυναίκας
Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της
Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές
Κι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!

ΑΣΠΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΙΟΓΡΑΦΙΑ
Με το καΐκι και με τα πανιά της Παναγίας
Έφυγαν κατευόδιο των ανέμων
Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνων
Αλλά η νύχτα πώς εδώ κελάρυσε τον ύπνο
Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούς
Ή στις μεγάλες άσπρες παραλίες
Και πώς με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα
Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά
Η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών
Που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο!

Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα
Καίοντας με ξερό θυμάρι τους άνεμους
Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε
Μ' ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι
Εύκολα σαν να μπαίναν στον Παράδεισο
Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους
Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού
Για να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι...

Ω σημάδια που περνάτε μες στο βάθος
Του νερού που κρατάει έναν καθρέφτη
Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε

Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα
Θα 'βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι
Αλλά ψυχή στη χόβολη των άστρων
Θα 'βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειρο
Έρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού
Χρόνια πετράδια πράσινα

Ω πράσινο πετράδι - ποιος θυελλομάντης είδε
Να σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας
Το φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης — Στο όρυγμα «παρέα» με τον Κάλβο
και τον Καβάφη


Ο Οδυσσέας Ελύτης όπως είναι γνωστό πήρε μέρος στον πόλεμο του ’40 κατατασσόμενος σαν ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α’ Σώματος Στρατού. 
Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του 1941 μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Στο όρυγμα «παρέα» με τον Κάλβο και τον Καβάφη

«Μου έτυχε, χωρίς διόλου να ‘μαι θαρραλέος, να βρεθώ δυο τρεις φορές πιο κοντά στο θάνατο παρά στη ζωή. Στον πόλεμο, φυσικά. Λοιπόν, ήταν κάτι εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που περίμενα. 

Εγώ που τα ‘χανα στην Αθήνα με το παραμικρό και που ένας απλός πονόδοντος μ’ έκανε να στέλνω στο διάβολο όλα μου τα προβλήματα, εδώ αισθανόμουνα μια διαύγεια καταπληκτική, μια δύναμη ικανή, θα έλεγα, να κυριαρχεί τα πράγματα και προς τα εμπρός και προς τα πίσω, χωρίς να παρεμβάλλεται τίποτα ανάμεσά τους, μια ηρεμία ουράνια, όπου μπροστά της η ταραχή του κόσμου, εκείνη κατησχυμένη και όχι εγώ, σταματούσε. Καμιά φορά συλλογίζομαι πως ίσως γι αυτό σώθηκα.

Είχα, θυμάμαι, βρεθεί σ’ αρκετή απόσταση κι από το πλησιέστερο όρυγμα κι από την παραμικρότερη ανωμαλία του εδάφους όπου θα υπήρχε τρόπος να προφυλαχθώ, τη στιγμή που όλες μαζί συγκεντρωμένες οι πυροβολαρχίες των Ιταλών, προετοιμάζοντας την επίθεση που ακολούθησε, άρχισαν, μπορεί να πει κανείς, με συχνότητα βολών πολυβόλου, να εξαποστέλλουν τις οβίδες τους στις γραμμές μας. 

Μέσα σε λίγα λεπτά ο τόπος ολόκληρος ντουμάνιασε από τους καπνούς και τη βρόμα της μπαρούτης. Στήλες από πυκνό χώμα υψώνονταν στον αέρα και ξαναπέφτανε, με πέτρες και ξύλα, βροχή πάνω στη ράχη μου. Κι αυτό το κακό ήξερα ότι θα κρατήσει- όπως και κράτησε- τουλάχιστον δυο ώρες. Να μετακινηθώ δεν υπήρχε περίπτωση. Έμενα μόνος, καθηλωμένος στο έδαφος, γραπωμένος απ’ το χώμα, ένα σώμα μαζί του, κι άκουγα τις κοντές αναπνοές μου, ένα είδος λαχάνιασμα που βέβαια κι αυτό δεν το είχε προκαλέσει κανένα τρέξιμο αλλά η αντίδρασή μου στον αιφνιδιασμό.
Ήτανε και το μόνο άλλωστε. Γιατί σε λίγο άρχισα, με κατάπληξη, να αισθάνομαι κάτι άλλο, που μήτε ούτε ο ίδιος ήθελα να το παραδεχτώ: ότι συνεχίζω τις σκέψεις που είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ, μη μπορώντας να κοιμηθώ, για την ποίηση του Κάλβου. 

Ναι, τώρα το έβλεπα, θα έπρεπε, άμα γυρίσω στην Αθήνα, να ολοκληρώσω το δοκίμιο για την εντελώς προδρομική θέση που είχε η εικονοπλαστική φαντασία του μέσα στη νεοελληνική έκφραση. Εκείνος ο καπνός που “θλίβει το διάστημα γαλάζιον των αέρων”, και το πρόσωπο της παρθένου “υγρόν υπό το σύγνεφον της δυστυχίας”, και το βράδυ που “εισπνέει μέσα εις τα πολύδενδρα δάση το τεθλιμμένον φύσημα”, και το “αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης”- βρε τον άτιμο! Αμ κείνες οι ελπίδες των θνητών που “χάνονται ως λεπτόν βόλι εις άπειρον βάθος πελάγου”; Τι τόλμη για κείνη την εποχή. Έτσι έπρεπε να ονομάσω τη μελέτη μου “Η Λυρική Τόλμη του Ανδρέα Κάλβου”.

Βέβαια είναι δύσκολο να το πιστέψει κανένας. Ίσως και να υπερβάλλω λιγάκι. Αλλά το ξαναλέω: έβλεπα πολύ καθαρά ότι αυτό ήταν παραλογισμός, ότι από τη μια στιγμή στην άλλη κινδύνευα να τιναχτώ στον αέρα ή να μείνω μ’ ένα ποδάρι, κι όμως θυμόμουνα έναν άλλο ποιητή, τον Καβάφη, και σχεδόν γελούσα με την ικανότητα που είχε η σκέψη του- η σκέψη του; Η ποίησή του;- να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις. Αυτό πια καταντούσε passé- partout. “Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται”

Κι αλήθεια, είχα γίνει κι εγώ ένας καβαφικός Φερνάζης*. Η ποιητική ιδέα πήγαινε κι ερχότανε. Οι πιο κοντινές εκρήξεις, που με την πίεση των αερίων με κοπανούσανε χάμου κυριολεκτικά, δε με τρομάζανε τόσο, όσο μ’ ενοχλούσε εκείνος ο φαντάρος που είχε βρεθεί λίγα μέτρα παρακάτω και φώναζε όλη την ώρα: “κερατάδες! κερατάδες!”».

(Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Το χρονικό μιας δεκαετίας, εκδόσεις Ίκαρος)


Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Κωνσταντίνος Καβάφης — Ο Δαρείος, Cavafy Poem - Darius
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,

ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.

Μιθριδάτης ΣΤ' (Διόνυσος και Ευπάτωρ) και Τιγράνης Β’ της Αρμενίας
Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.

Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

Ιστορικά στοιχεία
Ο Δαρείος Α΄ ήταν γιος του Σατράπη της Παρθίας Υστάσπη και καταγόταν από ένα παρακλάδι των Αχαιμενιδών. 
Οι συνθήκες υπό τις οποίες ανέβηκε στο θρόνο θεωρούνται σκοτεινές και ύποπτες. 
Όταν το 522 π.Χ. ο τότε βασιλιάς των Περσών Καμβύσης, γιος και διάδοχος του Κύρου Β΄, βρισκόταν στην Αίγυπτο -με την κατάκτηση της οποίας επέκτεινε το κράτος των Αχαιμενιδών- ξέσπασε επανάσταση στην περσική αυτοκρατορία υπό τον μάγο Gaumata
Ο μάγος αυτός παρουσιάστηκε στο λαό ως ο αδερφός του Καμβύση, Σμέρδις, διεκδικώντας την εξουσία. Εντούτοις ο αδερφός του Καμβύση είχε ήδη δολοφονηθεί είτε από τον ίδιο τον Καμβύση είτε από τον Δαρείο. Επιστρέφοντας ο Καμβύσης από την Αίγυπτο για να καταπνίξει την επανάσταση πέθανε, από φυσικά καθώς φαίνεται αίτια. Έτσι, ο θρόνος των Περσών έμενε ουσιαστικά χωρίς διάδοχο. 
Ο Δαρείος θα επωφεληθεί του γεγονότος σκοτώνοντας τον υποτιθέμενο αδερφό του Καμβύση, και ερχόμενος για ένα περίπου χρόνο σε σύγκρουση με άλλους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, θα εδραιώσει την εξουσία του επιδεικνύοντας άτεγκτη σκληρότητα.
Ο Δαρείος Α΄ είναι πιο γνωστός σε μας από τις επιχειρούμενες εκστρατείες του εναντίον των Ελλήνων και την ήττα του εκστρατευτικού του σώματος στο Μαραθώνα το 490 π.Χ.

Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ (132 π.Χ. - 63 π.Χ.), πρωτότοκος γιος του Μιθριδάτη Ε΄ Ευεργέτη, βασιλιά του Πόντου, και της Λαοδίκης, κόρης του Αντιόχου Δ΄ Επιφανούς βασιλιά των Σελευκιδών, ήταν μόλις 12 χρονών όταν πέθανε ο πατέρας του. 

Η παρουσία του ανήλικου Μιθριδάτη στη βασιλική αυλή θεωρήθηκε ανεπιθύμητη, καθώς η φιλόδοξη μητέρα του Λαοδίκη επιθυμούσε να διατηρήσει την εξουσία για τον εαυτό της και για τον επίσης ανήλικο γιο της Μιθριδάτη Χρηστό. Ο Μιθριδάτης θα περιπλανηθεί για τα επόμενα επτά χρόνια στην ύπαιθρο, όπου θα σκληραγωγηθεί και θα συνηθίσει μάλιστα τον οργανισμό του στη λήψη δηλητηρίων, ώστε να μην είναι δυνατή η με αυτόν τον τρόπο δολοφονία του. 
Επιστρέφοντας στη Σινώπη θα κατορθώσει να καταλάβει την εξουσία, παραμερίζοντας πλήρως λίγο καιρό αργότερα τη μητέρα του, η οποία και θα πεθάνει στη φυλακή. Παρόμοια τύχη είχε και ο αδερφός του για τον οποίο εικάζεται πως εκτελέστηκε καθ’ υπόδειξη του Μιθριδάτη. Ο Μιθριδάτης αντλούσε την καταγωγή του από τη δυναστεία των Αχαιμενιδών είτε μέσω του Κύρου Β΄ είτε μέσω του Δαρείου Α΄.
Ο Μιθριδάτης θέλοντας να επεκτείνει την κυριαρχία του κράτους του στις γύρω περιοχές θα έρθει σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους ξεκινώντας από το 89 π.Χ. μια σειρά πολέμων εναντίον τους, οι οποίοι έμειναν γνωστοί ως οι μιθριδατικοί πόλεμοι. Στις συγκρούσεις αυτές ο Μιθριδάτης σημείωσε αρκετές νίκες, τα αποτελέσματα των οποίων υπήρξαν ωστόσο βραχύβια. Το ποίημα τοποθετείται πιθανότατα στο πλαίσιο του τρίτου μιθριδατικού πολέμου (74-67 π.Χ.), κατά τη λήξη του οποίου ο Μιθριδάτης, αν και ηττημένος, είχε κατορθώσει να επανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του κράτους του. 
Η πλήρης συντριβή και ο θάνατος του Μιθριδάτη θα επέλθουν κατά τη διάρκεια του τέταρτου μιθριδατικού πολέμου (66-63 π.Χ.), με το ρωμαϊκό στρατό να βρίσκεται υπό την ηγεσία του Γνάιου Πομπήιου.

Ανάλυση
Ο Καβάφης με την αναφορά σε πραγματικά ιστορικά πρόσωπα τοποθετεί τη δράση του ποιήματος σ’ ένα προγενέστερο ιστορικό πλαίσιο αποδεσμεύοντάς το αφενός από το παρόν του ίδιου του ποιητή και τονίζοντας αφετέρου τη διαχρονικότητα των προβληματισμών που πραγματεύεται. 

Ο ποιητής απέφευγε να συνδέει τα ποιήματά του και τις σε αυτά προβαλλόμενες ιδέες και διαπιστώσεις με γεγονότα της εποχής του, καθώς θεωρούσε πως κάτι τέτοιο δε θα επέτρεπε στους αναγνώστες του να κατανοήσουν τη διαχρονική διάσταση και την επαναλαμβανόμενη φύση τους, μιας και εκείνοι θα παρέμεναν προσκολλημένοι στο συγχρονικό γεγονός και στο κατά πόσο αυτό αποδόθηκε, ερμηνεύτηκε και παρουσιάστηκε σωστά, σύμφωνα με τη δική τους κρίση.
Ειδικότερα, η αναφορά στο Δαρείο, ο οποίος κατέχει καίριο ρόλο στο ποίημα, όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση του ονόματός του τόσο στον τίτλο του ποιήματος του Καβάφη, όσο και στον τίτλο του ποιήματος του Φερνάζη, φέρνει στο επίκεντρο το θέμα της εξουσίας και της διάθεσης των ανθρώπων που τη διεκδικούν να φτάσουν σε οποιαδήποτε ακρότητα. 
Τα πιθανολογούμενα συναισθήματα του Δαρείου, όταν μετά από πολλές δολοφονίες και ποικίλες βιαιότητες, κατέλαβε την εξουσία∙ η υπεροψία κι η μέθη από τη δύναμη που περιήλθε στα χέρια του, συνιστούν το ένα μέρος του προβληματισμού που τίθεται στο ποίημα.
Με τον προβληματισμό αυτό σχετίζεται και η αναφορά στον Μιθριδάτη -το ιστορικό παρόν του οποίου λειτουργεί και ως παρόν της ποιητικής δράσης-, καθώς μερικούς αιώνες μετά τον πρόγονό του, βρίσκεται κι εκείνος υπό την επήρεια της ίδιας αλαζονείας και υπεροψίας που τον ωθούν να θεωρήσει τον εαυτό του ικανό να αντιμετωπίσει την ισχυρότατη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διεκδικώντας ακόμη μεγαλύτερη εξουσία και δύναμη. Η διπλή αυτή αναφορά και η χρονική απόσταση ανάμεσα στα δύο ιστορικά πρόσωπα αποτελεί ήδη μια πρώτη πιστοποίηση της αλήθειας και της διαχρονικότητας όσων επιχειρεί να αναδείξει ο ποιητής.

«Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.»


Ο επινοημένος ποιητής Φερνάζης συνθέτει ένα επικό ποίημα για τον Δαρείο Α΄ γιο του Υστάσπη, πρόγονο του Μιθριδάτη ΣΤ΄, στο οποίο επιχειρεί να υμνήσει τη δράση και τη βασιλεία του μεγάλου Πέρση ηγεμόνα. 
Το σημείο που τον απασχολεί ιδιαίτερα είναι το πώς «παρέλαβε» την εξουσία ο Δαρείος μετά το θάνατο του προκατόχου του. Το ρήμα παρέλαβε, που υποδηλώνει μια ήπια μετάβαση της εξουσίας, αποκρύπτει επί της ουσίας τη βία που χρειάστηκε να ασκήσει ο Δαρείος, αλλά και τα σκοτεινά σημεία που καλύπτουν το πέρασμα του βασιλείου των Αχαιμενιδών στα χέρια του.
Ο Φερνάζης επιθυμεί να παρουσιάσει τα συναισθήματα του Δαρείου κατά τη στιγμή που πέρασε σε αυτόν ο θρόνος του εκτενούς και ισχυρού βασιλείου της Περσίας. 
Η πρώτη σκέψη του ποιητή είναι πως φυσικά ο νέος βασιλιάς θα αισθανόταν υπεροψία, υπερβολική υπερηφάνεια για το κατόρθωμά του να υπερισχύσει έναντι όλων των άλλων διεκδικητών και να γίνει εκείνος ο ηγεμόνας των Περσών, καθώς και μέθη, ένα αίσθημα παραζάλης από την έκταση και το μέγεθος της δύναμης που αποκτούσε. 
Τα συναισθήματα αυτά, τα οποία αντανακλούν πλήρως τη συναισθηματική κατάσταση κάθε φιλόδοξου ανθρώπου, ο οποίος με μηχανορραφίες, φόνους και δολιότητες κατορθώνει να αποκτήσει μια τεράστια εξουσία, ηχούν ωστόσο μάλλον προσβλητικά για τον Δαρείο κι αυτό προβληματίζει τον Φερνάζη, καθώς είναι πιθανό πως θα ενοχλήσει με αυτά τον Μιθριδάτη, την εύνοια του οποίου εν τέλει διεκδικεί.
Η επόμενη σκέψη, επομένως, του Φερνάζη είναι να αποδώσει στον Δαρείο μια αίσθηση ωριμότητας, η οποία ταιριάζει περισσότερο σε εξαιρετικά καλλιεργημένους και απόλυτα συνειδητοποιημένους ηγέτες, οι οποίοι και αναγνωρίζουν απ’ την πρώτη στιγμή το μέγεθος της ευθύνης που αναλαμβάνουν.
Σκέφτεται, δηλαδή, να αποδώσει στον Δαρείο την επίγνωση και την κατανόηση της ματαιότητας όλων αυτών των μεγαλείων, τα οποία όσο σημαντικά κι αν φαίνονται δεν έχουν να προσθέσουν τίποτε περισσότερο στην αξία ενός ανθρώπου με άρτια και συγκροτημένη προσωπικότητα. Για έναν πραγματικά ευσυνείδητο ηγέτη, άλλωστε, εκείνο που θα είχε σημασία θα ήταν η ευθύνη του απέναντι στους πολίτες του κράτους και η υποχρέωσή του να τους υπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κι όχι η προσωπική του ανάδειξη και φήμη.
Ωστόσο, η δεύτερη αυτή επιλογή, μολονότι θα ήταν τιμητική για τον Δαρείο και αρεστή στον Μιθριδάτη, δεν ικανοποιεί πλήρως τον ποιητή, ο οποίος γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν ήταν αληθές. 

Ο Δαρείος χρειάστηκε να ...
...............
η συνέχεια εδώ: latistor

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Νίκος Γκάτσος — Αμοργός «Στοῦ πικραμένου τήν αὐλή ἥλιος δέν ἀνατέλλει / Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νά κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα»

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Wrecked House
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Γκύντερ Γκρας — Η Ντροπή της Ευρώπης
Günter Grass — Europas Schande - Europe’s shame

Ο Γκύντερ Γκρας, για πάνω από μισό αιώνα αποτελεί ένα είδος «ηθικής συνείδησης» της Γερμανίας, καθώς με το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και τις δημόσιες παρεμβάσεις του προσπάθησε να εμποδίσει τον εφησυχασμό των συμπατριωτών του, που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήθελαν να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, ξεχνώντας τα ναζιστικά εγκλήματα.

«Έφυγε» ο νομπελίστας συγγραφέας Günter Grass, η «ηθική συνείδηση» της Γερμανίας - Günter Grass ist tot Günter Grass poem on Hellas and austerity, [English translation with Günter's Voice]


Günter Grass ist tot
Günter Grass, Nobel-winning German novelist, dies aged 87

Europa and bull on a Greek vase. Tarquinia Museum, circa 480 BCE

Μια επιστολή και ένα ποίημα 

Εκείνη στο χείλος του γκρεμού, καθότι ανάρμοστη στις αγορές... 
Κι εσύ, απόμακρη απ’ τη χώρα που σου δάνεισε το λίκνο . 
Ό,τι με την ψυχή αναζητούσες και το βρήκες, 
τ΄ απαξιώνεις τώρα σαν σκουπίδι. 
Στιγματισμένη, σαν ένας σκέτος οφειλέτης, 
υποφέρει η χώρα εκείνη που συχνά φρόντιζες να λες πως της χρωστάς ευγνωμοσύνη. 
Στη φτώχεια καταδικασμένη μια χώρα που ο πλούτος της 
λαμπρά τα μουσεία σου κοσμεί - μια λεία που την περιφρουρείς. 
Οι ένστολοι, που με τη βία των όπλων σάρωσαν την με νησιά ευλογημένη χώρα, 
είχαν και τον Χέλντερλιν στο γυλιό τους. 
Καμιά ανοχή δεν δείχνεις πια σε μια χώρα 
που Συνταγματάρχες της ανεχόσουν κάποτε για συμμάχους 
Μια χώρα χωρίς δικαιώματα, που του ισχυρού το δίκαιο 
όλο και πιο πολύ της σφίγγει το ζωνάρι. 
Αψηφώντας σε, μαυροφορεί η Αντιγόνη 
και πενθεί ο λαός που σε φιλοξένησε. 
Έξω όμως απ΄τη χώρα, μιμητές του Κροίσου έχουν μαζέψει , 
ό,τι σαν χρυσός λάμπει, στα θησαυροφυλάκιά σου. 
«Πιες το, επιτέλους, πιες το!», κραυγάζουν οι κόλακες των Επιτρόπων, 
μα ο Σωκράτης με οργή γεμάτο το ποτήρι σού επιστρέφει. 
Κατάρες σε ό,τι σου ανήκει, εν χορώ θε να ρίξουν οι Θεοί, 
που τον Όλυμπο ζητάς να τους στερήσεις. 
Πνευματικά θα ζαρώσεις δίχως τη χώρα 
που το δικό της πνεύμα εσένα, Ευρώπη, επινόησε.

Europas Schande
Ein Gedicht von Günter Grass


Dem Chaos nah, weil dem Markt nicht gerecht,
bist fern Du dem Land, das die Wiege Dir lieh.
Was mit der Seele gesucht, gefunden Dir galt,
wird abgetan nun, unter Schrottwert taxiert.
Als Schuldner nackt an den Pranger gestellt, leidet ein Land,
dem Dank zu schulden Dir Redensart war.
Zur Armut verurteiltes Land, dessen Reichtum
gepflegt Museen schmückt: von Dir gehütete Beute.
Die mit der Waffen Gewalt das inselgesegnete Land
heimgesucht, trugen zur Uniform Hölderlin im Tornister.
Kaum noch geduldetes Land, dessen Obristen von Dir
einst als Bündnispartner geduldet wurden.
Rechtloses Land, dem der Rechthaber Macht
den Gürtel enger und enger schnallt.
Dir trotzend trägt Antigone Schwarz und landesweit
kleidet Trauer das Volk, dessen Gast Du gewesen.
Außer Landes jedoch hat dem Krösus verwandtes Gefolge
alles, was gülden glänzt gehortet in Deinen Tresoren.
Sauf endlich, sauf! schreien der Kommissare Claqueure,
doch zornig gibt Sokrates Dir den Becher randvoll zurück.
Verfluchen im Chor, was eigen Dir ist, werden die Götter,
deren Olymp zu enteignen Dein Wille verlangt.
Geistlos verkümmern wirst Du ohne das Land,
dessen Geist Dich, Europa, erdachte.

Europe’s shame
Günter Grass poem on Greece and austerity


Close to chaos, because the market is not just,
you’re far away from the country which was your cradle.
What was searched and found with one’s soul,
is now considered to be as worthless as scrap metal.
As a debtor put naked on the pillory, a ,
about which you used to say you were grateful, suffers.
Poverty doomed country whose maintained wealth
adorns museums of the loot you kept.
Those [World War II German nazi occupation soldiers] who hit the country,
blessed with islands
with the force of arms wore both uniforms and [books of German poet, inspired by ancient Greek poetry] Hölderlin in their knapsacks.
Barely tolerated country whose colonels were once tolerated by you as an alliance partner.
Country which lost its rights,
whose belt is tightened and tightened again by the cocksurely powerful.
Antigone defying you wearing black and all over the country,
the people whose guest you have been wear mourning clothes.
However, outside the country, the Croesus resembling followers
have hoarded all what glitters like gold in your vaults.
Booze at last, drink! [European] Commissioners’ cheerleaders shout.
However, Socrates gives you back the [hemlock poison] cup full to the brim.
Curse you as a chorus, which is characteristic of you, will the gods, whose Mount Olympus you want to steal
You’ll waste away mindlessly without the country, whose mind invented you, Europe.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Ναζὶμ Χικμέτ - Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων : Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους / πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.

Le Concert
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.


Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,
ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·
μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε
στὴν πολυαγαπημένη μου,
ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια
μ᾿ ἀπατήσανε.


Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ
καὶ νὰ γευτῶ
ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω
καὶ νὰ νιώσω
τίποτα, τίποτα
δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο τὰ τραγούδια...


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Θάνος Ανεστόπουλος — Απουσία. Καθώς με βλέπω αΰπνωτο / Σπίτι έρημο / Και πρωινό θολό / Σαν χώρα μοιάζω

Absence
Βουρκωμένη έρημη νύχτα
Πνίγει τις φωνές μέσα μου, τις φωνές απ’ τον πεζόδρομο
Τη βοή απ’ τα καθισμένα παιδιά στο πλακόστρωτο
που σιγά σιγά όσο περνάει η ώρα και πάει να ξημερώσει,
εξασθενεί.
Τα στόρια απ’ τα δυο μου παράθυρα
-καπάκια από φέρετρα -κηδεία της νύχτας
Το κλείσιμό τους -αρραβώνας με τη μέρα
Το δάκρυ ενός παιδιού πάνω απ’ την κιθάρα του
η τελευταία ανάμνηση.
Το τελευταίο χτύπημα.
Έτσι είναι οι νύχτες μου από δω και πέρα.
Μοιρασμένες σε κενοτάφια που δημιούργησε η απουσία.
Βυθισμένες σε πονεμένα σπλάχνα.
Βροχή από αλάτι
Και ένα βουνό από σπασμένα σώματα να βαραίνει
την προσπάθεια για ύπνο λευκό.
Τώρα είμαι ξυπόλητος γυμνός πάνω από τα μαχαίρια
κάτω απ’ τις μυλόπετρες
του μελανιού.
Μόνος με τα χέρια μου γεμάτα με πετράδια
απ’ τα μαλλιά της.
Καθώς με νιώθω ακίνητο
στη μέση του στενού αυτού δωματίου
Η μοναξιά τυλίγει αυτό που άγγιξα με τα μάτια.
Αυτήν την χαίτη, της βουρκωμένης έρημης νύχτας.
Καθώς με βλέπω αΰπνωτο
Σπίτι έρημο
Και πρωινό θολό
Σαν χώρα μοιάζω

Ανάλυση


Ο Θάνος Ανεστόπουλος αποτυπώνει με ιδιαίτερη ενάργεια την οδυνηρή συναισθηματική πραγματικότητα που προκαλείται από την απουσία της αγαπημένης γυναίκας. 
Ό,τι αποτελούσε στο παρελθόν πηγή ευχαρίστησης και ευδαιμονίας δεν υπάρχει πια∙ ό,τι απομένει είναι μια πικρή αίσθηση κενότητας που υπονομεύει και την ελάχιστη ακόμη πιθανότητα να δοθεί στο ποιητικό υποκείμενο το προνόμιο της ψυχικής γαλήνης.

Βουρκωμένη έρημη νύχτα
Πνίγει τις φωνές μέσα μου, τις φωνές απ’ τον πεζόδρομο
Τη βοή απ’ τα καθισμένα παιδιά στο πλακόστρωτο
που σιγά σιγά όσο περνάει η ώρα και πάει να ξημερώσει,
εξασθενεί.

Η νύχτα, βουρκωμένη κι έρημη -όπως ακριβώς κι ο ίδιος ο ποιητής-, εντείνει την απομόνωσή του, καθιστώντας αδύνατη την όποια πραγματική επαφή τόσο με τον εξωτερικό κόσμο όσο και με τον εαυτό του. Οι φωνές των παιδιών που βρίσκονται στον πεζόδρομο κάτω απ’ το σπίτι του, φτάνουν σ’ αυτόν υπόκωφες, πνιγμένες απ’ τη θλίψη του∙ μοιάζουν περισσότερο με μια ακατάληπτη βοή, που με τη νεανική ζωντάνια που τη διακρίνει έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στασιμότητα και την επώδυνη ψυχική αδράνεια του ποιητικού υποκειμένου.


Ο ποιητής παραμένει εγκλωβισμένος στον πόνο του, χωρίς να μπορεί μήτε να βρει ειρμό και νόημα στις δικές του σκέψεις, μα μήτε και να αφεθεί στους περισπασμούς της ζωής που συνεχίζει γύρω του την αδιάκοπη πορεία της. Τα εξωτερικά ερεθίσματα φτάνουν σ’ αυτόν ολοένα και πιο εξασθενημένα, καθώς η νύχτα δίνει τη θέση της στη μέρα που έρχεται.

Τα στόρια απ’ τα δυο μου παράθυρα
-καπάκια από φέρετρα -κηδεία της νύχτας
Το κλείσιμό τους -αρραβώνας με τη μέρα
Το δάκρυ ενός παιδιού πάνω απ’ την κιθάρα του
η τελευταία ανάμνηση.
Το τελευταίο χτύπημα.

Η αποχώρηση της νύχτας, που τον αφήνει άυπνο και καταπονημένο, επισφραγίζεται απ’ τον ποιητή με το να κλείσει τα στόρια των παραθύρων του. 
Μια απλή κίνηση που του δημιουργεί εντούτοις δυσοίωνους συνειρμούς, μιας και τα κλεισμένα στόρια μοιάζουν με καπάκια από φέρετρα, σαν να έγινε μόλις η κηδεία μιας άγονης νύχτας∙ μιας νύχτας που ό,τι είχε να του προσφέρει ήταν ένας παρατεταμένος μηρυκασμός του πόνου και της οδύνης του. 
Συνάμα, ωστόσο, το κλείσιμό τους δημιουργεί και μιαν ακόμη υποδήλωση με θετικότερη χροιά, καθώς είναι σαν να επισφραγίζεται ο αρραβώνας με την καινούρια ημέρα, που θα μπορούσε ίσως να φέρει κάτι καλύτερο απ’ το γιόρτασμα της θλίψης που συνόδευε τη νύχτα που πέρασε.

Η τελευταία εικόνα, πάντως, της νύχτας λειτουργεί σαν μια ισχυρή υπόμνηση του πόσο ευάλωτοι και αδύναμοι είναι οι άνθρωποι απέναντι στον πόνο∙ ένα παιδί που δακρύζει πάνω απ’ την κιθάρα του, έρχεται να καθρεφτίσει τη συναισθηματική κατάσταση του ίδιου του ποιητή, που αισθάνεται ακριβώς έτσι, σαν ένα θλιμμένο παιδί αντιμέτωπο με τις πρώτες πληγές του έρωτα.

Έτσι είναι οι νύχτες μου από δω και πέρα.
Μοιρασμένες σε κενοτάφια που δημιούργησε η απουσία.
Βυθισμένες σε πονεμένα σπλάχνα.
Βροχή από αλάτι
Και ένα βουνό από σπασμένα σώματα να βαραίνει
την προσπάθεια για ύπνο λευκό.

Έτσι είναι πλέον οι νύχτες του ποιητή∙ 
άυπνες κι αφιερωμένες σ’ όλες εκείνες τις μνήμες που απέμειναν χωρίς υπόσταση, εφόσον «εκείνη» δεν είναι πια κοντά του για να προσφέρει με την παρουσία της πνοή στην κοινή τους πορεία. Κάθε σκέψη και κάθε...

.................
η συνέχεια εδώ: latistor