Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης — ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ XXIII
«Σίγουρα θα πρέπει να 'ταν μια σταγόνα καθαρού νερού
στην παιδική του ηλικία ο ήλιος.»

Удивительные картины Леонида Афремова
Леонид Афремов afremov.com
XXIII
Σίγουρα θα πρέπει να 'ταν μια σταγόνα καθαρού νερού στην παιδικήτου ηλικία ο ήλιος. Από κει ο τρόπος που λάμπει στα ματοτσίνορα·και το δροσό που κρατά στους τοίχους με τις αγιογραφίες, Ιούλιο μή-να, το καταμεσήμερο.
Αφήνω τη διαφάνεια. Που έτσι και το φέρει η τύχη ν' αγαπήσεις μιακοπέλα, βλέπεις μέσα της: όπως στα ποιήματα.
Εάν υπάρχει ένας τρόπος να πεθάνεις χωρίς ν' αφανίζεσαι - είναιαυτός: μία διαφάνεια όπου τα ύστατα συστατικά σου -δρόσος, φω-τιά- όντας ορατά για όλους, έτσι κι αλλιώς, θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία. Ένας ύμνος στην Αγάπη και την Άνοιξη

Garden Lovers

Κωνσταντίνος Μάντης: Γιάννης Ρίτσος «Εαρινή Συμφωνία» XVI-XVII (ανάλυση)
--------------

Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Η «Εαρινή συμφωνία» είναι η πρώτη εκτενής ποιητική συλλογή τού Γιάννη Ρίτσου με βασικό θεματικό μοτίβο την ερωτική αγάπη. Γράφτηκε το 1938 και, όπως δηλώνεται από τον τίτλο («Εαρινή συμφωνία»), ανήκει στην άνοιξη και τη μουσική.
Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση της φιλολόγου Χρύσας Προκοπάκη («Yannis Ritsos», Paris1968, σ. 16) ότι όλοι σχεδόν οι τίτλοι των ποιημάτων τού Ρίτσου αυτής τής περιόδου είναι δανεισμένοι από τη μουσική («Το τραγούδι της αδελφής μου», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» κ.ά.).Ο ποιητής, την άνοιξη του 1938, βρισκόταν ακόμη στο Σανατόριο της Πάρνηθας· κι εκεί, ερχόμενος μάλιστα σε καθημερινή επαφή με την ανοιξιάτικη φύση, προαισθάνθηκε τον ερχομό τής προδιαγεγραμμένης από τη Μοίρα γυναίκας…
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής…
Κ’ ήρθες εσύ.

«…Το σώμα του φυματικού αναπαύεται σε μια “λευκή χιονισμένη κορυφή”. Το πνεύμα του απολαμβάνει το απόλυτο που έχει εισβάλει στη ζωή του: τον τέλειο έρωτα, την ιδανική γυναίκα, τη λύτρωση από τον πόνο. Αυτή είναι η ύλη της “Εαρινής συμφωνίας”, ποιήματος ενός ζεύγους θνητών», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης («Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος», Αθήνα 1981, σ. 88).

Η άνοιξη, με την ουσιαστική αλλά και με την μεταφορική σημασία τής λέξης, εμφανίζεται ήδη από τους πρώτους στίχους τού έργου:

Έτσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω
κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες
των χαδιών σου
και θα ραμφίσω
το πάμφωτο τζάμι του έαρος…

Το ίδιο και η αγάπη…. Η δυνατή, η απέραντη, η ολόφωτη αγάπη που υμνείται από τον Ρίτσο με μιαν ιδιαίτερη ευαισθησία, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία στροφή τού έργου. Ο ποιητής προαισθάνεται το πλησίασμα της μοιραίας γυναίκας, τον ερχομό τής μεγάλης αγάπης, και παρακαλεί να παραταθεί το μαγικό διάστημα της αναμονής, για να βιώσει αυτές τις «υπερπληρωμένες ώρες» όσο γίνεται περισσότερο…. Η ηδονή τής αναμονής στην πιο εξαίσια έκφρασή της:

Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθειές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ’ άνθος της νύχτας…
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;

Κι αυτή η Αγαπημένη συνδέεται άμεσα με την ομορφιά τής φύσης, κατά τη διάρκεια τής άνοιξης…

Βηματίζεις
μέσα στα σκονισμένα δώματά μου
μ’ ένα πλατύ ανοιξιάτικο φόρεμα
που ευωδιάζει πράσινα φύλλα
φρεσκοπλυμένο ουρανό
και φτερά γλάρων
πάνω από θάλασσα πρωϊνή.
Μέσα στο βλέμμα σου ηχούν
κάτι μικρές φυσαρμόνικες
από κείνες που παίζουν
τα πολύ εύθυμα παιδιά
στις εαρινές εξοχές.

Η αγάπη, που ο Ρίτσος υμνεί στην «Εαρινή συμφωνία» του, είναι παντοδύναμη, αφού καταφέρνει μ’ έναν τρόπο κυριολεκτικά μαγικό να εξαλείψει το μελαγχολικό ημίφως τού ανούσιου παρελθόντος, να αναδημιουργήσει τον χρόνο, να ζωντανέψει την δίχως νόημα ανθρώπινη ύπαρξη…

Ξεκρέμασε και πέταξε
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
τις μελαγχολικές κορνίζες.
Εσύ μου ’φερες
τον καινούργιο καιρό
το φως της αυγής
και το αίμα μου.

Όπως ο κάθε ερωτευμένος άντρας λαχταρά να συνδέσει τη γυναίκα που αγαπά με το δικό του παρελθόν, έτσι και ο ιδανικός εραστής τής «Εαρινής συμφωνίας» οδηγεί την αγαπημένη του στην γενέτειρά του, και την εγκαθιστά στο έρημο πια πατρικό του σπίτι…

Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα
που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα
των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς
να φορέσουμε στα δάχτυλα
τις παπαρούνες και τον ήλιο
και την καινούργια χλόη.
Στα μάτια σου δε λιμνάζει
μήτ’ ένας κόκκος ίσκιου.
Να ο ήλιος που τρέχει
μέσα στα δάση.
Δεν έχουμε αργήσει.

Στις παιδικές αναμνήσεις τού ερωτευμένου άντρα, κυριαρχεί η μορφή τού Χριστού…

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών…
Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια
και βλέποντας τη θάλασσα
θα ξαναπούμε
την παιδική μας δέηση
μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.
Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα
των παιδικών εκκλησιών
θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ
πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.

Το έργο απ’ αρχής μέχρι τέλους αποπνέει μιαν άφατη τρυφερότητα και – συγχρόνως – ένα ερωτικό πάθος παράφορο κι ορμητικό…

O λόγος τού Ρίτσου κυλάει σαν το καθάριο νερό μιας αστείρευτης πηγής· τα γράμματα, οι συλλαβές, οι λέξεις, οι στίχοι και οι στροφές μοιάζουν με νότες μαγικές που συνθέτουν μεθυστικές μελωδίες…

Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει
φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι.
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ’χε λείψει
για να χαρώ και να νοήσω
το μεγαλείο σου.

Στην «Εαρινή συμφωνία», η ιδανική ερωτική αγάπη, συνδεόμενη άμεσα με το θρησκευτικό αίσθημα, με τον ίδιο τον Θεό, προσλαμβάνει αναμφισβήτητα τη μορφή της αγιότητας…

Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο
να μην ισκιώνει το φως
που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη
απ’ τη σιωπή
γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο
και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.

Η ευδαιμονία των δύο εραστών τής «Εαρινής συμφωνίας» είναι ιερή και – ταυτόχρονα – αράγιστη κι αδιασάλευτη· το νεαρό ζευγάρι ζει «μές στην πλήρη στιγμή, μές στην αιωνιότητα». Hic et nunc! Εδώ και τώρα!

Ένας γόος ευτυχίας
ανεβαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης
απ’ τα σπήλαια του δάσους
μές στην έκθαμβη νύχτα
διαπερνάει το χρόνο
και το διάστημα.
Μέσα του σφαδάζει
όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.

Με την απαράμιλλη ποιητική δεξιοτεχνία του, ο Ρίτσος εξαίρει το μεγαλείο τής αγάπης, αναλογιζόμενος συχνά και το μελαγχολικό εκείνο διάστημα της ζωής του, τότε που η αγάπη δεν είχε ακόμη κατακλύσει την άδεια ψυχή του…

Αγάπη Αγάπη
δε μου ’χες φέρει εμένα
μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω…

Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε πού είσαι ω Αγάπη.
Μα εγώ δεν είχα τι ν’ αποκριθώ
κ’ έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.
Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν’ απολογηθώ…

Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να ’ρθεις Αγάπη…
Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.
Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ’ αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
είταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.

Ο ποιητής τής «Εαρινής συμφωνίας» είναι «ένα παιδί που κοιμήθηκε είκοσι οκτώ Απριλίους για να ξυπνήσει στα χέρια τής γυναίκας» που του είχε προορίσει η Μοίρα…

Πώς θα πληρώσεις τώρα
ένα θάνατο που ενταφιάστηκε
κάτω απ’ τη θωπεία σου;
ένα παιδί που κοιμήθηκε
εικοσιοκτώ Απριλίους
για να ξυπνήσει στα χέρια σου;

Κι όταν η Αγάπη φθάνει πια και κατακλύζει ολάκερη την ύπαρξή του, ο ποιητής παραληρώντας από άμετρη ευτυχία γράφει…

Σφίγγω το χέρι σου.
Τι μου λείπει
για να μισήσω τη ζωή;…
Ζεστή χρυσή μεσημβρία.
Σταθμός του Απείρου
- η καρδιά μας…
Απλώνουμε τα χέρια
στον ήλιο
και τραγουδάμε.
Το φως κελαϊδάει
στις φλέβες του χόρτου
και της πέτρας…
Πώς αγαπούμε
τα ερωτικά κορμιά μας…
Αγαπούμε
τον ουρανό και τη γη
τους ανθρώπους και τα ζώα
τα ερπετά και τα έντομα.
Είμαστε κ’ εμείς
όλα μαζί
κι ο ουρανός κ’ η γη.

Τώρα πια ο ποιητής ψάλλει το επικό μεγαλείο του απόλυτου έρωτα, την ακυβέρνητη ορμή του παράφορου και παντοδύναμου ερωτικού πάθους.

Το κορμί μας περήφανο
απ’ της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο
απ’ την ορμή της αγάπης.
Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.
Άξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.

Ο ποιητής τής «Εαρινής συμφωνίας» νοσταλγεί τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, δίπλα στην αγαπημένη του· γλυκό καταφύγιο, η ζεστή αγκαλιά της · κι εκεί ξαναβρίσκει τη χαμένη του μητέρα.

Αγάπη εσύ μου ξανάφερες
τ’ άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγανό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται
για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό
που είταν δικό μου κ’ έμενε σαν ξένο
και μ’ είχε λησμονήσει
ξανάρχεται στα χέρια σου
να ζεσταθεί
να ξαναζήσει
και να σε φιλήσει.

Όμως, ο «αποχαιρετισμός πλησιάζει», αφού κάθε ανθρώπινο γεγονός εμπεριέχει τη φθορά και τελικά την καταστροφή του. Κι αυτός που απομακρύνεται είναι ο άντρας…

Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.

Η θεϊκή ευδαιμονία των δύο ερωτευμένων δεν κράτησε παρά ελάχιστους μήνες· άνθισε με την άνοιξη, και μαράθηκε στο τέλος του φθινοπώρου…

Μας άγγιξε ψυχρό
το φθινοπωρινό λυκόφως…
Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή
ρυτιδώνει χαμηλά
τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν
αποχαιρετισμών μαντήλια…

Η θνητή αγαπημένη βουλιάζει σιγά – σιγά στην εξαθλίωση, χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς καν να μιλά, ενώ αντίθετα ο ποιητής φλέγεται από έναν πυρετό ζωντάνιας και δημιουργίας…

Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ’ τη λύπη σου
φως κ’ αίμα
τραγούδι και σιωπή…
Ανοίχτε τα παράθυρα…
Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.

Ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 88 – 89) αναφέρει πως «Ο έρωτας που ο Ρίτσος υμνεί στην Εαρινή συμφωνία δεν είναι φαινόμενο κοινωνικό, αλλά θεμελιακό ένστικτο. Είναι μια ειμαρμένη που οδηγεί στην αποθέωση (Δάντης – Βεατρίκη) ή στο θάνατο (Ρωμαίος – Ιουλιέτα). Υπό αυτές τις συνθήκες, το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας…».

Πιστεύω πως όλοι προσυπογράφουμε την άποψη του Π. Πρεβελάκη ότι «το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας». Προσωπικά θα πρόσθετα πως το ποίημα είναι ταυτόχρονα και πρόκληση μεθυστικής ευφορίας για όλους μας…

Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.
Σου ανήκω.
Η ζωή μού ανήκει.

Στ’ αλήθεια, ποιος από μας δεν νοιώθει την ευφορία και την ανάταση της ψυχής του απ’ αυτό και μόνο το τρίστιχο της «Εαρινής συμφωνίας», στο οποίο ο Ρίτσος με ελάχιστες λέξεις συνοψίζει το βαθύτερο νόημα της ιδανικής ερωτικής αγάπης;

* Η κ. Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια

palmografos

Γιάννης Ρίτσος — Οι τάφοι των προγόνων μας

Graveyard in Moonlight



Έπρεπε να φυλάμε τους νεκρούς μας και τη δύναμή τους μήπως
   καμμιάν ώρα
οι αντίπαλοί μας τους ξεθάψουν και τους πάρουν μαζί τους. Και,
   τότε,
χωρίς τη δική τους προστασία, διπλά θα κινδυνεύαμε. Πώς πια
   θα ζούσαμε
χωρίς τα σπίτια, τα έπιπλά μας, τα χωράφια μας, χωρίς,
   προπάντων,
τους τάφους των προγόνων μας, πολεμιστών ή σοφών; Ας
   θυμηθούμε
πώς οι Σπαρτιάτες κλέψανε τα οστά του Ορέστη απ’ την Τεγέα.
   Θά ’πρεπε
ποτέ οι εχθροί μας να μην ξέρουν πού τους έχουμε θαμμένους.
   Όμως,
πώς θα μπορούσαμε ποτέ να ξέρουμε ποιοί ’ναι οι εχθροί μας
ή πότε κι από πού θα εμφανιστούν; Όχι, λοιπόν, μεγαλόπρεπα
   μνήματα,
όχι φανταχτερά στολίδια – αυτά κινούν την προσοχή και το φθόνο.
   Οι νεκροί μας
δεν τά ’χουν διόλου ανάγκη, – ολιγαρκείς, σεμνοί κι αμίλητοι
   τώρα,
αδιαφορούν για το υδρομέλι, τ’ αναθήματα, τις μάταιες δόξες.
   Κάλλιο
μιά σκέτη πέτρα και μιά γλάστρα γεράνια, μυστικό σημάδι,
ή και καθόλου. Σαν πιο σίγουρο, ναν τους κρατούμε εντός μας,
   αν μπορούμε,
κι ακόμη πιο καλά μήτε κι εμείς να μη γνωρίζουμε πού κείνται.
Έτσι που γίνανε τα πράγματα στα χρόνια μας –ποιός ξέρει–
μπορεί κι οι ίδιοι εμείς ναν τους ξεθάβαμε, ναν τους πετούσαμε
   μια μέρα.

              

Λέρος 20.ΙΙΙ.68

Από την ποιητική συλλογή: «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1972).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 39.


Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Alfred Tennyson — Η Δεσποσύνη του Σαλότ - The Lady of Shalott

Ο μύθος του βασιλιά Αρθούρου στους Προραφαηλίτες ζωγράφους
The Lady of Shalott William Maw Egley (1858) Sheffield City Art Galleries

Μέρος Ι


Στου ποταμού κάθε πλευρά
απλώνονται αγροί με σιτηρά,
που ντύνουνε τον κάμπο ως τον ορίζοντα
κι ο δρόμος μέσ’ απ’ τον αγρό τραβά
για το πολύπυργο το Καμελότ
κι ο κόσμος πάνω-κάτω τριγυρνά,
τα κρίνα που ανθίζουνε κοιτά
γύρω από μια νήσο, κάτω εκειδά,
τη νήσο του Σαλότ.

Ιτιές λευκαίνουν, λεύκες φρικιούν,
αύρες ανάλαφρες σκιάζουν και ριγούν
μέσ’ από τον αέναο τον ρουν
του ποταμού που τα νερά του αργοκυλούν
πλάι στο νησί κατά το Καμελότ.
Τέσσερις τοίχοι σκυθρωποί, τέσσερις πύργοι σκυθρωποί,
δεσπόζουν σε μια περιοχή λουλουδιαστή,
και το πνιγμένο στη σιωπή νησί
έχει αγκαλιά τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Στην ακροποταμιά, με πέπλο τις ιτιές,
σέρνουν τις φορτηγίδες που γλιστρούν βαριές
άλογα αργοκίνητα – κι οι φελούκες ταπεινές
με τις φτερούγες τις μεταξωτές
ξαφρίζουν το νερό, γοργοπετούν κατά το Καμελότ:
Μα ποιός την είδε χέρι να κινεί;
Ή στο παράθυρο στητή;
Ή μήπως είν’ γνωστή σ’ όλη την περιοχή,
η Δεσποσύνη του Σαλότ;

Μονάχα κάτι θεριστές οπού θερίζουνε σκυφτοί
μες στον αθέρα των σταχυών απ’ την αυγή,
ακούν ένα τραγούδι που χαρούμενα αντηχεί
από του ποταμού τη φιδωτή ροή
κατά το πυργωμένο Καμελότ:
Και με το φεγγαρόφωτο, αποκαμωμένος πια
να υψώνει θυμωνιές σε αιθέρια υψίπεδα,
ακούει ο θεριστής, και λέει ψιθυριστά:
«Είν’ η νεράιδα, η Δεσποσύνη του Σαλότ.»


Μέρος ΙΙ
Να την που υφαίνει νύχτα-μέρα με τον αργαλειό
με χαρωπά χρώματα δίχτυ μαγικό.
Μια μέρα ακούει μήνυμα ψιθυριστό,
κατάρα, λέει, την ακολουθεί αν μείνει εδώ
να βλέπει από ψηλά το Καμελότ.
Ποιά να ‘ναι η κατάρα, δε γνωρίζει,
κι έτσι το πλέξιμό της συνεχίζει.
Άλλο δεν έχει να φροντίζει
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κι απ’ τον καθρέφτη που σ’ αυτήν μπροστά
κρέμεται όλη τη χρονιά, με μία δρασκελιά
του κόσμου βγαίνουν τα φαντάσματα.
Βλέπει εκεί μπροστά τη δημοσιά
που φιδοσέρνεται κατά το Καμελότ:
Εκεί, του ποταμού οι δίνες στροβιλίζονται.
Εκεί οι κακότροποι χωριάτες συνωστίζονται,
κι εκεί οι άλικες φούστες των πωλητριών λικνίζονται,
όπως περνούν μπροστά από το Σαλότ.

Καμιά φορά ένα σμάρι δεσποινάρια όλο ξενιασιά,
ένας ηγούμενος μ’ ανάλαφρη περπατησιά,
καμιά φορά ένα βοσκόπουλο μ’ ολόσγουρα μαλλιά,
ή μακρυμάλλης γόνος ευγενών με ρούχα βυσσινιά,
τραβούν κατά το πυργωμένο Καμελότ.
Και μερικές φορές μέσ’ από τον καθρέφτη τον γλαυκό
οι ιππότες φτάνουν έφιπποι δυο-δυο:
Δεν έχει εκείν’ ιππότη αφοσιωμένο, αληθινό,
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μ’ ακόμη μες το δίχτυ της είναι σαγηνεμένη
τα καθρεφτίσματα τα μαγικά να υφαίνει,
γιατί συχνά στης νύχτας τη σιωπή συνέβη να διαβαίνει
μια νεκρική πομπή, με φώτα και λοφία στολισμένη
και να τραβά με μουσικές κατά το Καμελότ.
Ή πάλι, όταν το φεγγάρι ήταν ψηλά,
κι ήρθαν δυο νιοί και νιόπαντροι εραστές σιμά –
είπε «δεν τα μπορώ πια τα φαντάσματα»
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μέρος ΙΙΙ

Απ’ τη μαρκίζα του μπουντουάρ της σα σαϊτα,
ήρθε καβάλα εκείνος μέσ’ απ’ τα δεμάτια,
ο ήλιος εκθαμβωτικός ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα,
ήρθε και φλόγισε την μπρούτζινη περικνημίδα
του θαρραλέου Σερ Λανσελότ,
ιππότη με τον κόκκινο σταυρό γονατιστού
για πάντα μπρος σε μια Κυρά με την ασπίδα του,
που άστραφτε καταμεσής του κίτρινου αγρού
πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.

Αστράψανε τα στολισμένα χαλινάρια,
όπως εκείνα τα γιομάτα άστρα κλωνάρια
που βλέπουμε κρεμάμενα στο χρυσαφένιο Γαλαξία.
Σήμαναν στα ηνία κουδουνάκια όλο ευθυμία
έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Κι απ’ τον οικόσημα γεμάτον τελαμώνα
κρεμόταν ασημένια σάλπιγγα που έβγαζε κορώνα.
Κάλπαζε κι ηχούσε η πανοπλία σαν καμπάνα,
πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.

Η μέρα καταγάλανη, διόλου συννεφιασμένη,
η σέλα έλαμπε πετράδια φορτωμένη,
η περικεφαλαία με το φτερό πυρακτωμένη
σαν φλόγα στα ουράνια υψωμένη,
έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Όπως συχνά μες στην πορφύρα της νυκτός
κάτω από δέσμη αστεριών λαμπρός
μετεωρίτης με αγανό, αφήνοντας ουρά από φως,
κινείται πάνω απ’ το γαλήνιο Σαλότ.

Το πλατύ καθάριο μέτωπό του στη λιακάδα γυάλιζε –
πάνω σε οπλές στιλπνές το άτι του βημάτιζε,
κάτ’ απ’ το κράνος του ένας χείμαρρος ξεχείλιζε:
οι κατάμαυροι βόστρυχοί του όπως κάλπαζε,
όπως κάλπαζε κατά το Καμελότ.
Από την όχθη κι απ’ τον ποταμό
αντανακλούσε μες στο κρυσταλλένιο κάτοπτρο,
«Τραλά λαρά», πλάι στον ποταμό
τραγούδαγ’ ο Σερ Λάνσελοτ.

Παράτησε το δίχτυ, παρατά τον αργαλειό,
έκανε τρία βήματα μες στο δωμάτιο,
είδε το που άνθιζε το νούφαρο,
είδε την περικεφαλαία με το φτερό,
κοίταξε κάτωθι το Καμελότ.
Το δίχτυ ανέμισε διάπλατα στον αγέρα –
ράγισε ο καθρέφτης πέρα ως πέρα –
βγάζει κραυγή «Έπεσε πάνω μου η κατάρα»
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μέρος ΙV

Του λεβάντε η μάνητα που σύριζε,
τα χλωμά κίτρινα δέντρα λύγιζε.
Το φαρδύ ρέμα στις όχθες του κλαυθμήριζε,
μολύβι ο ουρανός χείμαρρους άδειαζε
πάνω στο πυργωμένο Καμελότ.
Κατέβηκε, βρήκε μια βάρκα λικνιστή,
κάτω από μιαν ιτιά να ‘χει αφεθεί,
και στην πλώρη γύρω γράφει τούτη τη γραφή:
Η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κάτω στου ποταμού τη σκοτεινή έκταση
σαν κάποιο θαρραλέο μάντη σ’ έκσταση,
που βλέπει τη δική του οικτρή κατάσταση –
παγερή, ανέκφραστη
κοίταξε το Κάμελοτ.
Και στης μέρας το τελείωμα
έλυσε το σχοινί, και ξάπλωσε κατάχαμα.
Την πήρε το μεγάλο ρέμα πέρα μακριά,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κείτονταν, ντυμένη το λευκό χιονάτο φόρεμά της
που ανέμιζε ανάλαφρα δεξιά κι αριστερά της.
Πέφταν’ απαλά τα φύλλα πάνωθέ της.
Καταμεσής της τύρβης της νυχτιάτικης
έπλεε προς το Καμελότ.
Κι όπως έσχιζε η πλώρη τα νερά με ελιγμούς
ανάμεσα από λόφους με ιτιές κι αγρούς,
το τελευταίο να τραγουδά τραγούδι της ν’ ακούς,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μια θρηνωδία άκουσε να άδεται σεπτά,
τη μια στεντόρεια, την άλλη σιγανά,
ωσότου πάγωσε το αίμα της σιγά-σιγά,
σκοτείνιασαν τα μάτια της τελειωτικά,
στραμμένα προς το Καμελότ.
Γιατί προτού τη φέρει η φουσκονεριά
σιμά στο πρώτο σπιτικό στην ακροποταμιά,
με το τραγούδι της στα χείλη ξεψυχά
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κάτω απ’ τον πύργο και το μπαλκόνι,
ξυστά στον τοίχο που κήπους ζώνει,
μορφή που αχνολάμπει, εκείνη αργοκυλά,
με του θανάτου τη χλομάδα και κάστρα γύρω της ψηλά,
σιωπηλά κατά το Καμελότ.
Ήρθαν στην όχθη η αρχόντισσα κι ο κύριός της,
ο απλός χωριάτης κι ο ιππότης,
και στην πλώρη διάβασαν τ’ όνομα το δικό της,
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Ποιά είν’ αυτή; και τι συμβαίνει εδώ;
Κι ευθύς στο κοντινό παλάτι το κατάφωτο
χαλάει το γλέντι το βασιλικό –
και φοβισμένοι κάνουν το σταυρό,
οι ιππότες όλοι τους στο Καμελότ:
Μ’ ανοίγει λίγο δρόμο ο Λανσελότ,
και λέει, «ωραία θωριά –
ελεήμων ο Θεός της χάρισε ομορφιά,
της Δεσποσύνης του Σαλότ».

Πηγή: Alfred Tennyson (2003:37-49) 12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Διώνη, Αθήνα – σε μετάφραση Παντελή Ανδρικόπουλου
Enjoying "The Lady of Shalott" by Alfred Tennyson


Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ ( The Lady of Shallot) του Τέννυσον στα έργα των Προραφαηλιτών ζωγράφων

Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ (The Lady of Shallot) είναι μία μπαλάντα της Βικτωριανής αγγλικής εποχής που συνέθεσε ο Άγγλος ποιητής Άλφρεντ Τέννυσον (1809-1892). Η ιστορία του ποιήματος, όπως και άλλα ποιήματα του Τέννυσον (π.χ. «ο Σερ Λάνσελοτ και η Βασίλισσα Γκουινέβερ», «Γκάλαχαντ» κ. ά.), βασίζεται στους αγγλικούς μεσαιωνικούς μύθους για το βασιλιά Αρθούρο που ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στους Άγγλους ρομαντικούς καλλιτέχνες του 19ου αιώνα.
Ο Τέννυσον έγραψε δύο παραλλαγές της μπαλάντας Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ ( The Lady of Shallot), το 1833 και το 1842.

Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ βασίζεται κυρίως στο μύθο του ανεκπλήρωτου έρωτα της Ελέιν (Elaine), αρχόντισσας του Astolat, με τον ιππότη Λάνσελοτ. Φαίνεται ότι ο Τέννυσον εμπνεύστηκε από την ιστορία της Elaine of Astolat του κύκλου των μύθων του Αρθούρου για να γράψει τη μπαλάντα του Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ.
Ο Τέννυσον έγραψε και το αφηγηματικό ποίημα με τον τίτλο Λάνσελοτ και Ελέιν, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή τα "Ειδύλλια του Βασιλιά". Η ιστορία του ποιήματος έχει πολλά κοινά σημεία με την ιστορία της μπαλάντας του Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ

Η Αρχόντισσα του Σαλλότ ζει απομονωμένη στο κάστρο της που βρίσκεται σ' ένα νησί (το όνομα του νησιού είναι Σαλλότ) στο ποταμό που ρέει έως το Κάμελοτ. Οι αγρότες που κατοικούν στο νησί, τη γνωρίζουν ελάχιστα, γιατί είναι καταδικασμένη από μία μυστηριώδη κατάρα να ζει κλεισμένη στο δωμάτιό της και δεν μπορεί να συναναστραφεί ανθώπους. Έγκλειστη, λοιπόν, στον πύργο της στερείται από τη δυνατότητα να ζήσει την πραγματική ζωή και περνά τον καιρό της υφαίνοντας διάφορες σκηνές της καθημερινότητες και τις εικόνες όσων περνούν έξω από τον πύργο τους για να πάνε στο Κάμελοτ.
Οι εικόνες των ανθρώπων που περνούν έξω από τον πύργο της καθρεφτίζονται μέσα στο μαγικό της καθρέφτη. Έτσι, δυστυχισμένη στην απομόνωση της μοναξιάς της βλέπει μόνο τις "εικόνες-σκιες" της ζωής των άλλων. Ζει, επομένως, με τις σκιες ενός κόσμου, που δεν μπορεί να γνωρίσει πραγματικά και να αγγίξει.
Όταν κάποια στιγμή δει την εικόνα του ιππότη Λάνσελοτ, ο μαγικός της καθρέφτης σπάζει. Αυτή, τότε, προφανώς ερωτευμένη μαζί του, αποφασίζει να βγει από τον πύργο και να πλεύσει με μία βάρκα στο ποτάμι για να φθάσει στο Κάμελοτ, κυνηγώντας την εικόνα μιας σκιας....
Προτού όμως προλάβει να φθάσει στο παλάτι του Κάμελοτ για να συναντήσει τον Λάνσελοτ, πεθαίνει στη βάρκα της...
Το ποίημα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στους Προραφαηλίτες ζωγράφους της Βικτωριανής περιόδου, οι οποίοι συμμερίζονταν το ενδιαφέρον και την αγάπη του Τέννυσον για τον αγγλικό μεσαίωνα και τους μύθους του Αρθούρου. Για αυτό, έχουμε αρκετές απεικονίσεις σκηνών που απεικονίζουν την αρχόντισσα του Σαλλότ αλλά και την αρχόντισσα Ελέιν, την ηρωίδα μεσαιωνικών μύθων της εποχής του Αρθούρου, από την ιστορία της οποίας εμπνεύστηκε ο Τέννυσον τη μπαλάντα Η αρχόντισσα του Σαλλότ.
Η Elaine και η Lady of Shallot, οι οποίες πολλές φορές ταυτίζονται, ήταν αγαπημένες γυναικείες «εικόνες» που προβάλλονταν από το μεσαίωνα στη Βικτωριανή Εποχή της Αγγλίας.
Ο αγαπημένος μου ζωγράφος John William Waterhouse απεικόνισε τρία επεισόδια από τη μπαλάντα του Τέννυσον Η αρχόντισσα του Σαλλότ.
Ο πιο γνωστός πίνακάς του παρουσιάζει τη Lady of Shallot καθισμένη στο υφαντό της με τις μαγικές εικόνες να πλέει (με τη βάρκα) στο ποτάμι για το Κάμελοτ, λίγο πριν το τραγικό της τέλος. Η αρχόντισσα δεν είναι πια η σκοτεινή "μάγισσα" του πύργου, αλλά μία αδύναμη κοπέλα που ντυμένη με λευκό φόρεμα φαίνεται έχει εγκαταλειφθεί στη μοίρα της. Τα τρία κεριά χωρίς φλόγα στη βάρκα προφανώς συμβολίζουν το τέλος της ζωής της...

J.W. Waterhouse, Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ
στη βάρκα. 1888. Tate Gallery. London.

Οι δύο παρακάτω πίνακες απεικονίζουν τη στιγμή που η Αρχόντισσα βλέπει την εικόνα του Λάνσελοτ να περνά έξω από τον πύργο της και να πηγαίνει προς το Κάμελοτ.... Ο καθρέφτης της σπάζει... και έτσι χάνει το μόνο τρόπο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο...τώρα πρέπει να βγει η ίδια από την απομόνωσή της και να σπάσει την κατάρα..

J. W. Waterhouse, H Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ
(κοιτάζοντας τον Λάνσελοτ). Σπουδή. 1894. Falmath Art Gallery. Cornwal (Κορνουάλη).
J. W. Waterhouse, H Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ
(κοιτάζοντας τον Λάνσελοτ). 1895. Leeds Art Gallery.

Οι δύο παραπάνω πίνακες αντιστοιχούν
στους παρακάτω στίχους της μπαλάντας.

She left the web, she left the loom,
She made three paces thro' the room,
She saw the water-lily bloom,
She saw the helmet and the plume,
She look'd down to Camelot.
Out flew the web and floated wide;
The mirror crack'd from side to side;
"The curse is come upon me," cried The Lady of Shalott.
excerpt - Tennyson, 1842

Η τρίτη σκηνή απεικονίζει την Αρχόντισσα του Σαλλότ
μπροστά στον αργαλειό της....
J. W. Waterhouse, H Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ.
1916. Art Gallery of Ontario.

Η σκηνή του πίνακα αντιστοιχεί στους παρακάτω στίχους της μπαλάντας.

There she weaves by night and day
A magic web with colours gay.
She has heard a whisper say,
A curse is on her if she stay
To look down to Camelot.
She knows not what the curse may be,
And so she weaveth steadily,
And little other care hath she,
The Lady of Shalott.

Φυσικά και άλλοι Προραφαηλίτες ζωγράφοι
απεικόνισαν την Αρχόντισσα του Σαλλότ.
W. Hunt, Η Αρχόντισσα του Σαλλότ. 1886-1906.
Wadsworth Atheneum. Hartford-Connecticut.

A. Hughes, Η Αρχόντισσα του Σαλλότ. 1872-73.
Iδιωτική Συλλογή.

John Atkinson Jagrimshaw, Ελέιν. 1874.
Ιδιωτική Συλλογή.

John Atkinson Jagrimshaw, Η αρχόντισσα του Σαλλότ. 1878.
Ιδιωτική Συλλογή.




Sophie Anderson, Ελέιν. 1870. Liverpool Museums.

Αγνώστου, Η Ελέιν στη βάρκα. Πριν το 1887.

Lancelot Speed, Η Ελέιν του Astolat. 1919.
Ιδιωτική Συλλογή.

Για τη μπαλάντα και την υπόθεσή της βλέπε:

  • www.sparknotes.com/poetry/tennyson/section2.rhtml
  • www.victorianweb.org/authors/tennyson/los1.html
  • charon.sfsu.edu/tennyson/poems/index.shtml (ποιήματα του Τέννυσον)
  • www.tate.org.uk/servlet/ViewWork?cgroupid=999999961&workid=15984&searchid=9755
  • www.johnwilliamwaterhouse.com/pictures/lady-shalott-1916
  • www.jwwaterhouse.com/view.cfm?recordid=27
  • fag.looksystems.net/Collection/1923.15
  • www.johnwilliamwaterhouse.com/pictures/lady-of-shalott-study-1894/
  • www.thewadsworth.org/nggallery/page-1574/page-3/
  • www.victorianweb.org/painting/hughes/paintings/7.html
  • www.liverpoolmuseums.org.uk/walker/collections/19c/anderson-elaine.aspx

Για τις πραγματικά πολυάριθμες απεικονίσεις της Αρχόντισσας του Σαλλότ ή της Ελέιν, βλέπε:
  • www.angelfire.com/me2/camelot/shalottArt6.html
  • www.victorianweb.org/authors/tennyson/loslist.html
  • www.victorianweb.org/painting/subjects/shalott1.html