Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Οδυσσέας Ἐλύτης
Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

«Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στις επάλξεις, 
ξημερώματα 29ης Μαΐου 1453» - Γιάννης Νίκου

Ι
Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ - κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους Ἔναν ποὺ τοῦ χαμογελούσε τὸν
Ἀληθινόν ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν Καὶ μιὰ νύχτα θυμᾶται σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.

II
Θεέ μου καὶ τώρα τι Πού ῾χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει χώρια μὲ τὴ
μοναξιά του ποιός αὐτὸς πού ῾ξερε μ᾿ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλά-
κερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει τί
Ποὺ ὅλα του τά ῾χαν πάρει Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ
τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσή-
μερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδη-
χτὸ βαρκάκι
Καὶ μία φούχτα λουίζα ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κορι-
τσιοῦ μεσάνυχτα νὰ τὸ φιλήσει (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ
φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ᾿ τὴ
θάλασσα...)
Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα Καὶ μήτ᾿ ἕνας πλάι του Μονάχα οἱ λέξεις
του οἱ πιστὲς πού ῾σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ
χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς
Καὶ ἀντίκρυ σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος μυρμηκιὰ οἱ χυμένες
μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του
«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα - ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!» φώναξε κι ὅρμησε
μὲς στὸ σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη
Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε ξεκινημένη ἀπὸ μακριά ἡ στερνὴ χλωμάδα
νὰ τὸν κυριεύει.

III
Τώρα καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών πιὸ μακρινῶν τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τοὺς ἕνα θερινὸ ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν
σταλάζοντας ἰώδιο τὰ κλωνάρια
Τοῦ ῾φερναν Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται πλῶρες μαύρων καραβιών τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα ὄθε μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του ἄσπαστη κειτάμενος
Αὐτὸς

ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Τὸ καθαρότερο πράγμα τῆς δημιουργίας


Δὲν ξέρω, μὰ δὲν ἔμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ὁ ἥλιος χύθηκε μέσα μου ἀπὸ χίλιες πληγές.
Καὶ τούτη τὴ λευκότητα ποὺ σὲ περιβάλλω
δὲ θὰ τὴ βρεῖς οὔτε στὶς Ἄλπεις, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἀγέρας
στριφογυρνᾶ ὡς ἐκεῖ ψηλὰ καὶ τὸ χιόνι λερώνεται.
Καὶ στὸ λευκὸ τριαντάφυλλο βρίσκεις μιὰ ἰδέα σκόνης.
Τὸ τέλειο θαῦμα θὰ τὸ βρεῖς μοναχὰ μὲς στὸν ἄνθρωπο:
λευκὲς ἐκτάσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν ἀληθινὰ
στὸ σύμπαν καὶ ὑπερέχουν. Τὸ πιὸ καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι τὸ λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ καθρεφτίζεται μὲς στὸ ποτάμι,
οὔτε ὁ ἥλιος πάνω στῆς μηλιᾶς τ᾿ ἄνθη. Εἶναι ἡ ἀγάπη.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ο χορός του κορυδαλλού

Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.

Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου - ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών - σ' όλα τα βάθη του.
Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
που περιμένει το πλήρωμά του στο σκοτάδι της μήτρας,
ν' αναβλύζει απ' τα βάθη των θαλασσών,
να κυκλοφορεί μες στα χρώματα των ζωγράφων
και μες στους στίχους των ποιητών
και μες στα πόδια που χορεύουν
και μες στους ήχους του «αλληλούια».

Κι η σιωπηλή παρουσία σου μ' έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
Τα δάχτυλά σου μ' αγγίξαν σαν ένα σμήνος πουλιών.
Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
Κι όταν αγαπάς τα παιδιά που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο όταν ακουμπάει στο βουνό.
Κι ακούω το στάχυ όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
ακούω τ' αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.

Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
απ' αυτό που γράφω κι απ' αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
Όλα είναι γραμμένα. Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
τα ψηφία της κτίσεως. Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
Ακούω το ποτάμι ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
Αφουγκράζομαι στο άπειρο το χαίρε των κόσμων
που παραπλέουν ο ένας τον άλλο - χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ' αγαπώ. Και γι' αυτό κομματιάζω
τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σα να 'ναι να ειπώ ή να γράψω,
αλλά σα να 'μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα.

Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας απ' τα ανοιχτά του Θεού.
Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου κι έκαμε
ν' ανοίξει η ψυχή μου σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
κι είμ' εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
Κι έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ' το υπέρτατο φως.

Δεν ξέρω τι θα 'πρεπε να σου γράψω, τι να σου ειπώ.
Πρέπει να 'ναι μεγάλος ο κήπος που θα σε περπατήσω.
Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος και τον έχουμε όλοι μαζί
και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου τα νήματα του νερού,
θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη
αχλαδιάς, θα βγάλω το μπρισίμι απ' το ζέφυρο,
να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου.
Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
Το 'χω κομμένο από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
Ο ουρανός μοναχά το' χει αγγίξει. Σ' το πρόσφερα σήμερα.
Περπάτησα όλο το Μάη μ' ανοιγμένα τα χέρια μου.
Η ψυχή μου ξεχείλιζε και τη μάζευα
όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
όπως ξεχειλίζει το φως σ' έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
να σε φτιάξω να ταιριάζεις με τη δημιουργία του Θεού.

Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
Να ξεχωρίζεις στην παγκόσμια τάξη.
Και πάντοτε να χορεύεις μ' ένα φουστάνι ουρανό,
μ' έναν θύσανο ήλιου ολόγυρα στα μαλλιά σου,
με τα χέρια σου ν' ανεβαίνουν ανάλαφρα, όμοια
με δυο κρίνους που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.

Από τη συλλογή «Ο χρόνος και το ποτάμι» (1957)

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Μαρία Πολυδούρη - Κοντά σου


Κοντά σου δεν έχουν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ' αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι' ανύποπτα περνά μέσ' στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι' όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Οδυσσέας Ελύτης – ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959) - Τα θεμέλιά μου στα βουνά ...

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ  (1959)
Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι

ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'
                   

ΤΑ ΠΑΘΗ
                                                    Ε'
        Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους

        και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.

        Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός

        κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.

        Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιών, πόσων οι στρατιές;

        Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.

        Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς

        Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις

        πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!

        Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.

        Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
        Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά

        και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει

        άκαυτη βάτος!

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

«Η παραμονή μου στην Ευρώπη (1948 - 1951) με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί».
Οδυσσέας Ελύτης

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη: «Είναι εύνοια να γεννιέται κανείς, / Έστω κι ως ένας θάμνος στο χώμα σου… »


 «Είναι εύνοια να γεννιέται κανείς,
Έστω κι ως ένας θάμνος στο χώμα σου…
Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος·
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
Κι είχε πήξει το φως , κ’ είχε γίνει το μάρμαρο.
Και εκλήθης εσύ να μπορέσεις το θαύμα.
Κ’ έκαμες πάλι το μάρμαρο φως.
Κ’ ήταν δείχτες οδών προς τα πάνω οι κολώνες σου.

Απαρχής του καιρού, νόμισμά σου το αίμα σου.
Και μ’ αυτό εξαγόραζες, όργος όργος,
κάθε τόσο το χώμα που ήταν δικό σου.
Αλλά εκεί που όλα έδειχναν ότι έγινες έρημος
«με ολίγο χορτάρι» ακουγόντουσαν ψίθυροι… Ακλουθούσαν τα κλεφτοφάναρα·
κ’ οι Ακαδημίες του Πλάτωνα λειτουργούσαν κανονικά.
Κι οι τύραννοι έσερναν στο κριτήριο τα παιδιά σου.
Τους παζάρευαν την ψυχή, αλλά δεν την πουλούσανε…
Και σηκώνανε τα μαστίγιά τους, τι βλέπαν πως ήταν το πνεύμα τους απαράδοτο.
Ωστόσο το μέγα φως δεν ξεχτίζονταν.
Ο καθένας τους είχε κι από ένα μικρό Μεσολόγγι στο στήθος του.


Και θα ‘λεγε μάλιστα κανένας πως φτιάχτηκαν και τα βουνά σου εξεπίτηδες έτσι απόκρημνα κ’ υψηλά, να τ’ ανεβαίνουν οι Έλληνες και ν’ αποθέτουνε στις κορφές την κιβωτό με το Έθνος.

Όλους τους αέρες του κόσμου
Τους αρμύρισαν με τα δάκρυά τους.
Σμίγαν τους στεναγμούς τους και σχημάτιζαν έπος.
Και φτιάχναν παντού νησάκια του έθνους, που ξεχώριζαν εύκολα, απ’ το ένα σημείο τους
που ήταν το φως.
… Όλα μαζί ήταν το έθνος.
Πώς πεθαίνει ένα έθνος; Πώς πεθαίνει ένα έθνος, όταν όλες οι θύελλες καταιγίζονται απάνω
του, δίχως να βρίσκουν το σώμα του;
Πώς πεθαίνει όταν όλα είναι το έθνος;
Αν χτυπούσεν η σάλπιγγα, σαλευόνταν η γης και σηκώνονταν όρθιοι, δεν θα βρίσκανε τόπο
να σταθούνε οι μάρτυρες. Δεν θα φτάναν τα δέντρα σου ν’ ακουμπήσουν τις πλάτες…
Και απ’ όποιο σημείο κι αν θεόταν τον όγκο τους, θ’ απορούσε κανείς: πως απόμεινε μήτρα,
πώς απόμεινε μάτι, πώς απόμεινε πόδι, πώς απόμεινε χέρι, να σηκώνει του Έθνους σου τη σημαία
ανάμεσα στις σημαίες των Ενωμένων Εθνών.
Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φως!
Ενυπάρχει στο φως η ψυχή σου,
στη ρίζα το σώμα σου.

Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων».

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Κωστής Παλαμάς - Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου

 
Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
κι ὅσο περνῶ μὲ κεῖνα
τόσο γλυκὰ τριγύρω μου
μοσκοβολᾶν τὰ κρίνα
τῶν πρωτινῶν ἀπρίληδων...
Τὰ παιδικίσια χρόνια
μοῦ κελαηδοῦν ἀηδόνια
σὲ νύχτες καὶ σ᾿ ἐρμιές.

Καλῶς τα τὰ χριστόψωμα
καλῶς τον Ἅι Βασίλη!
Παιδάκια μὲ τὰ κάλαντα
στὰ λυγερόηχα χείλη
σὰ μυστικὸ ξημέρωμα
τοῦ λιβανιοῦ οἱ ἀχνάδες.
Ἄναψαν οἱ λαμπάδες
κι ἀστράψαν οἱ ἐκκλησιές.

Καλῶς τα τὰ σπιτιάτικα
μεθυστικὰ γιορτάσια!
Στὰ μάτια τοῦ μισόκοπου
μαγιάτικα κεράσια
ροδίζουν καὶ σταλάζουνε
δροσιὰ καὶ γλύκα· ὦ! πόσο!
Πεινῶ καὶ πάω ν᾿ ἁπλώσω
τὰ χέρια πρὸς αὐτά.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Κώστας Καρυωτάκης: Ποιητές (Συλλογή: Νηπενθή)
Για τη μικρούλα Άννυ ....


ΠΟΙΗΤΕΣ

Πῶς σβήνετε, πικροὶ ξενιτεμένοι!
Ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν
σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν...
Βιολέτες κι ἀνεμῶνες, ξεχασμένες
στὰ ξένα ποὺ πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, ἀργυρὴ δροσοσταλίδα,
βαθιά σας τὴν ἐλπίδα τῆς πατρίδας...
Χτυπιοῦνται, πληγωμένες πεταλοῦδες,
στὸ χῶμα σας οἱ θύμησες κι οἱ πόθοι.
Τὸ φῶς, ποὺ κατεβαίνει, τῆς ἡμέρας,
κι ἁπλώνεται γλυκύτατο καὶ παίζει
μ᾿ ὅλα τριγύρω τ᾿ ἄλλα λουλουδάκια,
περνάει ἀπὸ κοντά σας καὶ δὲ βλέπει
τὸν πόνο σας ὡραῖο, γιὰ νὰ χαϊδέψει
τὰ πορφυρὰ θρηνητικὰ μαλλιά σας.
Εἰδυλλιακὲς οἱ νύχτες σᾶς σκεπάζουν,
κι ἢ καλωσύνη ἂν χύνεται τῶν ἄστρων,
ταπεινοὶ καθὼς εἶστε, δὲ σᾶς φτάνει.
Ὁλοῦθε πνέει, σὰ λίβας, τῶν ἀνθρώπων
ἡ τόση μοχθηρία καὶ σᾶς μαραίνει,
ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν
σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν.

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Κι έρχομαι μοναχά να σ’ αγκαλιάσω


Κι έρχομαι μοναχά να σ’ αγκαλιάσω και να κλάψω αδελφέ μου,
όπως ο ερωτευμένος που γυρνάει από χρόνια στην καλή του,
και μ’ ένα του φιλί, της λέει όλα τα χρόνια που περίμενε,
κι όλα τα χρόνια που τους περιμένουν, πέρα απ’ το φιλί τους.
Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι,
που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά,
που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς
για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες
για τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους,
για τον πεινασμένο ήλιο, για τον κόσμο ναι για όλο τον κόσμο
ένα φτωχό, καπνισμένο μαυρισμένο τσουκάλι,
που κάνει καλά τη δουλειά του.
Και τούτο το τσουκάλι βράζει, βράζει τραγουδώντας.

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Γιάννης Ρίτσος — Καπνισμένο Τσουκάλι

Καὶ νὰ ἀδελφέ μου ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα κι ἁπλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δὲν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αὔριο λέω θὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ἁπλοί.

Καὶ νὰ ἀδελφέ μου ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα κι ἁπλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δὲν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αὔριο λέω θὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ἁπλοί.
Θὰ βροῦμε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ παίρνουνε τὸ ἴδιο βάρος
σ᾿ ὅλες τὶς καρδιές, σ᾿ ὅλα τὰ χείλη.
Ἔτσι νὰ λέμε πιὰ τὰ σύκα-σύκα καὶ τὴ σκάφη-σκάφη.
Κι ἔτσι ποὺ νὰ χαμογελᾶνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ λένε,
«Τέτοια ποιήματα, σοῦ φτιάχνουμε ἑκατὸ τὴν ὥρα.»
Αὐτὸ θέλουμε κι ἐμεῖς.
Γιατὶ ἐμεῖς δὲν τραγουδᾶμε γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε ἀδελφέ μου ἀπ᾿ τὸν κόσμο.
Ἐμεῖς τραγουδᾶμε γιὰ νὰ σμίξουμε τὸν κόσμο.

...ἔχεις ἀκόμη νὰ κλάψεις πολὺ
ὥσπου νὰ μάθεις τὸν κόσμο νὰ γελάει.


Γιάννης Ρίτσος - Καπνισμένο Τσουκάλι (απόσπασμα)