Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Berthold Brecht — Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε / I hear you don’t want to learn anything./ Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen

Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
The Dinner Party Society Fashionable Rich People
Painting By Jules Grun Repro


Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε
μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα.. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.

Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.
   Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα ‘τανε υποχρέωσή σου.

Από τη συλλογή «Ποιήματα», μετάφραση:Νάντια Βαλαβάνη

👑👑👑👑👑

I hear you don’t want to learn anything. 
I gather from that: you’re millionaires. 
Your future is assured — it lies 
bright and clear before you. 
Your parents have fixed things so 
that your feet won’t get bruised on any stones. 
So you don’t need to learn anything. 
You can stay the way you are. 

Should some difficulties nevertheless arise 
— since the times, so I hear, are uncertain — 
you’ve got your Leaders, who’ll tell you exactly 
what you’ve go to do so things will go well for you. 
They’ve consulted the ones 
who know the truths 
that are valid for all time 
and the prescriptions that always work. 
   With so many who are for you 
you don’t need to lift a finger. 
Of course, if things were different, 
you’d have to learn. 
👑👑👑👑👑
Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen 
Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen 
Daraus entnehme ich: ihr seid Millionäre. 
Eure Zukunft ist gesichert — sie liegt 
Vor euch im Licht. 
Eure Eltern Haben dafür gesorgt, daß eure 
Füße An keinen Stein stoßen. 
Da müßt du Nichts lernen. 
So wie du bist Kannst du bleiben. 
Sollte es dann noch Schwierigkeiten geben, da doch die 
Zeiten Wie ich gehört habe, unsicher sind 
Hast du deine Führer, die dir genau sagen 
Was du zu machen hast, damit es euch gut geht. 

Sie haben nachgelesen bei denen 
Welche die Wahrheiten wissen 
Die für alle Zeiten Gultigkeit haben 
Und die Rezepte, die immer helfen. 
   Wo so viele für dich sind 
Brauchst du keinen Finger zu rühren. 
Freilich, wenn es anders wäre 
Müßtest du lernen. 

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Pablo Neruda — Ωδή στη φτώχεια / Ode to Poverty

Όταν γεννήθηκα, φτώχεια,
με ακολούθησες,
με κοιτούσες
μέσα από
τις τάβλες που είχαν σαπίσει
από τη βαρυχειμωνιά.
Ξαφνικά
ήταν τα δικά σου μάτια
εκείνα που κρυφοκοιτούσαν απ’ τις τρύπες.
Οι σταλαγματιές
τη νύχτα
επαναλάμβαναν
το ονοματεπώνυμό σου
ή, μερικές φορές,
η άδεια αλατιέρα,
το σκισμένο σακάκι,
τα τρύπια παπούτσια,
με προειδοποιούσαν.

Ήταν εκεί
παραμονεύοντάς με
τα όμοια με σαράκι δόντια σου,
τα μάτια σου, τέλματα σωστά,
η σταχτιά σου γλώσσα
που κόβει
τα ρούχα, το ξύλο,
τα κόκαλα και το αίμα,
ήσουν εκεί
ψάχνοντάς με,
ακολουθώντας με
στους δρόμους
από τότε που γεννήθηκα.

Κι όταν νοίκιασα ένα κούτσικο
δωμάτιο, στην άκρη της πόλης,
καθισμένη σε μια καρέκλα
με περίμενες,
ή όταν, έφηβος,
ανασήκωνα τα σεντόνια
ενός σκοτεινού ξενοδοχείου
δεν έβρισκα το άρωμα
του γυμνού τριαντάφυλλου,
αλλά το ψυχρό σφύριγμα
του στόματός σου.

Φτώχεια,
με ακολούθησες
στις γειτονιές και στα νοσοκομεία,
στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Όταν αρρώστησα χτυπήσαν
την πόρτα:
δεν ήταν ο γιατρός, παρά ερχόταν
ξανά η φτώχεια.

Σε είδα να βγάζεις τα έπιπλά μου
στο δρόμο:
οι άνθρωποι τ’ αφήναν
να πέσουν σαν τις πέτρες.
Εσύ, με αβάσταχτη στοργή,
απ’ όλη την εγκατάλειψη του κόσμου
στη μέση του δρόμου και κάτω απ’ τη βροχή
έφτιαχνες
έναν σαραβαλιασμένο θρόνο
και κοιτώντας τους φτωχούς
μάζευες από χάμω
το τελευταίο πιάτο μου να το κάνεις διάδημα.

Τώρα,
φτώχεια,
σ’ ακολουθώ εγώ.
Είμαι αμείλικτος
όπως ήσουν κι εσύ.
Μαζί
με κάθε φτωχό
θα με βρεις να τραγουδώ,
κάτω από κάθε σεντόνι
αδιανόητου νοσοκομείου
θα βρεις το τραγούδι μου.

Σ’ ακολουθώ,
φτώχεια,
σε παραμονεύω,
σε κυκλώνω,
σε στήνω στον τοίχο,
σε απομονώνω,
σου μπήγω τα νύχια,
σου σπάω
τα δόντια που σου απομένουν.

Βρίσκομαι παντού:
στον ωκεανό με τους ψαράδες,
στο ορυχείο
όπου οι άντρες,
σκουπίζοντας το μέτωπό τους
για να στεγνώσουν τον μαύρο ιδρώτα, βρίσκουν
τα ποιήματά μου.

Σχολάω κάθε μέρα
με την εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας.
Τα χέρια μου είναι κάτασπρα
απ’ το μοίρασμα του ψωμιού στους φούρνους.

Όπου κι αν πας,
φτώχεια,
το τραγούδι μου
τραγουδά,
η ζωή μου
ζει,
το αίμα μου
αγωνίζεται.

Θα καταρρίψω
τις ωχρές σου σημαίες
όπου κι αν υψωθούν.

Άλλοι ποιητές,
στο παρελθόν, σε αποκάλεσαν
αγία,
ασπάστηκαν το μανδύα σου,
τράφηκαν με αέρα
και χάθηκαν.

Εγώ
σε προκαλώ,
με σκληρούς στίχους σού ραπίζω το πρόσωπο,
σε σκάφος σε φορτώνω και σε εξοστρακίζω.

Εγώ μαζί με άλλους,
πάρα πολλούς άλλους,
σ’ εξορίζουμε
από τη Γη στη Σελήνη
για να μείνεις εκεί
παγωμένη κι αιχμάλωτη
κοιτώντας με μισό μάτι
το ψωμί και τα ελέη
που θα καλύψουν τη γη
από αύριο.
Μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου
oanagnostis

Ode to Poverty

When I was born,
poverty,
you followed me,
you watched me
through the wooden boards
rotten by the deep winter.

Perhaps
it was your eyes,
that watched me from the holes.
The leaks,
at night,
repeated
your name and surname
or sometimes
the broken salt-cellar,
the torn suit,
the open shoes,
warned me.

They were stalking me
your woodworm teeth
your swampy eyes,
your grey tongue
that cuts
clothes, wood,
bones and blood,
there you were
looking for me
following me
in the streets
from my birth.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης - Συγκομιδή

   Κι όταν με πλησίασαν με προτεταμένα όπλα, εγώ χαμογέλασα
με περιφρόνηση και σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά άρχισα να
μαζεύω τα μήλα της χρονιάς.
Συλλογή: «ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ», 1985
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 295

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Από την «Ωδή στον ήλιο»

Πάμε να περπατήσουμε την ψυχή μας σε Κείνον, 
να την ξεκουράσουμε. Ρίξε σαν κλωναράκι 
δαμασκηνιάς το γέλιο σου πάνω στο πρόσωπο σου, 
κράτα με το ένα χέρι σου το πλαστικό σου αρνάκι 
δείχνε με το άλλο γύρω σου ό,τι σου αρέσει, 
σήκωνε τα ματάκια σου. Παρ’ όλο που δεν είναι 
του σύμπαντος το κέντρο η γη, από πουθενά αλλού 
ο κόσμος του Θεού δεν φαίνεται καλύτερα. 

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

Νίκος Καββαδίας - Ο Σταυρός Του Νότου

Southern Cross Constellation - Marcy's Dream by gretzky
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ΄χεις μπει

Κούλικο στο στήθος σου τατού
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει
είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου
μου `πες με φωνή ετοιμοθανάτου
να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά

Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα
μάθημα πορείας νυχτερινό

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψες σαν φάρου αναλαμπή

Κάτω στις ακτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής




Σύντομο υπόμνημα 
Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στο “Πούσι” (1947) και αφιερώνεται στον Γιώργο Θεοτοκά, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί ο Φίλιππος Φιλίππου, τρία χρόνια πριν τη δημοσίευση αυτής της συλλογής, σε άρθρο του στο περιοδικό “Ορίζοντες” (τεύχος 9-10, 1944) είχε εκφραστεί θετικά για το νεανικό “Μαραμπού” (1933) θεωρώντας ότι η συλλογή αυτή εκπροσωπούσε την ελπίδα να ανθήσει κάποτε μια ελληνική ναυτική ποίηση. Η σχέση του Καββαδία πάντως με τη γενιά του 1930 ήταν προβληματική, αφού, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε το “Μαραμπού”, ο Καββαδίας θεωρούσε πως οι εκπρόσωποι της ποιητικής αυτής γενιάς δεν του απέδωσαν την αναγνώριση που του άρμοζε. Φέρεται μάλιστα να είχε ιδιαίτερο παράπονο από τον Σεφέρη (δείτε περισσότερασε αυτό το βίντεο).

Το ποίημα είναι αφηγηματικό και εφάπτεται σε πολλά σημεία με τα ποιήματα “William George Allum” και “Ένα Μαχαίρι” από το “Μαραμπού”. 

Το απροσδιόριστο Εγώ του ποιήματος αφηγείται, χρόνια μετά, την ιστορία της αυτοκτονίας ενός συντρόφου του στο καράβι. Ο σύντροφος αυτός, στον οποίο ο αφηγητής απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, όπως και ο William George Allum, άρρωστος και στο σώμα και στην ψυχή, αδυνατεί να αντέξει το βάρος της ερωτικής απουσίας. 
Το καράβι ταξιδεύει προς τον Νότο υπό το πνεύμα του καυτού Γαρμπή (του Λίβα), αλλά η πραγματική φωτιά μαίνεται στην ψυχή του αντικειμένου της αφήγησης. Ο Νότος είναι για το ποιητικό Εσύ η διακεκαυμένη ζώνη των ερωτικών αναμνήσεων που τον ταλανίζουν. Και πάλι όπως ο William George Allum, καταφεύγει στη φωτιά, για να καυτηριάσει την πληγή του (να διώξει από πάνω του τα κατάλοιπα της ερωτικής αποτυχίας, το τατουάζ). Η αποτυχία αυτού του εγχειρήματος στρέφει την απελπισία προς τα μέσα και προς τον Εαυτό.
To ποίημα μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και το συμπεριέλαβε στον ομότιτλο δίσκο. Ακούστε το από την Αιμιλία Σαρρή (πρώτη εκτέλεση), από τον Γιώργο Νταλάρα, από τη Ρίτα Αντωνοπούλου, από τον ίδιο τον Θάνο Μικρούτσικο σε ζωντανή εκτέλεση και από την Άννα Λινάρδου.


SOUTHERN CROSS

(Stavros Tou Notou)

In the nor-wester the waves boiled;
we were both bent over the map.
You turned and told me how in March
you'd be in other latitudes.

A Chinese tatoo drawn on your chest;
however you burn it, it won't come off.
They said that you had loved her once
in a sudden fit of blackest fever.

Keeping watch by a barren cape
and the Southern Cross behind the braces.
You're holding coral worry-beads
and chewing bitter coffee beans.

I took a line on Alpha Centaurus
with the azimuth compass one night at sea.
You told me in a deathly voice:
"Beware of the stars of Southern skies".

Another time from that same sky
you took lessosn for three whole months
with the captain's mulatto girl
in how to navigate at night.

In some shopin Nosy Be
you bought the knife - two shillings it cost -
right on the equator, exactly at noon;
it glittered like a lighthouse beam.

Down on the shores of Africa
for some years now you've been asleep.
You don't remember the lighthouse now
or the delicious Sunday sweet.
Nikos Kavvadias

Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Federico García Lorca - Ψυχή απούσα - Alma ausente

Ο Federico Garcia Lorca δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τις φασιστικές ορδές της πέμπτης φάλαγγας, μόλις στα τριανταεφτά του χρόνια, στις 18 Αυγούστου 1936
netakias

Ψυχή απούσα
Δε σε γνωρίζει  ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Δε σε γνωρίζει η ράχη της πέτρας,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζει η βουβή σου θύμιση
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με της ομίχλης τα σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να δεί
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.

Κανείς δε σε γνωρίζει. ΌΧΙ. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.

Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.
Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, τόσο πλούσιος σε περιπέτειες, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα στα λιόδεντρα.

Alma ausente
No te conoce el toro ni la higuera,
ni caballos ni hormigas de tu casa.
No te conoce tu recuerdo mudo
porque te has muerto para siempre.

No te conoce el lomo de la piedra,
ni el raso negro donde te destrozas.
No te conoce tu recuerdo mudo
porque te has muerto para siempre.

El otoño vendrá con caracolas,
uva de niebla y montes agrupados,
pero nadie querrá mirar tus ojos
porque te has muerto para siempre.

Porque te has muerto para siempre,
como todos los muertos de la Tierra,
como todos los muertos que se olvidan
en un montón de perros apagados.

No te conoce nadie. No. Pero yo te canto.
Yo canto para luego tu perfil y tu gracia.
La madurez insigne de tu conocimiento.
Tu apetencia de muerte y el gusto de su boca.

La tristeza que tuvo tu valiente alegría.
Tardará mucho tiempo en nacer, si es que nace,
un andaluz tan claro, tan rico de aventura.
Yo canto su elegancia con palabras que gimen
y recuerdo una brisa triste por los olivos
frosochatoglou