Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Μάρω Βαμβουνάκη - «Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα»

Υπάρχουν πλάσματα τόσο καθαρά που μας φτιάχνουν καθρέφτη, χωρίς να μιλούν, χωρίς να κάνουν τίποτα εξαιρετικό.
απόσπασμα από το βιβλίο:
«Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα»
Μάρω Βαμβουνάκη
 
O άνθρωπος είναι καμωμένος από συγκρούσεις.
Η αρμονία που αποτελεί προϋπόθεση
αλλά και στόχο, η ωριμότητα,
δύσκολα πετυχαίνονται στην πράξη.
Αν τα αντίθετα στο σύμπαν -
στο εξαίσιο πέρασμα της μέρας στη νύχτα,
του χειμώνα στο καλοκαίρι, της βροχής στον ήλιο,
της φουρτούνας στη νηνεμία-,
όλα τα διαφορετικά συνταιριάζουν υπέροχες συμφωνίες,
στις συμπεριφορές μας και στα συναισθήματά μας
συνεχώς γρονθοκοπούνται.
Ο πόλεμος με τον μισητό,
μειονεκτικό εχθρό-εαυτό επιζητά αφορμές
να μεταφέρει την οργή του, την πίκρα του,
την απογοήτευση της αδυναμίας του έξω.
Την αυτοτιμωρία που αισθάνεται
πως διψά τη μετατρέπει σε τιμωρία κατά άλλου.
Για άλλη μια φορά να ρίξει το φταίξιμο μακριά,
σαν ασθένεια μολυσματική,
σαν βρόμικο ρούχο,
να γλιτώσει απ' την αυτομομφή και τη φριχτή ενοχή.
Και όσο πιο απλός και αγαθός είναι ο απέναντι,
τόσο θα του θυμώνει,
όπως θυμώνουμε με τον καθαρό καθρέφτη μας όταν τον κοιτάμε
και μας στέλνει πίσω, ως είδωλο, ένα τέρας.
 
Υπάρχουν πλάσματα τόσο καθαρά
που μας φτιάχνουν καθρέφτη,
χωρίς να μιλούν, χωρίς να κάνουν τίποτα εξαιρετικό.
Μόνο με το βλέμμα, με το χαμόγελο,
με τη λάμψη που έρχεται από μέσα τους.
Κάποιοι αναζητούν να πλησιάσουν
τέτοια πρόσωπα, να καθρεφτιστούν,
και κάποιοι τρέχουν μακριά τους, συκοφαντώντας τα,
μέσα στο μυαλό τους έστω, για δικαιολογία.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης — 1. Παρανοήσεις 2. Χειμωνιάτικες παρανοήσεις

«Παρανοήσεις»
   
   Και συχνά ενώ βαδίζεις ολομόναχος στον δρόμο, τραβάς με απο-
στροφή το χέρι σου σαν ν' άγγιξες την άκρη ενός εγκλήματος.
Έτσι έζησα όλη τη ζωή μου κρύβοντας τα χέρια μου σ' αυτά τα
κουρέλια.
   Κι ας νομίζουν οι άλλοι ότι επαιτώ.
Συλλογή: «Εγχειρίδιο Ευθανασίας», 1979
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 52
«Χειμωνιάτικες παρανοήσεις»

   Βέβαια, στο βάθος ήταν γελοίο – με τα δυο σακάκια που φο-
ρούσα όλοι νόμιζαν πως κρυώνω, «λάθος, βρε κακούργοι», τους
λέω, «αλλά πως θα θάψω γυμνόν
   αυτόν τον άλλον που σκοτώσατε μέσα μου;»

Συλλογή: «Ο Τυφλόςμε τον Λύχνο», 1983
                                            Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ.204

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Tων Αγγέλων και Αρχαγγέλων οι στίχοι

    Κατεβαίνουν άραγε οι άγγελοι κι οι αρχάγγελοι στη γη; 
Ανοίγουν τα φτερά τους πάνω από τις δικές μας ομαλές και… ανώμαλες προσγειώσεις; 
Και εισχωρούν άραγε στην καθημερινή πεζότητά μας με την ίδια ευκολία που κάθονται σαν λευκές πεταλούδες πάνω στους στίχους μας;
    Των Αρχαγγέλων σήμερα και η σκέψη μας σηκώνεται πιο ψηλά, ν' ανταμώσει τα ουράνια δώματα και τα μυστήριά του. 
Κι εκεί ν’ απαντήσει και στίχους με λευκά φτερά κι ακόμα πιο λευκές, αλέκιαστες ψυχές.
Επειδή
και η ανάσα μας καμιά φορά
μπορεί να λεκιάσει το αόρατο

(αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους ακούει
Αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους άκουσε)

γι' αυτό κι οι αυτοκράτορες διακονούσαν
στις ερήμους
και χτυπούσαν θλιβερά τα σήμαντρα
στα μοναστήρια

και τα βγαλμένα μάτια τους είναι ακόμη τ’ άστρα
και της δικής μας της ζωής της σκοτωμένης.

σημειώνει χαρακτηριστικά ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου

Κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ψάχνοντας την κατάλληλη γλώσσα για να επικοινωνήσει με τον θαυμαστό αγγελικό κόσμο, γράφει: 

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξὺ τους μὲ μουσική.

Ο Ρίλκε, από την άλλη, υποδεικνύοντας στους στίχους του την έγνοια των αγγέλων για τον κόσμο των ανθρώπων, γράφει στο ποίημά του.

«Ο άγγελός μου»

Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας, το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ’ την γη, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.

Και θα ήθελε να φέρει πάλι,
πάνωθε απ των δασών τις θροΐζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.

Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.

Ο ποιητής της οδύνης όπως έχει χαρακτηριστεί, Μίλτος Σαχτούρης, στο ποίημά του «‘Αγγελος», σημειώνει πολύ παραστατικά:

Φοβόντουσαν, δεν τον εθέλαν αυτό τον ουρανό
—Μαύρος που είναι –λέγαν–σαν καυτό μπαμπάκι
σκάβανε τα μωρά τους βιαστικοί
άλλοι φωνάζαν:
—Γράμμα!
άλλοι:
—Τηλεγράφημα!
κι άλλοι φωνάζαν:
— Αλεξάντρα
όμως όλοι κοιτούσαντο φεγγάράκι έλεγαν:
—Ίσως κατέβει σήμερα
ο Άγγελος βαθιά με τα μακριά μακριά μαλλιά
και τα πνιγμένα δόντια»

Είναι επίσης γνωστός ο κυρίαρχος ρόλος των αγγέλων στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη
«Κω, Λέρος Σύμη, Αστροπαλιά, 
Κάρπαθος Τήλος Καστελόριζο…
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας 
τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του, 
άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης 
του Μυστικού που ξεχύνεται χρυσέαις Νιφάδεσσι.

Κεντρική μορφή ο άγγελος που μεριμνά και σκέπει:

Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς, 
πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι. 
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι.
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω. 

Ο. Ελύτης, Villa NatachaIII 

Συχνά στην ποίηση του Ελύτη ο άγγελος ταυτίζεται με τη γυναίκα:

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ’ τον γκρεμό.

(Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης από τη Μαρία Νεφέλη)

Eίναι, όμως, και οι «Ξυπόλυτοι ΄Αγγελοι» του Γιάννη Ρίτσου, ποίημα που γράφτηκε τον Οκτώβρη του 1940 για τους Έλληνες στρατιώτες, που στα μάτια του ποιητή, λαμβάνουν αγγελική υπόσταση μέσα στις κακουχίες του πολέμου.

Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Με στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.

Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην κάθε τσέπη τους
με 21 μοναχά φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ' ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεπτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ' την ψυχή τους.
.......
Οι άλλοι φωνάζανε: Πού πάτε; Βουίζαν οι άνεμοι στη νύχτα. 
Πού θα πάμε;
Οι δρόμοι είναι γιομάτοι λάσπες.
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ' αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.


    Άγγελοι, όντα άυλα και πνευματικά, αλλά και άγγελοι με ανθρώπινη μορφή, που η ζωή τούς καλεί να υψωθούν πάνω από τα επίγεια, σμίγουν στους στίχους των ποιητών μας, αποδίδοντας τη στενή σχέση ανάμεσα στα εγκόσμια και υπερκόσμια.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ
, Επιθεωρήτρια Δημοτική

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Berthold Brecht — Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε / I hear you don’t want to learn anything./ Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen

Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
The Dinner Party Society Fashionable Rich People
Painting By Jules Grun Repro


Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε
μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα.. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.

Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.
   Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα ‘τανε υποχρέωσή σου.

Από τη συλλογή «Ποιήματα», μετάφραση:Νάντια Βαλαβάνη

👑👑👑👑👑

I hear you don’t want to learn anything. 
I gather from that: you’re millionaires. 
Your future is assured — it lies 
bright and clear before you. 
Your parents have fixed things so 
that your feet won’t get bruised on any stones. 
So you don’t need to learn anything. 
You can stay the way you are. 

Should some difficulties nevertheless arise 
— since the times, so I hear, are uncertain — 
you’ve got your Leaders, who’ll tell you exactly 
what you’ve go to do so things will go well for you. 
They’ve consulted the ones 
who know the truths 
that are valid for all time 
and the prescriptions that always work. 
   With so many who are for you 
you don’t need to lift a finger. 
Of course, if things were different, 
you’d have to learn. 
👑👑👑👑👑
Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen 
Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen 
Daraus entnehme ich: ihr seid Millionäre. 
Eure Zukunft ist gesichert — sie liegt 
Vor euch im Licht. 
Eure Eltern Haben dafür gesorgt, daß eure 
Füße An keinen Stein stoßen. 
Da müßt du Nichts lernen. 
So wie du bist Kannst du bleiben. 
Sollte es dann noch Schwierigkeiten geben, da doch die 
Zeiten Wie ich gehört habe, unsicher sind 
Hast du deine Führer, die dir genau sagen 
Was du zu machen hast, damit es euch gut geht. 

Sie haben nachgelesen bei denen 
Welche die Wahrheiten wissen 
Die für alle Zeiten Gultigkeit haben 
Und die Rezepte, die immer helfen. 
   Wo so viele für dich sind 
Brauchst du keinen Finger zu rühren. 
Freilich, wenn es anders wäre 
Müßtest du lernen. 

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Pablo Neruda — Ωδή στη φτώχεια / Ode to Poverty

Όταν γεννήθηκα, φτώχεια,
με ακολούθησες,
με κοιτούσες
μέσα από
τις τάβλες που είχαν σαπίσει
από τη βαρυχειμωνιά.
Ξαφνικά
ήταν τα δικά σου μάτια
εκείνα που κρυφοκοιτούσαν απ’ τις τρύπες.
Οι σταλαγματιές
τη νύχτα
επαναλάμβαναν
το ονοματεπώνυμό σου
ή, μερικές φορές,
η άδεια αλατιέρα,
το σκισμένο σακάκι,
τα τρύπια παπούτσια,
με προειδοποιούσαν.

Ήταν εκεί
παραμονεύοντάς με
τα όμοια με σαράκι δόντια σου,
τα μάτια σου, τέλματα σωστά,
η σταχτιά σου γλώσσα
που κόβει
τα ρούχα, το ξύλο,
τα κόκαλα και το αίμα,
ήσουν εκεί
ψάχνοντάς με,
ακολουθώντας με
στους δρόμους
από τότε που γεννήθηκα.

Κι όταν νοίκιασα ένα κούτσικο
δωμάτιο, στην άκρη της πόλης,
καθισμένη σε μια καρέκλα
με περίμενες,
ή όταν, έφηβος,
ανασήκωνα τα σεντόνια
ενός σκοτεινού ξενοδοχείου
δεν έβρισκα το άρωμα
του γυμνού τριαντάφυλλου,
αλλά το ψυχρό σφύριγμα
του στόματός σου.

Φτώχεια,
με ακολούθησες
στις γειτονιές και στα νοσοκομεία,
στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Όταν αρρώστησα χτυπήσαν
την πόρτα:
δεν ήταν ο γιατρός, παρά ερχόταν
ξανά η φτώχεια.

Σε είδα να βγάζεις τα έπιπλά μου
στο δρόμο:
οι άνθρωποι τ’ αφήναν
να πέσουν σαν τις πέτρες.
Εσύ, με αβάσταχτη στοργή,
απ’ όλη την εγκατάλειψη του κόσμου
στη μέση του δρόμου και κάτω απ’ τη βροχή
έφτιαχνες
έναν σαραβαλιασμένο θρόνο
και κοιτώντας τους φτωχούς
μάζευες από χάμω
το τελευταίο πιάτο μου να το κάνεις διάδημα.

Τώρα,
φτώχεια,
σ’ ακολουθώ εγώ.
Είμαι αμείλικτος
όπως ήσουν κι εσύ.
Μαζί
με κάθε φτωχό
θα με βρεις να τραγουδώ,
κάτω από κάθε σεντόνι
αδιανόητου νοσοκομείου
θα βρεις το τραγούδι μου.

Σ’ ακολουθώ,
φτώχεια,
σε παραμονεύω,
σε κυκλώνω,
σε στήνω στον τοίχο,
σε απομονώνω,
σου μπήγω τα νύχια,
σου σπάω
τα δόντια που σου απομένουν.

Βρίσκομαι παντού:
στον ωκεανό με τους ψαράδες,
στο ορυχείο
όπου οι άντρες,
σκουπίζοντας το μέτωπό τους
για να στεγνώσουν τον μαύρο ιδρώτα, βρίσκουν
τα ποιήματά μου.

Σχολάω κάθε μέρα
με την εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας.
Τα χέρια μου είναι κάτασπρα
απ’ το μοίρασμα του ψωμιού στους φούρνους.

Όπου κι αν πας,
φτώχεια,
το τραγούδι μου
τραγουδά,
η ζωή μου
ζει,
το αίμα μου
αγωνίζεται.

Θα καταρρίψω
τις ωχρές σου σημαίες
όπου κι αν υψωθούν.

Άλλοι ποιητές,
στο παρελθόν, σε αποκάλεσαν
αγία,
ασπάστηκαν το μανδύα σου,
τράφηκαν με αέρα
και χάθηκαν.

Εγώ
σε προκαλώ,
με σκληρούς στίχους σού ραπίζω το πρόσωπο,
σε σκάφος σε φορτώνω και σε εξοστρακίζω.

Εγώ μαζί με άλλους,
πάρα πολλούς άλλους,
σ’ εξορίζουμε
από τη Γη στη Σελήνη
για να μείνεις εκεί
παγωμένη κι αιχμάλωτη
κοιτώντας με μισό μάτι
το ψωμί και τα ελέη
που θα καλύψουν τη γη
από αύριο.
Μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου
oanagnostis

Ode to Poverty

When I was born,
poverty,
you followed me,
you watched me
through the wooden boards
rotten by the deep winter.

Perhaps
it was your eyes,
that watched me from the holes.
The leaks,
at night,
repeated
your name and surname
or sometimes
the broken salt-cellar,
the torn suit,
the open shoes,
warned me.

They were stalking me
your woodworm teeth
your swampy eyes,
your grey tongue
that cuts
clothes, wood,
bones and blood,
there you were
looking for me
following me
in the streets
from my birth.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης - Συγκομιδή

   Κι όταν με πλησίασαν με προτεταμένα όπλα, εγώ χαμογέλασα
με περιφρόνηση και σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά άρχισα να
μαζεύω τα μήλα της χρονιάς.
Συλλογή: «ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ», 1985
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 295